ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΞΑΝΘΗΣ
ΚΑΙ ΠΕΡΙΘΕΩΡΙΟΥ
ΞΑΝΘΗ
27-10-2024
ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
«ΤΟ ΕΥΛΑΒΙΚΟ ΔΕΟΣ»
«Καὶ εἶπεν ὁ
Ἰησοῦς∙ Τίς ὁ ἁψάμενός μου;» Τὴν ἐρώτηση αὐτὴ ἔκανε ὁ Χριστὸς ἐνῶ «οἱ ὄχλοι
συνέθλιβον αὐτόν». Οἱ γύρω Του κοιτάζουν παραξενεμένοι. Ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι
μαθητὲς δὲν κρατήθηκαν: «Τί λές, Διδάσκαλε, τοῦ εἶπαν∙ τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ σὲ
ἔχουν περικυκλωμένο, σὲ συνθλίβουν καὶ σὺ λές, ποιὸς μὲ ἄγγιξε;». Καὶ ὅμως
κάποιος μὲ ἄγγιξε μ’ ἕναν τρόπο ἐντελῶς ξεχωριστὸ, ἐπιμένει ὁ Χριστός. «Ὅταν εἶδε ἡ γυναίκα ὅτι δὲν διέφυγε τὴν
προσοχή τοῦ Χριστοῦ, ἦλθε μὲ τρόμο, ἔπεσε στὰ πόδια Του καὶ Τοῦ εἶπε μπροστὰ σ’
ὅλο τὸν κόσμο τὴν αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία Τὸν ἄγγιξε, καὶ πῶς ἀμέσως θεραπεύθηκε».
Τὸ ἰδιαίτερο
ποὺ ὑπάρχει στὴν προσέγγιση τῆς πονεμένης ἐκείνης γυναίκας, τὸ ἀποκαλύπτουν
ὁλοζώντανα οἱ λίγες λέξεις ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς γιὰ νὰ περιγράψει
τὴν σκηνή. «Προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ». Ἡ λέξις
«ὄπισθεν» δείχνει περισσότερη προσπάθεια. Κυρίως ὅμως ἀποκαλύπτει σεβασμό,
δέος. Ἄρρωστη γυναίκα αὐτή, ἔσκυψε μέσα στὸ πλῆθος, τὴν ὥρα ποὺ ἐκεῖνο
μετεκινεῖτο, γιὰ νὰ πιάσει τὸ κράσπεδο τοῦ ἱματίου.
Κι αὐτό, διότι
δὲν ἔνοιωθε τὸν ἑαυτό της ἄξιο νὰ κάνει κάτι ἄλλο, νὰ γονατίσει μπροστά στὸν
Χριστό, νὰ Τοῦ μιλήσει, νὰ Τὸν παρακαλέσει, νὰ πιάσει τὸ χέρι Του. Μ’ αὐτὸ τὸν
τρόπο ἄγγιξε τὸν Χριστό ἡ αἱμορροοῦσα: μ’ ἕνα ἀπέραντο δέος. Γι’ αὐτό, παρ’ ὅλο
ποὺ αὐτὴ ἡ ἐπικοινωνία δὲν εἶχε στὴν ἀρχὴ κανένα διάλογο, ἦταν ἀληθινὰ
συγκλονιστικὴ καὶ ἀποτελεσματική. Καὶ ἡ γυναίκα τὴν ἔνοιωσε μ’ ἕνα μοναδικὸ
τρόπο «καὶ ἀμέσως σταμάτησε ἡ αἱμοραγία της». Ἀλλὰ καὶ ὁ Κύριος αἰσθάνθηκε
ἔντονα τὸ γεγονός. «Ἥψατό μου τις», εἶπε, «ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ’
ἐμοῦ». Πιθανῶς σήμερα Κυριακή νά κοινωνήσουμε. Ὄχι
ἁπλῶς θά ἀγγίξουμε,
ἀλλά θά πάρουμε μέσα μας τόν Χριστό. Μήπως ὅμως
στή συνέχεια θά ξαναγυρίσουμε στά παλιά μας πάθη, στίς φωνές καί τούς θυμούς μας,
ἀφήνοντας τίς κακές μας συνήθειες νά μᾶς
κατευθύνουν.
Ὅμως καί ἡμεῖς
σάν πλήθη ἐκείνης τῆς μέρας
τρέχουμε πίσω ἀπό τόν Χριστό. Κάποτε Τόν ἀκουμποῦμε,
πιθανῶς τό κύμα τοῦ ὄχλου
νά μᾶς ρίχνει ἐπάνω
Του νά Τόν «συνθλίβουμε», ὅμως
συνήθως δέν κατορθώνουμε νά ἔχουμε μία
προσωπική, ἀποτελεσματική ἐπαφή. Ἄς Τόν
πλησιάσουμε μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε νά μπορεῖ
νά πεῖ γιά μᾶς «ἤψατό
μου τίς;». Ὅπως ἡ αἱμορροῦσα πού θεραπεύθηκε.
ΕΚ
ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