Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2025
Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024
Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2023
ΜΗΝΥΜΑ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΕΠΙ ΤΗ ΕΝΑΡΞΕΙ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΕΤΟΥΣ
Τιμιώτατοι ἀδελφοί Ἱεράρχαι καί
προσφιλέστατα τέκνα ἐν Κυρίῳ,
Εὐδοκίᾳ τοῦ Ἀρχηγοῦ καί Τελειωτοῦ τῆς
πίστεως ἡμῶν, εἰσερχόμεθα σήμερον εἰς τό νέον ἐκκλησιαστικόν ἔτος καί
ἑορτάζομεν ἐν ψαλμοῖς καί ὕμνοις, διά τριακοστήν πέμπτην φοράν, τήν Ἡμέραν
προστασίας τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος.
Χαιρόμεθα διά τήν ἀπήχησιν τῶν
οἰκολογικῶν πρωτοβουλιῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὄχι μόνον εἰς τόν
χριστιανικόν κόσμον, ἀλλά καί εἰς ἄλλας θρησκείας, εἰς κοινοβούλια καί
πολιτικούς, εἰς τόν χῶρον τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν, τῆς ἐπιστήμης, τῶν
οἰκολογικῶν κινημάτων καί τῆς νεολαίας. Οὕτως ἤ ἄλλως, ἡ οἰκολογική κρίσις, ὡς
παγκόσμιον πρόβλημα, μόνον μέ παγκόσμιον εὐαισθητοποίησιν καί κινητοποίησιν
δύναται νά ἀντιμετωπισθῇ.
Ἐκφράζομεν ἐπίσης τήν ἱκανοποίησιν
μας, ἐπειδή ἔχει ὁριστικῶς κατανοηθῆ ἡ ἄμεσος συνάφεια οἰκολογικῶν καί
κοινωνικῶν προβλημάτων, καί δή τό γεγονός ὅτι ἡ καταστροφή τοῦ φυσικοῦ
περιβάλλοντος θίγει πρωτίστως τούς πτωχούς τῆς γῆς. Ὁ συνδυασμός
περιβαλλοντικῶν καί κοινωνικῶν δράσεων ἀποτελεῖ ἐλπίδα διά τό μέλλον, ἐφ᾿ ὅσον
μόνον τότε ὑπάρχει βιώσιμος ἀνάπτυξις καί πρόοδος, ὅταν μεριμνῶμεν συγχρόνως
διά τήν ἀκεραιότητα τῆς δημιουργίας καί τήν προστασίαν τῆς ἀξιοπρεπείας καί τῶν
δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου.
Εἶναι χαρακτηριστικόν, ὅτι τονίζεται
σήμερον ἡ ἀναγκαιότης μιᾶς «οἰκολογικῆς διευρύνσεως» τῶν δικαιωμάτων τοῦ
ἀνθρώπου. Γίνεται μάλιστα λόγος περί «τετάρτης γενεᾶς» δικαιωμάτων, ὁμοῦ μετά
τῶν ἀτομικῶν καί πολιτικῶν, κοινωνικῶν καί πολιτισμικῶν καί τῶν δικαιωμάτων
ἀλληλεγγύης, ἡ ὁποία ἀναφέρεται εἰς τήν ἐξασφάλισιν τῶν περιβαλλοντικῶν
προϋποθέσεών των. Ὁ ἀγών διά τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι δυνατόν νά
ἀγνοήσῃ τό γεγονός ὅτι αὐτά ἀπειλοῦνται ὑπό τῆς κλιματικῆς ἀλλαγῆς, ὑπό τῆς
ἐλλείψεως ποσίμου ὕδατος, εὐφόρου ἐδάφους καί καθαρᾶς ἀτμοσφαίρας, καί γενικώτερον
ὑπό τῆς «περιβαλλοντικῆς ὑποβαθμίσεως». Αἱ ἐπιπτώσεις τῆς οἰκολογικῆς κρίσεως
ὀφείλουν νά ἀντιμετωπίζωνται ἐξόχως εἰς τό ἐπίπεδον τῶν δικαιωμάτων τοῦ
ἀνθρώπου. Εἶναι αὐτονόητον ὅτι αὐτά, εἰς ὅλας των τάς πτυχάς καί διαστάσεις,
ἀποτελοῦν ἀδιάσπαστον ἑνότητα καί ὅτι ἡ προστασία των εἶναι ἀδιαίρετος.
Εἰς αὐτήν τήν συνάφειαν ἀνήκει καί ἡ
ἀντιμετώπισις τῶν δεινῶν, τά ὁποῖα προεκάλεσεν ἡ ἐπίθεσις τῆς Ρωσσίας κατά τῆς
Οὐκρανίας καί συνδέονται μέ φοβεράς οἰκολογικάς καταστροφάς. Κάθε πολεμική
ἐνέργεια εἶναι καί πόλεμος κατά τῆς κτίσεως, εἶναι μία σοβαρωτάτη ἀπειλή κατά
τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος. Ἡ ρύπανσις τῆς ἀτμοσφαίρας, τῶν ὑδάτων καί τοῦ
ἐδάφους ἀπό τούς βομβαρδισμούς, ὁ κίνδυνος πυρηνικοῦ ὁλοκαυτώματος,
ἀπελευθερώσεως ἐπικινδύνου ἀκτινοβολίας ἀπό τούς πυρηνικούς σταθμούς παραγωγῆς
ἠλεκτρικῆς ἐνεργείας, ἡ καρκινογόνος σκόνη τῶν βομβαρδισμένων κτιρίων, ἡ
καταστροφή τῶν δασῶν καί ἡ ἀχρήστευσις καλλιεργησίμων ἀγροτικῶν ἐκτάσεων, ὅλα
αὐτά μαρτυροῦν ὅτι ὁ λαός καί τό οἰκοσύστημα τῆς Οὐκρανίας ὑπέστησαν καί συνεχίζουν
νά ὑφίστανται ἀνυπολογίστους ἀπωλείας. Ἐπαναλαμβάνομεν γεγονυίᾳ τῇ φωνῇ: Νά
τερματισθῇ ἀμέσως ὁ πόλεμος καί νά ἀρχίσῃ ὁ εἰλικρινής διάλογος.
