Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 30 Αυγούστου 2016

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΜΩΫΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΙΘΙΟΠΟΣ

Αποτέλεσμα εικόνας για βιος αγιου μωυσεως του αιθιοπος

Βίος Αγίου Μωυσή του Αιθίοψ

Ο Άγιος Μωυσής ο Αιθίοπας εορτάζει στις 28 Αυγούστου
Ο μακάριος Μωυσής είναι ένας από τους μεγάλους Οσίους πατέρες της Εκκλησίας μας. Αυτός γεννήθηκε στην Αιθιοπία και όπως είναι φυσικό, το σώμα του ήταν μαύρο, 
λόγω της καταγωγής του.

Ήταν λήσταρχος

Ο Μωυσής αυτός και στην ψυχή ήταν μαύρος. Είχε κακούργα ένστικτα. Δυστυχώς δεν είχε γνωρίσει τον Χριστό νωρίς. Ήταν αλλόφυλος και κακότροπος 
άνθρωπος. Υπηρετούσε ως δούλος ένα πλούσιο άρχοντα. Κατόπιν τον έδιωξε ο άρχοντας για την πολλή κακία του και τις ληστρικές του πράξεις. Δεν μπορούσε να τον υποφέρει. 
Ζούσε, λοιπόν, ο Μωυσής τον ληστρικό βίο. Σαν ληστής λήστευε και φόνευε οποιονδήποτε, χωρίς να υπάρχει αιτία. 

Μετανοεί και γίνεται ασκητής

Αυτός, λοιπόν, ο ληστής κατανύχθηκε από ένα περιστατικό, το οποίον συνέβη εις αυτόν, από την θεία Πρόνοια. Και όχι μόνον πίστεψε με το περιστατικό αυτό, αλλά και βαπτίστηκε. 
Ακόμη και Μοναχός έγινε για να καταπολέμηση τον διάβολο πού προηγουμένως τον κυρίευε. Αποφάσισε να αφιερωθεί στο Θεό για να σώσει την ψυχή του.
Γι αυτό έφυγε από τον κόσμο και την σύγχυση. Μίσησε πια την αμαρτία. Με σταθερή απόφαση αφιερώθηκε στον Θεό ολοψύχως. Απαρνήθηκε τους φίλους, τους συγγενείς του, τα 
χρήματα και όλες τις απολαύσεις του κόσμου τούτου. Επήγε αμέσως στην Σκήτη των μοναχών. Ζητούσε τόπο ήσυχο και απάτητο. Ήθελε ησυχία για να κλάψει τις αμαρτίες του και 
να προσευχηθεί για την σωτηρία του. Βρήκε μια σπηλιά μέσα σ’ έναν έρημο τόπο. Εκεί έμεινε για να αγωνίζεται τον καλόν αγώνα της πίστεως. 

Τι τον χρειάζεσαι τέτοιο ανόητο

Κάποτε θέλησε ένας μεγάλος Άρχοντας να συνομιλήσει με τον Άγιο και να λάβει την ευλογία του. Πήρε λοιπόν, τους δούλους και υπηκόους του για να τον υπηρετούν. Ανέβηκε στο 
άλογο του και ξεκίνησε για τη Σκήτη. Έφθασε στο Κυριακό, το Κεντρικό Μοναστήρι. Προσκύνησε και άφησε δώρα μεγαλοπρεπή για τους πατέρες. Μετά τους ερώτησε με μεγάλο 
ενδιαφέρον, πού είναι ο Μωυσής. Οι πατέρες του έδειξαν το δρόμο. Μετέβαινε λοιπόν χαίρων να βρει τον ποθούμενο Άγιο.
Ο Όσιος όμως είδε από μακριά τον Άρχοντα να έρχεται και γνώρισε από Πνεύμα Άγιον, ότι γι αυτόν ερχόταν. Αμέσως βγήκε από την Σκήτη και βάδιζε στο δρόμο προσποιούμενος, 
ότι ήταν οδοιπόρος. Συνάντησε τον Άρχοντα και τον ερώτησε ο Άρχοντας, που κατοικεί ο Αββάς Μωυσής, ο περιβόητος. Ο Όσιος του απάντησε: —Τί τον χρειάζεσαι τέτοιον κουτό; 
Αυτός είναι ανόητος. Έχει δαιμόνιο, θα ζημιωθείς εάν μιλήσεις με τέτοιον ανόητον άνθρωπον. Γύρισε, Χριστιανέ μου, πίσω και μη κοπιάζεις άδικα. Κρίμα πού έκαμες τόσον κόπο.
Όταν άκουσε αυτά ο Άρχοντας επέστρεψε αμέσως στο Κυριάκο της Σκήτης. Τα ανέφερε όλα στους πατέρες. xristianos.gr Οι Μοναχοί λυπήθηκαν και σκέπτονταν, ποιος ήταν 
εκείνος, πού κατηγόρησε έτσι τον Όσιο. Αλλά ερώτησαν τον Άρχοντα τί λογής άνθρωπος ήταν εκείνος, πού συνάντησε.
Ήτανε, τους είπε, ένας ψηλός στο ανάστημα και μαύρος στο πρόσωπο. Επίσης ήταν και ρακένδυτος. Οι πατέρες τότε φώναξαν όλοι μαζί:
Αυτός ήταν ο Μωυσής! Το έκανε αυτό, για να αποφύγει την συνομιλία σου και έτσι να αποφύγει την ανθρώπινη εκτίμηση και τους επαίνους.
Τότε κατάλαβε ο Άρχοντας, ότι ήταν ο Μακάριος Μωυσής εκείνος πού συνάντησε. Θαύμασε την αρετή του και πολλά ωφελήθηκε από αυτόν. Αναχώρησε κατόπιν από την Σκήτη, 
χωρίς να τον ενοχλήσει, επειδή αγαπούσε την ησυχία και απέφευγε την επίδειξη

Τά ἔξωθεν ἐλευκάνθησαν ἤ τά ἔσωθεν;

Τόσο όμως έφτασε σε αρετή, ώστε αξιώθηκε να λάβει και το αξίωμα της Ιερωσύνης. Διότι ο Επίσκοπος, όταν έμαθε την θαυμάσια πολιτεία του και την αγία ζωή του, θέλησε να τον 
στολίσει με της Ιερωσύνης το αξίωμα. Όταν σε μια γιορτή κατέβηκε στο Κυριακό, τον χειροτόνησε ιερέα, χωρίς να θέλει ο Όσιος. Έπειτα ο Επίσκοπος του είπε :
—Τώρα Αββά Μωυσή άσπρισες. Έγινες ολόλευκος.
Ο Μωυσής του απήντησε με πραότητα.
—Πάτερ πατέρων, τα έξωθεν ελευκάνθησαν ή τα έσωθεν; Θαύμασε ο Αρχιερεύς την συνετή απόκριση. Τότε αποχαιρέτησαν τον Άγιο και έφυγαν.

