ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΞΑΝΘΗΣ
ΚΑΙ ΠΕΡΙΘΕΩΡΙΟΥ
ΞΑΝΘΗ 14-5-2023
ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ
ΚΥΡΙΑΚΗΣ
«ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ»
Πολλές φορές τίς ὡραῖες καί ὑψηλές διδασκαλίες ὁ Χριστός τίς
ἀπηύθυνε σέ ἁπλούς ἀνθρώπους πού δέν εἶχαν κανένα ἐξωτερικό χαρακτηριστικό
ἁγιότητας ἤ θρησκευτικῆς ὑπεροχῆς. Δέν ἀπέφευγε μάλιστα νά συνομιλεῖ καί μέ
γυναῖκες, ὅπως ἡ περίπτωση τῆς σημερινῆς περικοπῆς, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἐντυπωσίασε
τούς μαθητές, διότι εἶναι μία πράξη πού δέν θά τήν ἔκανε κανένας ἀξιοπρεπής
δάσκαλος τῆς ἐποχῆς, δεδομένου ὅτι δέν θεωροῦνταν οἱ γυναῖκες ἰσάξια πρός τόν
ἄνδρα πρόσωπα καί ἱκανά νά ἀκούσουν μία διδασκαλία. Ἐν τούτοις ὁ Χριστός,
ἀποκαλύπτοντας καί σαρκώνοντας στό πρόσωπό του τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός ὅλους
τους ἀνθρώπους, βλέπει ἄνδρες καί γυναῖκες ὡς πλάσματα τοῦ Θεοῦ, στά ὁποῖα
θέλει νά διδάξει ποιός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός καί κυρίως τά ὁποία θέλει νά
λυτρώσει ἀπό τήν δουλεία τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου.
Ἡ διήγηση τοῦ εὐαγγελιστῆ
Ἰωάννη μᾶς παρουσιάζει τόν Κύριο, ὁ ὁποῖος διέρχονταν μέ τούς μαθητές ἀπό τή
Σαμάρεια, νά συζητᾶ στή Συχάρ, στό φρέαρ τοῦ Πατριάρχου Ἰακώβ, μέ μία
Σαμαρείτιδα γυναίκα, ἡ ὁποία, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν συζήτηση, δέν ὑπῆρξε πολύ
ἐνάρετη καί σεμνή στή ζωή της. Σ’ αὐτήν τήν γυναίκα, ὁμιλεῖ περί τοῦ «ζῶντος
ὕδατος» πού δέν στερεύει ποτέ, περί τῆς «ἐν πνεύματι καί ἀληθεία» λατρείας τοῦ
Θεοῦ καί περί τῆς μεσσιανικῆς παρουσίας Του.
Πρόκειται γιά τήν πιό
ὑψηλή διδασκαλία περί τοῦ Θεοῦ καί περί τοῦ τρόπου λατρείας Του, τήν ὁποία δέν
συλλαμβάνει κανείς θεωρητικά ἀλλά ζώντας μέσα στήν ἀλήθεια καί στό πνεῦμα τοῦ
Θεοῦ καί ὁδηγούμενος ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα πού εἶναι τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας.
Πρόκειται γιά δῶρο τοῦ Θεοῦ πού προσφέρεται διά τοῦ Χριστοῦ στήν ἀνθρωπότητα. Ἡ
ἀλήθεια δέν εἶναι κατάκτηση τῆς νοητικῆς δυνάμεως τοῦ ἀνθρώπου, δέν εἶναι τό
βέβαιο συμπέρασμα μίας σειρᾶς συλλογισμῶν. Εἶναι ἀποκάλυψη Θεοῦ, εἶναι τό σαρκωμένο πρόσωπο
τοῦ Λόγου πού διακηρύττει ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Συνεπῶς ἡ ἀλήθεια δέν
εἶναι μία ἰδέα, ἀλλά ἕνα πρόσωπο, μία ζωή, πού θυσιάζεται γιά νά προσφέρει ζωή
στούς ἀνθρώπους.
Ἡ διακήρυξη ὅτι «ἐν πνεύματι καί ἀληθεία δεῖ προσκυνεῖν τόν Θεόν» πρέπει νά μᾶς ἀφυπνίζει πάντοτε καί νά μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ὁ τρόπος πού λατρεύουμε τόν Θεό δέν μπορεῖ νά ἔχει καμιά σχέση μέ τήν ψεύτικη ἱκανοποίηση τῆς συνειδήσεώς μας, μέ τήν ἐπιφανειακή τήρηση τοῦ γράμματος, μέ τόν ποσοτικό ὑπολογισμό τῶν πράξεών μας, μέ τήν ὠφελιμιστική σκέψη τῆς ἀμοιβῆς, ἀλλά σημαίνει συμμετοχή στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, μιᾶς Ἐκκλησίας βέβαια πού ἀποτελεῖ ζωντανό σῶμα Χριστοῦ καί ὄχι ὀργανισμό νεκροῦ γράμματος ἤ σύνολο ξηρῶν τύπων. ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