Ἐνώπιον ὅλων αὐτῶν τῶν προκλήσεων, ἡ
Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία συνεχίζει τόν ἀγῶνα της ὑπέρ τῆς ἀκεραιότητος
τῆς δημιουργίας, ἐν ἐπιγνώσει ὅτι ἡ μέριμνά της διά τό φυσικόν περιβάλλον δέν
εἶναι μία πρόσθετος δρᾶσις εἰς τήν ζωήν της, ἀλλά οὐσιαστική ἔκφρασις καί
πραγμάτωσίς αὐτῆς, ὡς προέκτασις τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἰς ὅλας τάς μορφάς καί
διαστάσεις τῆς καλῆς μαρτυρίας της ἐν τῷ κόσμῳ. Αὐτή ὑπῆρξε καί ἡ τιμαλφεστάτη
παρακαταθήκη τοῦ εἰσηγητοῦ τῆς οἰκολογικῆς θεολογίας μακαριστοῦ Μητροπολίτου
Περγάμου Ἰωάννου. Τιμῶντες τήν μεγάλην προσφοράν του, κατακλείομεν τό παρόν
Πατριαρχικόν Μήνυμα ἐπί τῇ ἑορτῇ τῆς Ἰνδίκτου μέ ὅσα ἔγραψε περί τῆς Θείας
Εὐχαριστίας ὡς ὁλιστικῆς ἀπαντήσεως εἰς τά σύγχρονα περιβαλλοντικά προβλήματα:
«Στή Θεία Λειτουργία ὁ φυσικός καί ὑλικός κόσμος καί ὅλες οἱ αἰσθήσεις μετέχουν
σέ μία ἑνότητα ἀδιάσπαστη. Δέν ὑπάρχει ἀντίθεση μεταξύ ὑποκειμένου καί
ἀντικειμενικῆς πραγματικότητος, δέν ὑπάρχει ἡ κατακτητική στάση τοῦ ἀνθρώπινου
λόγου ἀπέναντι στόν κόσμο πού τόν περιβάλλει. Ὁ κόσμος δέν κεῖται ἔναντι, δέν
(εἶναι) ἀντικείμενον τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά προσλαμβάνεται καί κοινωνεῖται. Ἡ Θεία
Κοινωνία εἶναι ὄχι μόνο ἕνωσή μας μέ τόν Θεό καί τούς ἄλλους, ἀλλά καί πρόσληψη
τροφῆς, ἀποδοχή καί καταξίωση τοῦ φυσικοῦ μας περιβάλλοντος, ἐνσωμάτωση τῆς
ὕλης καί ὄχι χρήση τῆς ὕλης. Ἡ ἱερότητα πού συνοδεύει αὐτή τή στάση, τό θεῖο
ρῖγος πού διαπερνᾶ αὐτή τή σχέση, εἶναι ὁ ἀντίποδας τῆς Τεχνολογίας καί ἡ
ἀπάντηση στό οἰκολογικό μας πρόβλημα. Ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι καί γι᾿ αὐτόν τόν
λόγο ὅ,τι καλύτερο ἔχει νά προσφέρῃ ἡ Ὀρθοδοξία στόν σύγχρονο κόσμο».
Εὐλογημένον
ἐκκλησιαστικόν ἔτος, ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ!
,βκγ’ Σεπτεμβρίου α’
Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρός Θεόν
εὐχέτης πάντων ὑμῶν
Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2023
ΚΑΤΗΧΗΤΗΡΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΠΙ ΤΗ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ ΥΠΟ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ
Ἀριθμ. Πρωτ. 71
ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΗΡΙΟΣ
ΕΠΙ Τῌ ΕΝΑΡΞΕΙ
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ - ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ,
ΧΑΡΙΣ ΕΙΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ,
ΠΑΡ᾿ HΜΩΝ ΔΕ ΕΥΧΗ, ΕΥΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ
* * *
Τιμιώτατοι
ἀδελφοί Ἀρχιερεῖς καί τέκνα ἐν Κυρίῳ εὐλογημένα,
Εὐδοκίᾳ
καί χάριτι τοῦ πανοικτίρμονος καί πανδώρου Θεοῦ, διάγοντες ἤδη τήν εὐλογημένην
περίοδον τοῦ Κατανυκτικοῦ Τριῳδίου, εἰσερχόμεθα αὔριον εἰς τήν Ἁγίαν καί
Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, εἰς τό στάδιον τῆς παθοκτόνου νηστείας καί τῆς
«πανσέπτου ἐγκρατείας», κατά τό ὁποῖον ἀποκαλύπτεται τό βάθος τοῦ πλούτου τῆς
Ὀρθοδόξου ἡμῶν Παραδόσεως καί ἡ ἀνύστακτος μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας διά τήν
πνευματικήν προκοπήν τῶν τέκνων της. Ὡς ὑπενθυμίζει ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος
τῆς Κρήτης (Ἰούνιος, 2016), «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπαρεγκλίτως στοιχοῦσα εἰς τε
τά ἀποστολικά θεσπίσματα καί τούς συνοδικούς κανόνας καί εἰς τήν καθ᾿ ὅλου
πατερικήν παράδοσιν, διεκήρυξε πάντοτε τήν ὑψίστην ἀξίαν τῆς νηστείας διά τόν
πνευματικόν βίον τοῦ ἀνθρώπου καί τήν σωτηρίαν αὐτοῦ» (Ἡ σπουδαιότης τῆς
νηστείας καί ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον, § 1).