«Φύγε σκυλάραπα»

Κάποτε θέλησε να τον δοκιμάσει ο Επίσκοπος για να φανεί η ταπείνωσή του και να γίνει παράδειγμα στους άλλους. Παρήγγειλε εις τους Κληρικούς εις μίαν μεγάλη πανηγύριν, όταν 
έρθει ο Μωυσής για να συλλειτουργήσουν όλοι μαζί να τον διώξουν. Έτσι να τον στενοχωρέσουν. Όταν ήρθε ο άξιος της Ιερωσύνης εις το ιερατείον για να φορέσει τα άμφιά του, τον 
ύβρισε ένας λέγοντας του:
—Φύγε από εδώ, ασχημομούρη, του κόσμου το περιγέλασμα, σκυλάνθρωπε. Δεν είσαι συ άξιος να σταθείς μαζί μας. Φύγε, σκυλάραπα.
Αμέσως απεχώρησε ο Μωυσής χωρίς να ταραχθεί και έφυγε για το κελί του. Έστειλε όμως ο Επίσκοπος ένα να τον παρακολουθήσει από πίσω του. Για να δει εάν θύμωσε. Άκουσε 
όμως εκείνος τον Μωυσή να επιπλήττει τον εαυτό του και να λέγει:
—Δεν σου το έλεγα, μελανέ, και ασχημοδέρματε, ότι δεν είσαι άξιος να συνομιλείς προς τους ανθρώπους; Καλά σου έκαμε και σε έβρισε. Σε είπαν σκυλάραπα. Σκύλος είσαι.
Αυτά όμως, όταν τα άκουσε εκείνος, πού τον ακολουθούσε πίσω του, πήγε και τα ανάφερε στον Επίσκοπο και εις το Ιερατείο. Τότε έστειλαν οι άνθρωποι και τον παρεκάλεσαν να 
επιστρέψει και να συλλειτουργήσει. Ο ευλογημένος Μωυσής πήγε, χωρίς καθόλου να ταραχθεί η καρδιά του. Στο τέλος τον ρώτησε ο Επίσκοπος:
Τίποτε απάντησε.
— Αμαρτωλός είμαι, χειρότερος και από το σκυλί. Το σκυλί το διώχνεις και φεύγει. Το ξανακαλείς και έρχεται..
Έκτοτε καθόλου δεν τον πείραξαν, γνωρίζοντας την ακακία και απλότητά του. Τον παρακαλούσαν, μάλιστα, να τους διηγείται ψυχωφελή και, σωτήρια παραδείγματα.

Η διδασκαλία του

Ο Άγιος Μωυσής τους δίδασκε να έχουν ταπείνωση διότι η ταπείνωσης ταπεινώνει τους δαίμονες, και η κενοδοξία τους υψώνει. Όποιος δεν έχει ταπείνωση εμπαίζεται από τον 
δαίμονα. Επίσης τους παρακαλούσε να προσεύχονται και σκέπτονται την αμαρτωλότητά τους, διότι, εάν δεν σκέπτονται την αμαρτωλότητα, η προσευχή δεν ακούγεται στον Κύριον, 
ούτε λαμβάνει άφεση και χάριν από Αυτόν. Επίσης να μη κρίνουν τους άλλους, διότι έτσι ακολουθούν την εντολή του Κυρίου «Μή κρίνετε, ἴνα μή κριθῆτε». Έτσι θα είσαστε βέβαιοι, 
ότι θα σωθείτε.
—Μάθετε, τους έλεγε, ότι είναι αδύνατον να λέγεται κανείς Χριστιανός, εάν δεν αγαπήσει πραγματικά τον Χριστό, καταφρονώντας όλα τα ανθρώπινα πράγματα, τις τιμές και τις 
απολαύσεις, χάριν Αυτού. Επίσης πρέπει να έχει απλότητα, πραότητα, ευλάβεια εις τον Θεόν και αγάπη πραγματική εις όλους τους ανθρώπους. Να με συγχωρείτε αδελφοί, 
προσέθεσε, και να παρακαλείτε τον Θεόν και για μένα τον ανάξιο και μαύρο εις την ψυχή και εις το σώμα, πού τόλμησα να εκφράσω τους λόγους αυτούς προς εσάς, πού είσθε 
ανώτεροι μου.
Έκανε μεγάλους αγώνας και άσκηση, ώστε και πολλούς από τους συντρόφους του και τους κλέφτες και τους ληστές, με το παράδειγμά του τους έκανε να γνωρίσουν την αλήθεια 
του Χριστού, να βαπτισθούν και να μετανοήσουν. Έζησε 75 έτη στον πρόσκαιρο αυτό κόσμο. Από τότε πού γνώρισε τον Χριστό έζησε βίο αγγελικό.

Εν μαχαίρα αποθανούνται

Αξιώθηκε όμως τον στέφανο του Μαρτυρίου. Αυτό έγινε ως εξής:
Καθώς καθόταν μια μέρα στην Σκήτη, με άλλους επτά αδελφούς. Προγνώρισε, διά της θείας χάριτος, τί έμελλε, τι επρόκειτο εις αυτόν να συμβεί.
—Σήμερον βάρβαροι έρχονται και σεις να φύγετε, για να μη σας φονεύσουν, τους είπε.
Οι επτά αδελφοί όταν άκουσαν τα Προφητικά λόγια του Αγίου Μωυσή τον ρώτησαν:
—Εσύ δεν θα φύγεις;
—Εγώ έχω τόσα χρόνια, τους είπε, πού περιμένω πότε να έλθει η ημέρα αυτή για να πληρωθούν τα λόγια του Κυρίου, πού λέγουν, ότι «πάντες οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρα 
ἀποθανοῦνται». Και τώρα να φύγω χωρίς τον στέφανον; Τότε και οι επτά αδελφοί ασκητές απήντησαν, ότι και αυτοί δεν φεύγουν, αλλά θα μείνουν μαζί του για να αποθάνουν μαζί 
του. Ο Μωυσής αποκρίθηκε.
—Έκαστος γνωρίζει τις πράξεις του και κάμετε, όπως σας φωτίσει ο Κύριος. Αλλά να! Έφτασαν οι Βάρβαροι.
Τότε ένας από αυτούς κρύφτηκε πίσω από την πόρτα. Αυτός έμεινε ζωντανός και έτσι διηγήθηκε αυτά, πού συνέβησαν. Όταν ήλθαν οι βάρβαροι φόνευσαν με ξίφος τον Μωυσή και 
τους άλλους έξι. Κατόπιν άρπαξαν ότι τους χρειαζόταν και έφυγαν. Τότε ο ένας, πού έμεινε κρυμμένος, είδε επτά στεφάνια, πού έπεσαν από τον ουρανό και στεφάνωσαν τους 
Μάρτυρες Οσίους.
Τέτοιο τέλος είχεν ο τρισμακάριος Μωυσής, ο οποίος άφησε εβδομήντα μαθητές. Αυτόν ας μιμηθούμε και εμείς οι αμαρτωλοί και ας κάνουμε αληθινή μετάνοια, για να λάβουμε 
συγχώρεση από τον Ιησού Χριστό και να μη χάσουμε την Ουράνια Βασιλεία Του.

Απολυτίκιο:
Ήχος πλ. Α
. Τον συνάναρχον Λόγον.
Των παθών καταλείψας Πάτερ την Αίγυπτον, των αρετών εν τω όρει ανήλθες πίστει θερμή, τον Σταυρόν τον του Χριστού άρας επ” ώμων σου, και δοξασθείς περιφανώς τύπος ώφθης Μοναστών, Μωσή Πατέρων ακρότης, μεθ” ων απαύστως δυσώπει ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.


Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2015

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΟΥ

Βίος Αγίου Ευσταθίου

Ο Άγιος Ευστάθιος η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη του στις 20 Σεπτεμβρίου μαζί με την σύζυγο του Θεοπίστη και τα παιδιά του Αγάπιο και Θεόπιστο.


Zoom in (real dimensions: 350 x 475)
Zoom out


Ήταν αξιωματούχος εξαίρετος, διακεκριμένος. Ήταν επίσης ξακουστός για την υψηλή καταγωγή του και τα άφθονα πλούτη του... Ήταν εγκρατής στις επιθυμίες του. Δεν επέτρεπε στις ορέξεις του σώματος του να κυριαρχούν. Ήταν σώφρων Αγαπούσε την δικαιοσύνη. Έκανε ότι μπορούσε για ν’ ανακουφίσει τον πόνο και τη δυστυχία των φτωχών. Ήταν με μια λέξη ενάρετος. Ο Πλακίδας είχε δύο γιούς, πού του μοιάζανε στην αρρενωπή σωματική διάπλαση και στο χαρακτήρα. Είχε και την ενάρετη γυναίκα του πού ονομαζόταν Τατιανή.

Μια μέρα είχε βγει με τους στρατιώτες στο δάσος για κυνήγι. Ξαφνικά βλέπει ανάμεσα στους πυκνόφυλλους θάμνους εκεί κοντά του ένα μεγαλόσωμο ελάφι Πλημμυρίζει από χαρά ο στρατηγός και μονολογεί:
- Μάλιστα! Αυτό είναι κυνήγι... Δεν πρέπει να το χάσω! Το ελάφι όμως αρχίζει να τρέχει. Δρασκελίζει τους θάμνους μ’ ευκολία και φεύγει. Ο στρατηγός Πλακίδας κάνει συναγερμό στους στρατιώτες του και καβάλα όπως είναι στο άλογο του, ακολουθεί κατά πόδι το ελάφι.
Ξαφνικά, ενώ ίδρωτας λούζει τον ίδιο και το άλογό του, φθάνουν μπροστά σ’ ένα χάσμα. Είναι ένα αδιάβατο σημείο. Ένας επικίνδυνος απότομος λάκκος. Και το σημείο αυτό το περνάει εύκολα το ελάφι.

Αντιθέτως, για το άλογο είναι αδύνατο το πέρασμα. Κοιτάζει επίμονα ο στρατηγός να βρει κάποιο άλλο σημείο για να συνέχιση το κυνήγι του.
Ξαφνικά καθώς κοιτάζει προς την κατεύθυνση του ελαφιού και τα χάνει. Το ελάφι είναι εκεί απέναντι του, στην αντίπερα όχθη του λάκκου. Στέκεται εκεί σαν ήμερο. Ο στρατηγός αρχίζει ξαφνικά να χλωμιάζει και μένει εκστατικός, διότι τώρα βλέπει και κάτι άλλο. Στη μέση των κεράτων του ελαφιού βλέπει να λαμποκοπάει ένας Σταυρός.
Ο Σταυρός είχε επάνω του την θεία μορφή του Εσταυρωμένου Χριστού και άστραφτε σαν τον ήλιο.
Πάνω στην ταραχή του ακούει ο στρατηγός από το σημείο του Σταυρού μια φωνή να του λέγει:
- Γιατί, Πλακίδα με διώκεις; Εγώ είμαι ο Χριστός, τον οποίον συ τιμάς με τάς έργα και την αρετή σου, αν και δεν με γνωρίζεις, μολονότι, δεν είσαι χριστιανός!... Για σένα, ώ ΓΙλακίδα, φανερώθηκα πάνω στο ζώο. Πρέπει να γνωρίζεις, ότι είναι πάντοτε μπροστά μου οι καλοσύνες σου και οι ελεημοσύνες πού κάνεις. Ήρθα, λοιπόν, εδώ για να σε αμείψω για την αρετή. Ήρθα να σε πιάσω στα δίχτυα της φιλανθρωπίας μου. Δεν είναι σωστό εσύ ο καλός και δίκαιος να μένεις στην πλάνη των ειδώλων και να λατρεύεις αναίσθητα αντικείμενα...