Τά
πάντα εἰς τήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν ἄσειστον θεολογικόν θεμέλιον καί
σωτηριολογικήν ἀναφοράν. Οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί ἀσκοῦν τό «κοινόν ἄθλημα» τῆς
ἀσκήσεως καί τῆς νηστείας «ἐν παντί εὐχαριστοῦντες» (Θεσσ. Α’ ε’, 18). Ἡ
Ἐκκλησία καλεῖ τά τέκνα της νά διατρέξουν τόν δόλιχον τῶν ἀσκητικῶν γυμνασμάτων
ὡς πορείαν πρός τό Ἅγιον Πάσχα. Ἀποτελεῖ κεντρικήν ἐμπειρίαν τῆς ἐν Χριστῷ
ζωῆς, ὅτι ὁ γνήσιος ἀσκητισμός δέν εἶναι ποτέ σκυθρωπός, ἀφοῦ διαποτίζεται ἀπό
τήν προσδοκίαν τῆς ἀναστασίμου εὐφροσύνης. Ἡ ὑμνολογία μας ἀναφέρεται εἰς τό
«ἔαρ τῆς νηστείας».
Ἐν
τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, μακράν τῶν παγίδων τοῦ νεοπλατωνίζοντος δυϊσμοῦ καί τῆς
ἀλλοτριωτικῆς «σωματοκτονίας», ὁ γνήσιος ἀσκητισμός εἶναι ἀδιανόητον νά
ἀποβλέπῃ εἰς τήν ἐξουθένωσιν τοῦ «κακοῦ σώματος» χάριν τοῦ πνεύματος καί τῆς
ἀπελευθερώσεως τῆς ψυχῆς ἐκ τῶν βασανιστικῶν δεσμῶν του. Ὅπως τονίζεται, «ἡ
ἄσκηση, στήν αὐθεντική ἐκφρασή της, δέν στρέφεται κατά τοῦ σώματος, ἀλλά κατά
τῶν παθῶν, ἡ ρίζα τῶν ὁποίων εἶναι «πνευματική», ἀφοῦ «πρωτοπαθής» εἶναι ὁ
νοῦς. Μᾶλλον τό σῶμα δέν εἶναι ὁ μέγας ἀντίπαλος τοῦ ἀσκητῆ».
Ἡ
ἀσκητική προσπάθεια ἐπιδιώκει τήν ὑπέρβασιν τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ, χάριν τῆς «οὐ
ζητούσης τά ἑαυτῆς» ἀγάπης, ἄνευ τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος παραμένει ἐγκλωβισμένος
εἰς τόν ἑαυτόν του, εἰς τό «ἀδηφάγον ἐγώ» καί τάς ἀκορέστους ἐπιθυμίας του. Ὁ
ἐγωκεντρικός ἄνθρωπος συρρικνώνεται, χάνει τήν δημιουργικότητά του, κατά τό
ἔξοχον, «ὅ,τι δίνουμε πολλαπλασιάζεται, ὅ,τι κρατᾶμε γιά τόν ἑαυτό μας εἶναι
χαμένο». Διά τόν λόγον αὐτόν, ἡ σοφία τῶν Πατέρων καί ἡ πεῖρα τῆς Ἐκκλησίας
συνδέουν τήν περίοδον τῆς νηστείας μέ τήν «δαψίλειαν τῆς ἐλεημοσύνης», μέ ἔργα
εὐποιϊας καί φιλανθρωπίας, τά ὁποῖα εἶναι ἔνδειξις ὑπερβάσεως τῆς φιλαυτίας καί
ὑπαρξιακῆς πληρότητος.
Ἡ
ὁλιστικότης εἶναι ἐν παντί καιρῷ τό χαρακτηριστικόν τῆς ζωῆς ἐν Ἐκκλησίᾳ.
Λειτουργική ζωή, ἄσκησις καί πνευματικότης, ποιμαντική μέριμνα καί ἐγκόσμιος
καλή μαρτυρία, εἶναι ἔκφρασις τῆς ἀληθείας τῆς πίστεώς μας, στοιχεῖα
ἀλληλένδετα καί ἀλληλοσυμπληρούμενα τῆς χριστιανικῆς μας ταυτότητος, μέ κοινόν
σημεῖον ἀναφορᾶς καί κατεύθυνσιν τήν Βασιλείαν τῶν Ἐσχάτων καί τήν ἐν αὐτῇ
πλήρωσιν καί πληρότητα τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ἐνῷ ἡ ἐκκλησιαστική ζωή εἰς ὅλας
τάς ἐκφάνσεις της ἀντανακλᾷ καί εἰκονίζει τήν ἐρχομένην Βασιλείαν τοῦ Πατρός
καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι τό μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας,
ἐκεῖνο τό ὁποῖον, ὅπως ὑπογραμμίζει μετ᾿ ἐμφάσεως ὁ προσφάτως ἐκδημήσας πρός
Κύριον μακαριστός Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης «ἐκφράζει τήν Ἐκκλησία στήν
πληρότητά της» (Βασιλείας Θεοῦ ἐκτύπωμα, Μέγαρα 2013, σ. 59). Ἡ «καθαρά
κοινωνία», ἡ ἐκκλησιοποίησις τῆς ὑπάρξεώς μας, ὡς μετοχή εἰς τήν Θείαν
Εὐχαριστίαν, εἶναι τό «τέλος» τῆς νηστείας, ὁ «στέφανος» καί τό «βραβεῖον» τῶν
ἀσκητικῶν ἀγώνων (βλ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τόν Ἠσαΐαν Ὁμιλίαι, στ’: Εἰς
τά Σεραφείμ, PG 56, 139).