Ο στρατηγός συγκλονισμένος από το όραμα και την θεϊκή φωνή, δεν μπορεί να συγκρατηθεί στο άλογό του και πέφτει στη γη. Ύστερα από λίγο συνέρχεται. Παίρνει θάρρος. Κοιτάζει ολόγυρα του και φωνάζει με δυνατή φωνή.
— Ποιος είσαι συ, πού μου μιλάς; Τίνος είναι η φωνή πού ακούω; Πες ποιος είσαι. Φανερώσου σ' εμένα για να σε πιστέψω!
Τότε ακούστηκε επιγραμματική η φωνή του Κυρίου:
— Είμαι ο δημιουργός του Ουρανού και της γης, Πλακίδα... Είμαι ο Χριστός πού σταυρώθηκα, πού τάφηκα και αναστήθηκα εκ νεκρών...
Σεισμός ψυχοσωτήριος γίνεται εκείνη την στιγμή στη ζωή του στρατηγού. Συγκινημένος και ταραγμένος δεν ξέρει πώς να ευχαριστήσει τον Κύριο. Το πρόσωπο του πέφτει στο χώμα και γεμάτο ευγνωμοσύνη και πίστη ομολογεί τον Χριστό:
— Πιστεύω, Κύριε, ότι πράγματι Συ είσαι ο κτίστης και Δημιουργός του κόσμου. Πιστεύω ότι Συ είσαι ο μόνος αληθινός Θεός και κανείς άλλος!... Και τότε ακούει ο στρατηγός την θεία φωνή να του λέγει:
— Και τώρα, πού όπως λέγεις πιστεύεις, πήγαινε στον Αρχιερέα της Πατρίδος σου να βαπτιστής χριστιανός, όπως βαπτίζονται τόσοι και τόσοι...
Αναθαρρεί τότε ο στρατηγός και ρωτάει αν μπορεί, αν επιτρέπεται ν’ ανακοινώσει όλα αυτά στην οικογένειά του για να πιστέψουν στο Χριστό και η γυναίκα του και τα παιδιά του.
— Ναι, του απαντάει η θεία φωνή. Να βαπτισθείτε όλοι και έπειτα να ξαναέρθεις εδώ για να σού φανερώσω τί θα σού συμβεί εις το μέλλον...


Zoom in (real dimensions: 599 x 840)
Εικόνα

Συγκινημένος από το όραμα και τα λόγια του Χριστού έφθασε το βράδυ στο σπίτι του ο Πλακίδας. Άρχισε έπειτα γεμάτος παλμό να διηγείται όσα είδε και άκουσε την ημέρα εκείνη. Η γυναίκα του τον άκουγε με προσοχή και χωρίς να χάσουν χρόνου έτρεχαν στον Αρχιερέα για να τους βαπτίσει.
Βάπτισε πρώτα τον στρατηγό Πλακίδα, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος... και του έδωσε το χριστιανικό όνομα Ευστάθιος. Ακολούθως βάπτισε την Τατιανή και της έδωσε το νέο όνομα Θεοπίστη. Εν συνεχεία βαπτίστηκαν τα παιδιά τους τα οποία ονομάσθηκαν Αγάπιος και Θεόπιστος.

Λουσμένος με τη χάρι του Θεού πλέον ο Ευστάθιος έτρεξε προς το σημείο όπου είχε δει το όραμα. Πήγε, λοιπόν και γονάτισε εκεί απ’ όπου είχε ακούσει την προηγουμένη ημέρα την θεία φωνή. Γονάτισε μπρούμητα κλαίγοντας και ευχαριστώντας τον Θεό.
Άκουσε τότε την γνώριμη υπερκόσμια φωνή να του λέγει:
— Ευτυχής είσαι Ευστάθιε, διότι δέχθηκες το σωτήριο Βάπτισμα και κατετσάκισες την δύναμη του πονηρού διαβόλου. Να ξέρης όμως ότι ο διάβολος θα σου κηρύξει σκληρό πόλεμο. Δεν θα πάψει να σού προετοιμάζει πειρασμούς. Σχέδιο του και σκοπός του είναι να σε αναγκάσει να βλασφημήσεις, ν’ αρνηθείς την πίστη σου και να κολασθείς αιώνια.
Θα πάθεις όσα ο Ιώβ τον καιρό εκείνο, τελικώς όμως θα νικήσεις τον διάβολο...
— Αγωνίσου με ανδρεία Ευστάθιε υπέρ των καλών έργων. Η χάρις μου θα σε συνοδεύει και σένα και την συντροφιά σου και θα φυλάξει τις ψυχές σας από τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού...

Ο φθονερός Σατανάς κηρύττει ανοικτό πόλεμο εναντίον του. Ένα είδος χολέρας πέφτει στο μέρος εκείνο και οι δούλοι του καθώς και οι συγγενείς του πεθαίνουν. Δεν απογοητεύεται ο Άγιος. Δίνει κουράγιο στη γυναίκα του και στα παιδιά του... Προτού όμως συνέλθει από το κτύπημα αυτό πέφτει μια άλλη αρρώστια και ψοφάνε όλα τα ζωντανά του... Για ν’ απαλύνει την θλίψη, πού απλώνεται από τα αλλεπάλληλα κτυπήματα, παίρνει την οικογένειά του και πηγαίνει στην εξοχή. Κατά την διάρκεια της απουσίας εκείνης όμως, μπαίνουν κλέφτες στο σπίτι τους και το ερημώνουν. Έτσι από πλούσιοι έμειναν φτωχοί και αξιολύπητοι!

Έπιασε λοιπόν λιμάνι η οικογένεια και μπαρκάρησε για την Αίγυπτο. Ο Πλοίαρχος ζήτησε από τον άγιο υπέρογκα ναύλα. Έκανε εκβιασμό γιατί του άρεσε η Θεοπίστη και ήθελε να την κρατήσει σκλάβα του. Οι παρακλήσεις του Αγίου Ευσταθίου και οι υποσχέσεις δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Ο Άγιος επιμένει αγωνίζεται να σώσει την γυναίκα του. Τελικώς τον κατεβάζουν στο πρώτο λιμάνι βίαια με τα δύο παιδιά του. Τότε εκείνος, τα παιδιά του και η γυναίκα του κλαίνε γοερά και σπαραξικάρδια για τον φοβερό χωρισμό.