Σήμερον,
εἰς ἐποχήν ἀποϊεροποιήσεως τῆς ζωῆς, ὅπου ὁ ἄνθρωπος «προσδίδει μεγάλη σημασία
σέ ἐντελῶς ἀσήμαντα πράγματα», ἡ χριστιανική μας ἀποστολή εἶναι ἡ ἔμπρακτος
ἀνάδειξις τοῦ ὑπαρξιακοῦ βάθους τοῦ ὀρθοδόξου «τριπτύχου τῆς πνευματικότητος»,
ὡς ἀδιασπάστου ἑνότητος λειτουργικῆς ζωῆς, ἀσκητικοῦ ἤθους καί ἀλληλεγγύης, τῆς
πεμπτουσίας τῆς ἀξιολογικῆς ἐπαναστάσεως εἰς τόν χῶρον τοῦ ἤθους καί τοῦ
πολιτισμοῦ, τήν ὁποίαν συγκροτεῖ ἡ πίστις εἰς Χριστόν καί ἡ θεοδώρητος
ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Θεωροῦμεν ἰδιατέρως σημαντικόν, νά ζῶμεν τήν
Ἁγίαν καί Μεγάλην Τεσσαρακοστήν ὡς ἀποκάλυψιν καί βίωσιν τοῦ ἀληθοῦς νοήματος
τῆς ἐλευθερίας «ᾗ Χριστός ἡμᾶς ἠλευθέρωσε» (Γαλ. ε’, 1).
Μέ
αὐτάς τάς σκέψεις καί μέ αἰσθήματα ἀγάπης καί τιμῆς, εὐχόμεθα εἰς ὑμᾶς τούς
Τιμιωτάτους ἐν Χριστῷ ἀδελφούς καί εἰς τά ἀνά τήν οἰκουμένην πνευματικά τέκνα
τῆς Μητρός Ἐκκλησίας εὔδρομον τό στάδιον τῆς νηστείας, ἐπικαλούμενοι ἐπί πάντας
ὑμᾶς τήν χάριν καί τό ἔλεος τοῦ ἀεί εὐφραινομένου ἐπί τοῖς ἀσκητικοῖς ἄθλοις
τοῦ λαοῦ Αὐτοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Οὗ τό κράτος τῆς Βασιλείας εἴη εὐλογημένον καί
δεδοξασμένον, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή ,βκγ´
† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρός Θεόν εὐχέτης πάντων ὑμῶν
---------------------
Ἀναγνωσθήτω ἐπ᾿ ἐκκλησίας κατά τήν
Κυριακήν τῆς Τυρινῆς, κς’ Φεβρουαρίου, ἀμέσως μετά τό Ἱερόν Εὐαγγέλιον.
Παρασκευή 4 Μαρτίου 2022
ΚΑΤΗΧΗΤΗΡΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ
Ἀριθμ. Πρωτ. 94
ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΗΡΙΟΣ
ΕΠΙ Τῌ ΕΝΑΡΞΕΙ
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι
Ο Σ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ - ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ,
ΧΑΡΙΣ ΕΙΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ,
ΠΑΡ᾿ HΜΩΝ ΔΕ ΕΥΧΗ, ΕΥΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ
* * *
Τιμιώτατοι ἀδελφοί καί προσφιλέστατα τέκνα
ἐν Κυρίῳ,
Δοξάζομεν τόν ἐν Τριάδι Θεόν, τόν ἀγαγόντα
ἡμᾶς ἐν Ἐκκλησίᾳ καί πάλιν εἰς τήν πάνσεπτον καί εὐλογημένην περίοδον τῆς Ἁγίας
καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, εἰς τό στάδιον τῆς σωματικῆς καί πνευματικῆς
γυμνασίας καί τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων, διά νά προετοιμασθῶμεν χριστοπρεπῶς καί νά
πορευθῶμεν ἐν ταπεινώσει πρός τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Ἑβδομάδα καί τήν ζωηφόρον
Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου.
Ἡ ἄσκησις δέν εἶναι, βεβαίως,
χαρακτηριστικόν μόνον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, οὔτε μόνον ὑπόθεσις
καί καθῆκον τῶν μοναστῶν, οὔτε ἀποτέλεσμα ἔξωθεν ἐπιρροῶν ἐπί τοῦ χριστιανικοῦ
ἤθους, παρείσακτον δηλαδή στοιχεῖον εἰς τήν εὐσέβειάν μας. Ὁ ἀσκητισμός ἀνήκει
εἰς τόν πυρῆνα τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως καί τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἀποτελεῖ
κλῆσιν τοῦ Χριστοῦ πρός τούς πιστούς καί μαρτυρίαν τῆς σωστικῆς παρουσίας Του εἰς
τήν ζωήν μας. Δέν ἀπευθυνόμεθα οἱ πιστοί εἰς ἕνα Θεόν ἀπρόσωπον καί ἀπρόσιτον,
ἀλλά εἰς τόν σαρκωθέντα Λόγον, τόν ἀποκαλύψαντα τήν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καί Πατρός
καί τήν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό πλήρωμα τῆς χάριτος καί τῆς
ἐλευθερίας. Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, ἡ πλήρης θείων εὐλογιῶν καί ἰδιαιτέρων βαθέων
βιωμάτων Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή, παραμένει δυναμική ἔκφρασις καί
ἀποκάλυψις τοῦ πλούτου καί τῆς ἀληθείας συνόλου τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
Τίποτε εἰς τήν ζωήν τῶν πιστῶν δέν
εἶναι ἀποσπασματικόν καί αὐτοσκοπός. Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή εἶναι ὁλιστική καί
ἀδιαίρετος. Μετάνοια, ταπεινοφροσύνη, προσευχή, νηστεία, ἔργα εὐποιΐας, εἶναι
ἀλληλένδυτα καί προσανατολίζουν τόν πιστόν εἰς τήν Εὐχαριστίαν τῆς Ἐκκλησίας,
τό ἐσχατολογικόν μυστήριον τῆς Βασιλείας. Οἱ ἀσκητικοί ἀγῶνες εἶναι ἡ ἀρχή, ἡ
«στενή πύλη», ἡ ὁποία μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων. Δέν ὑπάρχει εἰς τήν
Παράδοσίν μας «ἄσκησις διά τήν ἄσκησιν». Ὁ ἀσκητισμός εἶναι πάντοτε πορεία, καί
ὁλοκληρώνεται ὅταν ἐκκλησιαστικοποιηθῇ, ὅταν μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τήν κοινωνίαν τῶν
Ἀχράντων Μυστηρίων, διά τῆς ὁποίας ἐνσωματωνόμεθα εἰς τήν κίνησιν τῆς Ἐκκλησίας
πρός τά Ἔσχατα. Ὑπενθυμίζομεν τό παράδειγμα τῆς τιμωμένης κατά τήν Ε’ Κυριακήν
τῶν Νηστειῶν Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ἡ ὁποία, μετά ἀπό τεσσαράκοντα ἔτη σκληρᾶς
ἀσκήσεως καί ἀδιαλείπτου προσευχῆς, ἐπεδίωξε τήν μετάληψιν τοῦ Σώματος καί τοῦ
Αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ Ἁγίου Ζωσιμᾶ, ἐν ἐπιγνώσει ὅτι ἡ Θεία
Κοινωνία εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί φάρμακον ἀθανασίας. Καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη
Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Κρήτη, 2016), ἡ ὁποία ἀπεκάλεσε τήν νηστείαν
«μέγα πνευματικόν ἀγώνισμα» καί «τήν κατ᾿ ἐξοχήν ἔκφρασιν τοῦ ἀσκητικοῦ
ἰδεώδους τῆς Ὀρθοδοξίας», τονίζει ὅτι «ἡ ἀληθής νηστεία ἀναφέρεται εἰς τήν καθ᾿
ὅλου ἐν Χριστῷ ζωήν τῶν πιστῶν καί κορυφοῦται διά τῆς συμμετοχῆς αὐτῶν εἰς τήν
θείαν λατρείαν καί ἰδίᾳ εἰς τό μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας» (Ἡ
σπουδαιότης τῆς νηστείας καί ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον, § 1 καί 3).
Δέν νοεῖται Ὀρθόδοξος πνευματικότης
ἄνευ μετοχῆς εἰς τήν Θείαν Εὐχαριστίαν, διά τῆς ὁποίας οἱ πιστοί καθιστάμεθα ἕν
σῶμα, κοινωνία προσώπων, κοινότης ζωῆς, μέτοχοι τῆς «κοινῆς σωτηρίας» ἐν τῷ Σωτῆρι
Χριστῷ, ὁ ὁποῖος εἶναι «κοινόν ἀγαθόν». Οὕτω ἡ νηστεία εἶναι ὑποταγή καί ὑπακοή
εἰς τόν κανόνα τῆς Ἐκκλησίας, κοινοτική ἐμπειρία. Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη
Τεσσαρακοστή εἶναι πρόσκλησις νά ἀνακαλύψωμεν τήν Ἐκκλησίαν ὡς τόπον καί τρόπον
ἁγιασμοῦ καί ἁγιότητος, ὡς πρόγευσιν καί εἰκόνα τῆς ἐκπάγλου φωτοχυσίας, τῆς
πληρότητος ζωῆς καί τῆς πεπληρωμένης χαρᾶς τῆς ἐσχατολογικῆς Βασιλείας. Βιωματικῶς
καί θεολογικῶς εἶναι ἀδύνατον νά κατανοήσωμεν τό πνεῦμα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης
Τεσσαρακοστῆς, ἐάν δέν τήν θεωρήσωμεν ὡς πορείαν πρός τό Πάσχα. Καθ᾽ὅλην τήν
περίοδον τῆς νηστείας διασώζεται μία «πασχαλινή ἀντίληψις» διά τήν ζωήν. Ὁ
σκυθρωπός ἀσκητισμός εἶναι κακή ἀλλοίωσις τοῦ χριστιανικοῦ βιώματος, λήθη τῆς
ἐλθούσης χάριτος καί τῆς ἐρχομένης Βασιλείας, ζωή «σάν νά μήν ἦλθε ποτέ ὁ
Χριστός», χωρίς τήν προσδοκία τῆς «ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν» καί τῆς «ζωῆς τοῦ
μέλλοντος αἰῶνος».
Αὐτό τό πνεῦμα ἐνεσάρκωνεν ἡ πρό τοῦ
Πάσχα νηστεία καί εἰς τήν ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν, ὡς καιρός προετοιμασίας τῶν
κατηχουμένων διά τό Ἅγιον Βάπτισμα κατά τήν Θείαν Λειτουργίαν τῆς Ἀναστάσεως.
Καί ὅταν, ἀργότερα, ὁ κατηχητικός χαρακτήρ τῆς περιόδου τῆς νηστείας αὐτῆς
ἀντικατεστάθη ἀπό τό ἦθος τῆς μετανοίας, διεσώθη καί παραμένει ὡς ὑπαρξιακόν
ὑπόβαθρον ἡ βίωσις τῆς «μετανοίας» ὡς «δευτέρου βαπτίσματος», τό ὁποῖον μᾶς
ὁδηγεῖ ἐκ νέου εἰς τήν πασχάλιον εὐχαριστιακήν πληρότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς
ζωῆς, εἰς τόν οἶκον τοῦ Πατρός, εἰς τήν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί ἐδῶ ἡ
«ἄρσις τοῦ σταυροῦ» ἀποτελεῖ ὁδόν πρός τήν ἀνεκλάλητον χαράν τῆς Ἀναστάσεως.