Καθώς προχωρούσαν έπεσαν πάνω στην κοίτη ενός ποταμού πού είχε πολύ νερό. Το ποτάμι αυτό έπρεπε να το προσπεράσουν και γέφυρα δεν υπήρχε πουθενά. Τότε ο Άγιος έκανε το σταυρό του πήρε το ένα παιδί και το έβαλε στην απέναντι όχθη. Γύρισε εν συνεχεία να πάρει και το άλλο. Ενώ δε βρισκόταν στο μέσον του πλάτους του ποταμού, βλέπει ένα λιοντάρι αγριεμένο να ορμάει και του αρπάζει το ένα παιδί. Κι εκεί πού αυτός κραυγάζει απελπισμένος, μη μπορώντας τίποτε άλλο να κάμει συμβαίνει κάτι πιο απελπιστικό.
Ένας μεγαλόσωμος λύκος του αρπάζει από την όχθη και το δεύτερο παιδί του το μικρότερο. Το αρπάζει και φεύγει, εξαφανίζεται σαν αστραπή μέσα στο δάσος.
Έκλαιγε σαν άνθρωπος, στον μεγάλο πόνο του, έκανε ευλαβικά τα παράπονα του στο Θεό, αλλά τελικά με θερμή προσευχή Τον παρεκάλεσε λέγοντάς:
— Κύριε, δός μου θάρρος και υπομονή. Θέλω και τώρα στις δύσκολες στιγμές να μείνω μαζί Σου, να είμαι δικό Σου. Κύριε μη με εγκαταλείψεις. Προστάτεψε την γυναίκα μου και σώσε τα παιδιά μου. Κάνε το θαύμα σου. Βοήθησέ με να ξαναβρώ την οικογένειά μου.
Περπατώντας μέρες ολόκληρες, νηστικός, άυπνος και συντετριμμένος έφθασε σε κάποια πόλη πού την λέγανε Βάδησσο. Εκεί στάθμευσε ο Άγιος και έπιασε δουλειά για να βγάζει το ψωμί του.

Το λιοντάρι όταν απομακρύνθηκε από την όχθη το κυνήγησαν μερικοί βοσκοί και έσωσαν το παιδί από τα αιμοχαρή δόντια του. Το ίδιο συνέβη και με τον λύκο. Τον είδαν μερικοί γεωργοί πού κρατούσε το παιδί στο στόμα και τον κυνήγησαν επιμόνως. Τελικώς και ο λύκος πιεζόμενος εγκατέλειψε και το άλλο παιδί του Αγίου σώο. Το ένα, λοιπόν, από τα παιδιά μεγάλωσε μέσα στους τσοπάνους και το άλλο στους γεωργούς.
Αλλά και η γυναίκα του Αγίου γλύτωσε από την ατίμωση, διότι ο πλοίαρχος κατά θεία οικονομία αρρώστησε βαριά την ίδια μέρα πού κατέβασαν τον άγιο Ευστάθιο και τα παιδιά του από το καράβι και έτσι δεν μπόρεσε να εκπληρώσει την αισχρή επιθυμία του. Όταν μάλιστα έφθασε στην Πατρίδα του πέθανε ο αμαρτωλός εκείνος εκβιαστής.


Zoom in (real dimensions: 300 x 354)
Εικόνα

Ο Αυτοκράτορας Τραϊανός έδωσε εντολή να βρουν τον Πλακίδα για να είναι επικεφαλής στον πόλεμο κατά των βαρβάρων που απειλούσαν την Ρώμη.
Ο άγιος επειδή είδε ότι υπήρχε λίγος στρατός έδωσε διαταγή να στρατολογηθούν και άλλοι, ανάμεσα σε αυτούς που στρατολογήθηκαν ήταν και οι δύο υιοί του. Ο Άγιος εν τω μεταξύ σημείωσε μεγάλες επιτυχίες στην εκστρατεία του εκείνη. Πολλές πόλεις, φρούρια κι οχυρά ελευθέρωσε. Έπειτα αφού πέρασε τον ποταμόν Χρύσπιν, κατεκυρίευσε την χώρα, φθάνοντας στην πόλη, πού ήταν η Θεοπίστη. Έστησε δε κατά θεία συγκυρία την σκηνή του στον κήπο της Θεοπίστης, διότι αυτό ήταν κτήμα του άρχοντα και πλουσίου πλοιάρχου, πού είχε κατακρατήσει την Θεοπίστη στο πλοίο και ο οποίος είχε πεθάνει. Εκεί με την Θεία Οικονομία η οικογένεια αναγνώρισε ο ένας τον άλλον και ξαναέσμιξε.

Μετά το επιτυχές τέλος των επιχειρήσεων ο Άγιος σταμάτησε τον πόλεμο και γύρισε θριαμβευτής στην Ρώμη. Εν τω μεταξύ είχε πεθάνει ο αυτοκράτορας Τραϊανός και στο θρόνο είχε ανεβεί ο ανεψιός του Αδριανός, γνωστός για το μίσος πού έτρεφε εναντίον των Χριστιανών. Εκείνος βγαίνει να τον υποδεχθεί και να τον συγχαρεί. Τον συμβούλεψε δε να θυσιάσει στον Απόλλωνα και τους άλλους θεούς, διότι του έκανε αυτές τις ευεργεσίες.
Τότε ο Ευστάθιος, ο σταθερός εκείνος και αδαμάντινος οπαδός του Χριστού, γεμάτος ηρωικό μεγαλείο, γεμάτος θάρρος, και πίστη αληθινή ομολογεί τον Ιησούν Χριστόν λέγοντας:
— Είμαι Χριστιανός αυτοκράτορα. Πιστεύω στο Θεό των Χριστιανών. Μην ελπίζεις λοιπόν, από μένα θυσίες στα ειδωλικά ξόανα, στα σιχαμερά κατασκευάσματα των ανθρώπων.
Ο Αδριανός διέταξε τότε οργισμένος να του βγάλουν την στολή του στρατηγού και συγχρόνως με διάφορα λόγια προσπαθούσε να τους πείσει όλους ν’ αλλάξουν γνώμη, αλλά όλοι τους, όλη η οικογένεια ήταν σταθερή. Μετά απ’ αυτά, τους έβαλε σε μια πεδιάδα κι άφησαν ένα λιοντάρι πεινασμένο να τους κατασπαράξει. Το λιοντάρι τρέχοντας, έφθασε κοντά τους, αλλά δεν τους πείραξε καθόλου. Τουναντίον, γύριζε χαρούμενο γύρω τους σαν ήμερο σκυλάκι.
Στη συνέχεια διατάσσει ο Αυτοκράτορας να κάψουν ένα μεγάλο χάλκινο βόδι και να τους βάλουν μέσα. Έτσι κι έγινε. Προηγουμένως όμως οι Άγιοι εκείνοι και γενναίοι του Χριστού Μάρτυρες παρεκάλεσαν τους στρατιώτες, να προσευχηθούν. Προσευχήθηκαν στο Θεό να τους δώσει δύναμη για να υποφέρουν τα βασανιστήρια και να θάψουν τα σώματά τους όλα μαζί.
Μετά τρεις μέρες άνοιξαν το χάλκινο βόδι κι είδαν με έκπληξη ότι οι μεν ψυχές τους είχαν ταξιδέψει στην αιώνια και ευτυχισμένη κατοικία των ουρανών, αλλά ούτε μία τρίχα δεν είχε θιγή από τα λείψανα των Αγίων. Είδε αυτά ο Αδριανός, φοβήθηκε κι έφυγε.
Ο κόσμος μόλις είδε το θαύμα, φώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής του:
— Μεγάλος ο Θεός των Χριστιανών. Αυτός μόνον είναι Θεός αληθινός και κανείς άλλος!
Οι χριστιανοί εκμεταλλεύτηκαν το θόρυβο και τη σύγχυση και πήραν τα λείψανα των Αγίων και τους ενταφίασαν μαζί. Όπως ήταν και η επιθυμία τους.