Τόν ἰδικόν του βαρύν Σταυρόν αἴρει
κατά τάς ἡμέρας αὐτάς ὁ εὐσεβῆς Οὐκρα-νικός λαός, ὑφιστάμενος τά ἀνείπωτα δεινά
ἑνός ἀπροκλήτου καί παραλόγου ἐπιθετι-κοῦ πολέμου, ὁ ὁποῖος σκορπᾷ τόν πόνον καί
τόν θάνατον. Συμπάσχοντες μετά τῶν δοκιμαζομένων ἀδελφῶν καί τέκνων ἡμῶν,
ἐντείνομεν τάς δεήσεις μας πρός τόν Κύριον τοῦ ἐλέους καί Θεόν τῆς εἰρήνης ὑπέρ
ἀμέσου καταπαύσεως τοῦ πυρός καί ἐπικ-ρατήσεως τῆς δικαιοσύνης καί τῆς εἰρήνης,
αἱ ὁποίαι εἶναι πρόγευσις τῆς πεπληρωμέ-νης χαρᾶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Αὐτήν τήν σωτηριώδη ἀλήθειαν τῆς
Ὀρθοδόξου πίστεως, εὐσεβείας καί πνευμα-τικότητος προβάλλει καί τό γεγονός τοῦ
καθαγιασμοῦ τοῦ Ἁγίου Μύρου, τό ὁποῖον, χάριτι Θεοῦ, θά τελέσωμεν ἐφέτος τήν
Μεγάλην Ἑβδομάδα εἰς τό καθ᾿ ἡμᾶς Ἱερόν Κέντρον. Τό εὐλογημένον
«θεουργικότατον» ἔλαιον αὐτῆς τῆς «Εὐχαριστίας τοῦ Μύρου» μεταδίδει διά τοῦ
Μυστηρίου τοῦ Χρίσματος τάς ποικίλας δωρεάς καί τά πολυειδῆ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος εἰς τόν νεοφώτιστον «οὐρανοπολίτην», πρός κραταίωσιν αὐτοῦ εἰς τό μετέχειν
εἰς τήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας μέ ἀπαρχήν τήν κοινωνίαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, καί
εἰς ἔνθεον παρουσίαν καί μαρτυρίαν περί τῆς δωρεᾶς τῆς χάριτος καί τῆς ἐν ἡμῖν
ἐλπίδος ἐν τῷ κόσμῳ. Ὁ χαρακτήρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς «δυνάμεως κοινωνίας» ἀναδεικνύεται
καί εἰς τόν τρόπον παρασκευῆς τοῦ Ἁγίου Μύρου διά τῆς ἐψήσεως συστατικῶν,
προσφερομένων ὑπό τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἀλλά καί εἰς τόν τόπον
καί τόν χρόνον εὐλογίας του ἐντός τῆς εὐχαριστιακῆς Συνάξεως, ἀμέσως μετά τόν
καθαγιασμόν τῶν Τιμίων Δώρων, ἐξ ἴσου δέ καί εἰς τάς ἄλλας ἐκκλησιαστικάς
χρήσεις τοῦ Ἁγίου Μύρου, ὡς ἡ χρῖσις προσερχομένων εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν
ἑτεροδόξων καί πεπτωκότων, εἰς τά ἐγκαίνια ναῶν, εἰς τήν καθιέρωσιν Ἁγίων
Τραπεζῶν, Ἀντιμηνσίων καί ἀλλαχοῦ.
Μέ αὐτά τά αἰσθήματα, εὐχόμενοι
εὔδρομον τό τῆς νηστείας στάδιον καί ἀνεμπόδιστον τήν δολιχοδρομίαν πρός τό
Πάσχα τοῦ Κυρίου, ἐπικαλούμεθα ἐφ᾿ ὑμᾶς, τούς τιμιωτάτους ἐν Χριστῷ ἀδελφούς
καί τά ἀνά τήν οἰκουμένην τέκνα τῆς Μητρός Κωνσταντινουπολίτιδος Ἐκκλησίας, τήν
ζείδωρον χάριν καί τό μέγα ἔλεος τοῦ ἀεί εὐλογοῦντος τά ἀσκητικά κατορθώματα τοῦ
λαοῦ Αὐτοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή
,βκβ´
† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρός Θεόν εὐχέτης
πάντων ὑμῶν
Σάββατο 1 Μαΐου 2021
ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΕΠΙ ΤΩ ΑΓΙΩ ΠΑΣΧΑ 2021
ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ
ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ
ΕΠΙ Τῼ ΑΓΙΩι ΠΑΣΧΑ
Ἀριθμ. Πρωτ. 289
† Β Α Ρ Θ Ο Λ
Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ - ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΝ,
ΕΙΡΗΝΗΝ ΚΑΙ EΛΕΟΣ
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝΔΟΞΩΣ ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ
* * *
Τήν ψυχωφελῆ πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν καί προσκυνήσαντες τά Πάθη καί τόν Σταυρόν τοῦ Κυρίου, ἰδού καθιστάμεθα σήμερον κοινωνοί τῆς ἐνδόξου Αὐτοῦ Ἀναστάσεως, λαμπρυνόμενοι τῇ πανηγύρει καί ἀναβοῶντες ἐν χαρᾷ ἀνεκλαλήτῳ τό κοσμοσωτήριον ἄγγελμα «Χριστός Ἀνέστη»!
Ὅ,τι πιστεύομεν, ὅ,τι ἀγαπῶμεν, ὅ,τι ἐλπίζομεν ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι συνδέεται μέ τό Πάσχα, ἀπό αὐτό ἀντλεῖ τήν ζωτικότητά του, ἀπό αὐτό ἑρμηνεύεται καί νοηματοδοτεῖται. Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀπάντησις τῆς Θείας ἀγάπης εἰς τήν ἀγωνίαν καί τήν προσδοκίαν τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί εἰς τήν «ἀποκαραδοκίαν» τῆς συστεναζούσης κτίσεως. Ἐν αὐτῇ ἀπεκαλύφθη τό νόημα τοῦ «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ᾿ ὁμοίωσιν»[1] καί τοῦ «καί εἶδεν ὁ Θεός τά πάντα, ὅσα ἐποίησεν, καί ἰδού καλά λίαν»[2].
Ὁ Χριστός εἶναι «τό Πάσχα ἡμῶν»[3], «ἡ ἀνάστασις πάντων».
Ἐάν ἡ πτῶσις ὑπῆρξεν ἀναστολή τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου πρός τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν»,
ἐν Χριστῷ ἀναστάντι ἀνοίγεται πάλιν εἰς τόν «ἠγαπημένον τοῦ Θεοῦ» ἡ ὁδός τῆς
κατά χάριν θεώσεως. Συντελεῖται τό «μέγα θαῦμα», τό ὁποῖον ἰᾶται τό «μέγα τραῦμα»,
τόν ἄνθρωπον. Εἰς τήν ἐμβληματικήν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως ἐν τῇ Μονῇ τῆς Χώρας, ἀτενίζομεν
τόν κατελθόντα «μέχρις ᾍδου ταμείων» Κύριον τῆς δόξης καί καθελόντα θανάτου τό
κράτος, νά ἀναδύηται ζωηφόρος ἐκ τοῦ τάφου, συνανιστῶν τούς γενάρχας τῆς ἀνθρωπότητος,
καί ἐν αὐτοῖς ἅπαν τό ἀνθρώπινον γένος, ἀπ᾿ ἀρχῆς καί μέχρι τῶν ἐσχάτων, ὡς ἐλευθερωτής
ἡμῶν ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἀλλοτρίου.
Ἐν
τῇ Ἀναστάσει φανεροῦται ἡ ἐν Χριστῷ ζωή ὡς ἀπελευθέρωσις καί ἐλευθερία. «Τῇ ἐλευθερίᾳ
... Χριστός ἡμᾶς ἡλευθέρωσε»[4]. Τό
περιεχόμενον, τό «ἦθος» αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία πρέπει νά βιωθῇ ἐνταῦθα
χριστοπρεπῶς, πρίν τελειωθῇ ἐν τῇ ἐπουρανίῳ Βασιλείᾳ, εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ
βιωματική πεμπτουσία τῆς «καινῆς κτίσεως». «Ὑμεῖς γάρ ἐπ᾿ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε, ἀδελφοί·
μόνον μή τήν ἐλευθερίαν εἰς ἀφορμήν τῇ σαρκί, ἀλλά διά τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις»[5]. Ἡ ἐλευθερία τοῦ πιστοῦ, τεθεμελιωμένη εἰς τόν Σταυρόν καί
τήν Ἀνάστασιν τοῦ Σωτῆρος, εἶναι πορεία πρός τά ἄνω καί πρός τόν ἀδελφόν, εἶναι
«πίστις δι᾿ ἀγάπης ἐνεργουμένη»[6].
Εἶναι ἔξοδος ἀπό τήν «Αἴγυπτον τῆς δουλείας» καί τῶν ποικίλων ἀλλοτριώσεων,
χριστοδώρητος ὑπέρβασις τῆς ἐσωστρεφοῦς καί συρρικνωμένης ὑπάρξεως, ἐλπίς αἰωνιότητος,
ἡ ὁποία ἐξανθρωπίζει τόν ἄνθρωπον.
Ἑορτάζοντες τό Πάσχα, ὁμολογοῦμεν ἐν
Ἐκκλησίᾳ, ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ «ἔχει ἤδη ἐγκαθιδρυθῆ, ἀλλά δέν ἔχει ἀκόμη ὁλοκληρωθῆ»[7]. Ἐν τῷ
φωτί τῆς Ἀναστάσεως, τά ἐγκόσμια πράγματα ἀποκτοῦν νέον νόημα, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι ἤδη
μεταμορφωμένα καί μεταμορφούμενα.
Τίποτε δέν εἶναι ἁπλῶς «δεδομένον». Τά πάντα εὑρίσκονται ἐν κινήσει πρός τήν ἐσχατολογικήν
τελείωσίν των. Αὐτή ἡ «ἀκράτητος φορά» πρός τήν Βασιλείαν, ἡ ὁποία βιοῦται κατ᾿
ἐξοχήν ἐν τῇ εὐχαριστιακῇ συνάξει, προφυλάσσει τόν λαόν τοῦ Θεοῦ ἀφ᾿ ἑνός μέν ἀπό
τήν ἀδιαφορίαν διά τήν ἱστορίαν καί τήν παρουσίαν τοῦ κακοῦ ἐν αὐτῇ, ἀφ᾿ ἑτέρου
δέ ἀπό τήν λήθην τοῦ Κυριακοῦ λόγου «ἡ βασιλεία ἡ ἐμή οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου
τούτου»[8], τῆς
διαφορᾶς δηλονότι μεταξύ τοῦ «ἤδη» καί τοῦ «ὄχι ἀκόμη» τῆς ἐλεύσεως τῆς
Βασιλείας, συμφώνως καί πρός τό θεολογικώτατον «Ὁ Βασιλεύς ἦλθεν, ὁ Κύριος Ἰησοῦς,
καί ἡ Βασιλεία του θά ἔλθῃ»[9].