Ἀπολυτίκον. Ἦχος ἅ΄.

  Τῆς ἔρημου πολίτης Ἀγρευθεῖς οὐρανόθεν πρός εὐσέβειαν ἔνδοξε, τή τοῦ σοί ὀφθέντος δυνάμει, δί’ ἐλάφου, Εὐστάθιε, ποικίλους καθυπέστης πειρασμούς, καί ἤστραψας ἐν ἄθλοις ἱεροῖς σύν τή θεία σου συμβίω καί τοῖς υἱοῖς φαιδρύνων τούς βοώντας σοί• δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δείξαντι σέ ἐν παντί, Ἰώβ παμμάκαρ δεύτερον.

ΠΗΓΗ:www.xristianos.gr

Τρίτη 4 Αυγούστου 2015

Ο ΘΑΥΜΑΣΤΟΣ ΒΙΟΣ ΤΩΝ ΕΝ ΕΦΕΣΩ ΑΓΙΩΝ ΕΠΤΑ ΠΑΙΔΩΝ

Αποτέλεσμα εικόνας για βιος αγιων επτα παιδων εν εφεσω

Οι άγιοι επτά Παίδες, Μαξιμιλιανός, Εξακουστωδιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ιωάννης και Κωνσταντίνος, έζησαν κατά την εποχή του αυτοκράτορα Δεκίου (249-251 μ.Χ.). Οι νέοι αυτοί, μόλις βρήκαν την κατάλληλη ευκαιρία και ύστερα από συνετή σκέψη και εκτίμηση, μοίρασαν τα υπάρχοντά τους στους φτωχούς και μπήκαν και κρύφτηκαν μέσα σε ένα σπήλαιο. Εκεί, αφού προσευχήθηκαν να λυθούν από τα δεσμά του σώματος και να μην παραδοθούν στον αυτοκράτορα Δέκιο, παρέδωσαν τις ψυχές τους στο Θεό. Ο Αυτοκράτορας δε, όταν επέστρεψε στην Έφεσο, τους αναζήτησε, για να τους αναγκάσει να προσφέρουν θυσίες στα είδωλα. Μόλις όμως έμαθε ότι εκείνοι είχαν πεθάνει στο σπήλαιο, πρόσταξε και έφραξαν με μανδρότοιχο το στόμιο του σπηλαίου αυτού.

Έκτοτε λοιπόν πέρασαν εκατόν ενενήντα τέσσερα έτη και φτάνουμε μέχρι το τριακοστό όγδοο έτος της βασιλείας του Θεοδοσίου Β΄ του Μικρού (408-450 μ.Χ.), ήτοι μέχρι το έτος 446 μ.Χ. Τότε εμφανίστηκε στους κόλπους του Χριστιανισμού μια αίρεση, η οποία δε δεχόταν το δόγμα της αναστάσεως των νεκρών. Η αίρεση αυτή, στην οποία είχαν προσχωρήσει και μερικοί επίσκοποι, προκαλούσε μεγάλη αναταραχή και αναστάτωση στην Εκκλησία. Ο δε Αυτοκράτορας, βλέποντας την αναστάτωση αυτή της Εκκλησίας του Θεού, δεν ήξερε τι να κάνει. Όμως δεν απελπίστηκε, αλλά, αφού φόρεσε έναν τρίχινο σάκο και κάθισε κατά γης, θρηνούσε και παρακαλούσε το Θεό να του φανερώσει τον τρόπο διάλυσης της αίρεσης.

Ο Κύριος λοιπόν δεν παρέβλεψε τα δάκρυα του Αυτοκράτορα και ικανοποίησε το αίτημά του με τον ακόλουθο τρόπο: Ο κύριος του όρους, στο οποίο βρισκόταν το σπήλαιο των αγίων επτά Παίδων, θέλησε κατά τον καιρό εκείνο να χτίσει μαντρί για το ποίμνιό του. Έτσι λοιπόν, παίρνοντας επί δύο ημέρες πέτρες από τον μανδρότοιχο του σπηλαίου, για να οικοδομήσει το μαντρί του, ανοίχτηκε το στόμιο του σπηλαίου αυτού. Τότε ακριβώς, με προσταγή του Θεού, αναστήθηκαν οι άγιοι επτά Παίδες, που είχαν πεθάνει μέσα στο σπήλαιο αυτό, και συνομιλούσαν μεταξύ τους, σαν να είχαν κοιμηθεί την προηγούμενη ημέρα. Τα σώματά τους δε δεν είχαν αλλοιωθεί στο παραμικρό και τα ενδύματά τους δεν είχαν φθαρεί ούτε σαπίσει από την υγρασία του σπηλαίου, αν και είχαν περάσει εκατόν ενενήντα τέσσερα χρόνια.

Μετά την ανάστασή τους οι άγιοι επτά Παίδες είχαν έντονο στη μνήμη τους το γεγονός ότι ο Δέκιος ζητούσε να τους τιμωρήσει και περί αυτού ακριβώς συνομιλούσαν μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, ο Μαξιμιλιανός έλεγε προς τους άλλους: “Και αν συλληφθούμε, αδελφοί, ας σταθούμε γενναίοι και να μην προδώσουμε την ευγένεια της πίστης μας. Εσύ δε, αδελφέ Ιάμβλιχε, πήγαινε να αγοράσεις άρτους, πλην όμως περισσότερους. Γιατί χθες το βράδυ έφερες λίγους, και κοιμηθήκαμε σχεδόν πεινασμένοι. Επιπλέον προσπάθησε να μάθεις τι σκέφτεται για εμάς ο Δέκιος”.