Κύριον γνώρισμα τῆς θεοσδότου ἐλευθερίας
τοῦ πιστοῦ εἶναι ὁ ἀσίγαστος ἀναστάσιμος παλμός, ἡ ἐγρήγορσις καί ὁ δυναμισμός
της. Ὁ χαρακτήρ αὐτῆς ὡς δώρου τῆς χάριτος ὄχι μόνον δέν περιορίζει, ἀλλά ἀναδεικνύει
τήν ἰδικήν μας συγκατάθεσιν εἰς τήν δωρεάν, καί ἐνδυναμώνει τήν πορείαν μας καί
τήν ἀναστροφήν μας ἐν τῇ νέᾳ ἐλευθερίᾳ, ἡ ὁποία ἐμπερικλείει καί τήν ἀποκατάστασιν
τῆς ἀλλοτριωθείσης σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν κτίσιν. Ὁ ἐν Χριστῷ ἐλεύθερος
δέν ἐγκλωβίζεται εἰς «γήϊνα ἀπόλυτα», ὡς «οἱ λοιποί, οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα»[10]. Ἡ ἐλπίς
ἡμῶν εἶναι ὁ Χριστός, ἡ ἐν Αὐτῷ ὡλοκληρωμένη ὕπαρξις, ἡ λαμπρότης καί ἡ
φωτοχυσία τῆς αἰωνιότητος. Τά βιολογικά ὅρια τῆς ζωῆς δέν ὁρίζουν τήν ἀλήθειάν
της. Ὁ θάνατος δέν εἶναι τό τέλος τῆς ὑπάρξεώς μας. «Μηδείς φοβείσθω θάνατον∙ ἠλευθέρωσε
γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος. Ἔσβεσεν αὐτόν ὑπ᾿ αὐτοῦ κατεχόμενος. Ἐσκύλευσε
τόν ᾍδην ὁ κατελθών εἰς τόν ᾍδην»[11].
Ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία εἶναι ἡ «ἄλλη πλᾶσις»[12]
τοῦ ἀνθρώπου, πρόγευσις καί προτύπωσις τῆς πληρώσεως καί τῆς πληρότητος τῆς
Θείας Οἰκονομίας ἐν τῷ «νῦν καί ἀεί» τῆς ἐσχάτης ἡμέρας, ὅτε οἱ «εὐλογημένοι τοῦ
Πατρός» θά ζοῦν πρόσωπον πρός πρόσωπον μετά τοῦ Χριστοῦ, «ὁρῶντες αὐτόν καί ὁρώμενοι
καί ἄληκτον τήν ἀπ᾿ αὐτοῦ εὐφροσύνην καρπούμενοι»[13].
Τό Ἅγιον Πάσχα δέν εἶναι ἁπλῶς μία
θρησκευτική ἑορτή, ἔστω καί ἡ μεγίστη δι᾿ ἡμᾶς τούς Ὀρθοδόξους. Κάθε Θεία
Λειτουργία, κάθε προσευχή καί δέησις τῶν πιστῶν, κάθε ἑορτή καί μνήμη Ἁγίων καί
Μαρτύρων, ἡ τιμή τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἡ «περισσεία τῆς χαρᾶς» τῶν Χριστιανῶν (Β´
Κορ. η´, 2), κάθε πρᾶξις θυσιαστικῆς ἀγάπης καί ἀδελφοσύνης, ἡ ὑπομονή ἐν ταῖς
θλίψεσιν, ἡ οὐ καταισχύνουσα ἐλπίς τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, εἶναι πανήγυρις ἐλευθερίας,
ἐκπέμπουν πασχάλιον φως καί ἀναδίδουν τό ἄρωμα τῆς Ἀναστάσεως.
Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, δοξάζοντες τόν
πατήσαντα θανάτῳ τόν θάνατον Σωτῆρα τοῦ κόσμου, ἀπευθύνομεν πρός πάντας ὑμᾶς,
τούς ἐν ἁπάσῃ τῇ Δεσποτείᾳ Κυρίου τιμιωτάτους ἀδελφούς καί τά προσφιλέστατα
τέκνα τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, ἑόρτιον ἀσπασμόν, εὐλογοῦντες μαζί σας γηθοσύνως, ἐν
ἐνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ, Χριστόν εἰς τούς αἰῶνας.
Φανάριον, Ἅγιον
Πάσχα ,βκα´
† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρός Χριστόν Ἀναστάντα
εὐχέτης πάντων ὑμῶν.
----------------------------------------------
Ἀναγνωσθήτω ἐπ᾿ ἐκκλησίας κατά τήν Θείαν Λειτουργίαν τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Πάσχα, μετά τό Ἱερόν Εὐαγγέλιον.
[1] Γεν. α’, 26.
[2] Γεν. α’, 31.
[3] Α’ Κορ. ε’, 7.
[4] Γαλ. ε’, 1.
[5] Γαλ. ε’, 13.
[6] Γαλ. ε’, 6.
[7] Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, μτφρ. Δ. Τσάμη, ἐκδ. Πουρναρᾶ,
Θεσσαλονίκη 1976, σ. 37.
[8] Ἰωάν. ιη’, 36.
[9] Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ὅ.π., σ.
99.
[10] Α’ Θεσσ. δ’, 13
[11] Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Λόγος Κατηχητήριος εἰς τήν ἁγίαν καί
λαμπροφόρον ἡμέραν τῆς ἐνδόξου καί σωτηριώδους Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν
Αναστάσεως.
[12] Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἔπη ἠθικά, ΒΕΠΕΣ 61, σ. 227.
[13] Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Δ’, 27 (100), Κείμενον, μετάφρασις, σχόλια Ν. Ματσούκα, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 452.