Όταν λοιπόν ο Ιάμβλιχος πήγε στην πόλη, είδε στην πύλη το σημείο του Σταυρού. Το γεγονός αυτό του προκάλεσε έκπληξη και θαυμασμό. Βλέποντας δε το Σταυρό και σε άλλους τόπους, καθώς επίσης και τα κτίρια να διαφέρουν από εκείνα που ήξερε και τους ανθρώπους επίσης κάπως διαφορετικούς, νόμισε ότι βλέπει όραμα ή ότι περιέπεσε σε έκσταση. Πήγε όμως στους αρτοπώλες, πήρε τους απαραίτητους άρτους και, αφού έδωσε τα χρήματα που έπρεπε, έσπευδε να επιστρέψει στο σπήλαιο. Ενώ λοιπόν ετοιμαζόταν να φύγει, είδε τους αρτοπώλες να δείχνουν ο ένας στον άλλο το ασημένιο νόμισμα, να κοιτάζουν προς αυτόν και να λένε ότι αυτός βρήκε κάποιο θησαυρό, αφού το νόμισμα που τους έδωσε για τους άρτους είχε στην επιφάνειά του τυπωμένη την εικόνα του αυτοκράτορα Δεκίου, ο οποίος είχε πεθάνει προ πολλού (πριν από 194 χρόνια).

Μετά από το γεγονός αυτό ο Ιάμβλιχος τρόμαξε πολύ και έμεινε άφωνος, νομίζοντας ότι αυτοί τον αναγνώρισαν και θα τον συνελάμβαναν για να τον παραδώσουν στον αυτοκράτορα Δέκιο. Έπεσε λοιπόν στα πόδια τους και τους παρακαλούσε λέγοντας: “Σας παρακαλώ, κύριοί μου, έχετε στα χέρια σας το αργύριό μου, πάρτε πίσω και τους άρτους σας. Μόνο αφήστε με να φύγω”. Οι αρτοπώλες τού απάντησαν: “Δείξε μας το θησαυρό που βρήκες και δώσε και σ’ εμάς μερίδιο απ’ αυτόν. Αλλιώς σε παραδίνουμε στο θάνατο”. Και συγχρόνως με τα λόγια αυτά του πέρασαν αλυσίδα στο λαιμό και τον έσυραν στη λεωφόρο (στον κεντρικό και μεγάλο δρόμο της πόλης). Εν συνεχεία τον οδήγησαν στον ανθύπατο προς ανάκριση. Εκείνος, μόλις τον είδε, του είπε: “Πες μας, νέε, πώς βρήκες το θησαυρό, πόσος είναι και πού βρίσκεται”. Ο Άγιος τού απάντησε: “Εγώ δε βρήκα ποτέ κανένα θησαυρό. Το νόμισμα που έδωσα στους αρτοπώλες το είχα από τους γονείς μου. Δεν ξέρω λοιπόν τι συμβαίνει με μένα τώρα”. Ο ανθύπατος τότε τον ρώτησε: “Από ποια πόλη είσαι;”. Ο Ιάμβλιχος απάντησε: “Από αυτήν, αν αυτή είναι η Έφεσος”. Τότε ο ανθύπατος είπε: “Ποιοι είναι οι γονείς σου; Ας έλθουν εδώ και, αν διαπιστωθεί η αλήθεια, θα σε πιστέψουμε”. Ο Άγιος του απάντησε: “Ο δείνα είναι ο πατέρας μου, ο δείνα είναι συγγενής και ο δείνα είναι ο παππούς μου”. Ο ανθύπατος, μόλις άκουσε τα ονόματα, είπε στον Ιάμβλιχο: “Τα ονόματα που ανέφερες είναι ξένα και ανυπόστατα και έξω από αυτά που κατά τη συνήθεια χρησιμοποιούνται. Επομένως δεν μπορείς να γίνεις πιστευτός”. Τότε ο Άγιος είπε στον ανθύπατο: “Αν, ενώ σου λέω την αλήθεια, δε με πιστεύεις, δεν ξέρω να σου πω πλέον τίποτε άλλο”.

Ύστερα από αυτά ο ανθύπατος είπε: ” Ασεβέστατε, το νόμισμά σου με την επιγραφή του μαρτυρεί ότι τυπώθηκε πριν από διακόσια χρόνια, επί αυτοκράτορα Δεκίου, κι εσύ, όντας νεότερος, προσπαθείς να μας εξαπατήσεις;”. Τότε ο Ιάμβλιχος έπεσε στα πόδια του ανθυπάτου και των παρευρεθέντων και τους παρακαλούσε λέγοντας: “Σας παρακαλώ, κύριοί μου, πέστε μου, που είναι ο Δέκιος, ο βασιλιάς, που ήταν στην πόλη αυτή;”. Εκείνοι του απάντησαν: “Κατά τους παρόντες χρόνους δεν υπάρχει βασιλιάς Δέκιος. Αυτός βασίλευσε πριν από πολλά χρόνια”. Τότε ο Ιάμβλιχος είπε: “Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, κύριοί μου, εκπλαγήκατε. Πλην όμως ακολουθήστε με να πάμε στο σπήλαιο και ίσως από τα σημεία που θα δείτε θα διαπιστωθεί η αλήθεια των λόγων μου. Εγώ πράγματι ξέρω ότι φύγαμε από την πόλη εξ αιτίας του Δεκίου και ότι χθες, ερχόμενος να αγοράσω άρτους, είδα ότι ο Δέκιος εισήλθε στην πόλη αυτή”.

Αυτά είπε ο άγιος Ιάμβλιχος, ο δε επίσκοπος Εφέσου Μαρίνος, μόλις τα άκουσε, είπε στον ανθύπατο: “Έχω τη γνώμη ότι κάτι θαυμαστό συμβαίνει με την υπόθεση αυτή. Έτσι, ας τον ακολουθήσουμε”. Και πράγματι ακολούθησαν τον Άγιο μέχρι το σπήλαιο ο ανθύπατος, ο επίσκοπος Μαρίνος και πολύς λαός. Πρώτος μπήκε στο σπήλαιο ο Ιάμβλιχος. Έπειτα μπήκε ο Επίσκοπος, ο οποίος, μόλις έστρεψε το βλέμμα του προς τα δεξιά μέρη του στομίου, είδε ένα κιβώτιο σφραγισμένο με δυο ασημένιες σφραγίδες. Το κιβώτιο αυτό το είχαν τοποθετήσει εκεί ο Ρουφίνος και ο Θεόδωρος ως χριστιανοί, οι οποίοι είχαν αποσταλεί εκεί από το Δέκιο μαζί με τους άλλους, στους οποίους ο Αυτοκράτορας αυτός είχε δώσει την εντολή να φράξουν με μανδρότοιχο το στόμιο του σπηλαίου. Οι δύο χριστιανοί, Ρουφίνος και Θεόδωρος, έγραψαν και τα Συναξάρια των αγίων επτά Παίδων και σημείωσαν τα ονόματά τους σε μολύβδινες πλάκες. Όταν λοιπόν συνάχτηκαν όλοι οι έγκριτοι άρχοντες μαζί με τον ανθύπατο, άνοιξαν το κιβώτιο και βρήκαν τις μολύβδινες πλάκες, τις οποίες διάβασαν και ένιωσαν όλοι τους απερίγραπτη έκπληξη από το θαυμαστό αυτό γεγονός. Αμέσως δε τότε προχώρησαν στα ενδότερα του σπηλαίου, όπου βρήκαν τους Αγίους και έπεσαν στα πόδια τους. Κατόπιν κάθισαν κατά γης και τους ρωτούσαν. Οι Άγιοι τους διηγήθηκαν τα σχετικά με τους εαυτούς τους και εν συνεχεία τα κακουργήματα του Δεκίου εις βάρος των Χριστιανών. Μόλις εκείνοι άκουσαν όσα οι Άγιοι τούς διηγήθηκαν, εκπλήττονταν και δόξαζαν το Θεό, τον ποιητή των θαυμασίων.

Τότε ο ανθύπατος και ο επίσκοπος Μαρίνος με αναφορά τους γνωστοποίησαν τα θαυμαστά αυτά γεγονότα στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο. Εκείνος δοκίμασε απέραντη χαρά για όλα αυτά και έσπευσε αμέσως στην Έφεσο. Στη συνέχεια ανήλθε στο σπήλαιο. Εκεί βρήκε τους αγίους επτά Παίδες και, αφού έπεσε κατά γης, τους έβρεχε τα πόδια με τα δάκρυά του και τα αποσπόγγιζε. Η αγαλλίαση δε και η χαρά του ήταν απερίγραπτη, αφού ο Κύριος δεν παρείδε το αίτημά του και έδειξε σ’ αυτόν οφθαλμοφανώς την ανάσταση των νεκρών. Ενώ δε ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος συνομιλούσε με τους Αγίους, καθώς επίσης οι επίσκοποι και άλλοι άρχοντες, οι Άγιοι νύσταξαν λίγο και, έτσι, μπροστά σε όλους εξεδήμησαν προς Κύριον.

Τότε ο Αυτοκράτορας, αφού πρόσφερε πολύτιμα άμφια και αρκετό χρυσάφι και ασήμι, πρόσταξε να κατασκευάσουν επτά θήκες προς τιμήν των Αγίων και να τεθούν μέσα σ’ αυτές τα λείψανά τους. Αλλά κατά τη νύχτα που ακολούθησε εμφανίστηκαν σ’ αυτόν οι Άγιοι και του είπαν: “Άφησέ μας, βασιλιά, στο σπήλαιο που έγινε η ανάστασή μας”. Έτσι λοιπόν, αφού έγινε μεγάλη σύναξη επισκόπων και αρχόντων, ο Αυτοκράτορας κατέθεσε τα λείψανα των Αγίων στη γη του σπηλαίου, καθώς εκείνοι με οπτασία του ζήτησαν. Εν συνεχεία οργάνωσε και πραγματοποίησε στον τόπο εκείνο λαμπρή και χαρμόσυνη εορτή, φιλοξένησε με πλούσια αγαθά τους φτωχούς της Εφέσου, χαροποίησε όλο το λαό με λαμπρές βασιλικές τιμές και έβγαλε από τις φυλακές τους επισκόπους που είχαν φυλακιστεί, επειδή κήρυτταν το δόγμα της αναστάσεως των νεκρών. Ακολούθως έγινε από όλους κοινή εορτή, κατά την οποία αναπέμφθηκαν λόγοι και ύμνοι ευχαριστίας και δοξολογίας προς τον Κύριο και Θεό μας Ιησού Χριστό.

Τον επτάριθμον τιμώ χορόν Μαρτύρων
Δείξαντα ανάστασιν νεκρών τω κόσμω

Από το Συναξαριστή της Αποστολικής Διακονίας “Με τους Αγίους μας” του Γεωργίου Δ. Παπαδημητροπούλου


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείω Πνεύματι, ἀφθαρτισθέντες, πολυχρόνιον, ἤνυσαν ὕπνον, οἱ ἐν Ἐφέσῳ ἐπτάριθμοι Μάρτυρες, καὶ ἀναστάντες πιστοὺς ἐβεβαίωσαν, τὴν τῶν ἀνθρώπων κοινὴν ἐξανάστασιν ὅθεν ἅπαντες, συμφώνως τούτους τιμήσωμεν, δοξάζοντες Χριστὸν τὸν πολυέλεον.



Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Οἱ τὰ τοῦ κόσμου ὡς φθαρτὰ παριδόντες, καὶ τὰς ἀφθάρτους δωρεὰς εἰληφότες, διαφθορᾶς διέμειναν θανόντες παρεκτός· ὅθεν ἐξανίστανται, μετὰ πλείονας χρόνους, ἅπασαν ἐνθάψαντες, δυσμενῶν ἀπιστίαν· οὓς ἐν αἰνέσει σήμερον πιστοί, ἀνευφημοῦντες, Χριστὸν ἀνυμνήσωμεν.


Μεγαλυνάριον

Δόγμα ἀκυροῦται νεκροποιόν· οἱ γὰρ θεῖοι Παῖδες, ἀναστάντες ἐκ τῶν νεκρῶν, ἐδήλωσαν πᾶσι, τὴν μέλλουσαν γενέσθαι, ἐν τῇ ἐσχάτῃ ὥρᾳ, βροτῶν ἀνάστασιν.

ΠΗΓΗ:www.xfd.gr