Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2025

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΜΕΤΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ (ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΣΕ ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ)

 

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Β´ 13 - 23

13 Ἀναχωρησάντων δὲ αὐτῶν ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ’ ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ λέγων· Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι· μέλλει γὰρ Ἡρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό. 14 ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβεν τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον, 15 καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς Ἡρῴδου· ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου. 16 Τότε Ἡρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλεν πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλέεμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσεν παρὰ τῶν μάγων. 17 τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ Ἰερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· 18 Φωνὴ ἐν Ραμὰ ἠκούσθη, κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελεν παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσί. 19 Τελευτήσαντος δὲ τοῦ Ἡρῴδου ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ’ ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ 20 λέγων· Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς γῆν Ἰσραήλ, τεθνήκασιν γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου. 21 ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβεν τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ εἰσῆλθεν εἰς γῆν Ἰσραήλ. 22 ἀκούσας δὲ ὅτι Ἀρχέλαος βασιλεύει τῆς Ἰουδαίας ἀντὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ἡρῴδου ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηματισθεὶς δὲ κατ’ ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, 23 καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται.

 

ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ

 

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Β´ 13 - 23

13 Ὅταν δὲ ἀνεχώρησαν οἱ μάγοι, ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐφάνη εἰς τὸ ὄνειρόν του εἰς τὸν Ἰωσὴφ καὶ τοῦ εἶπε· Σήκω καὶ παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα του καὶ φεῦγε εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ μένε ἐκεῖ, ἕως ὅτου σοῦ εἴπω.Φύγε, διότι πρόκειται ὁ Ἡρῴδης νὰ ζητήσῃ τὸ παιδίον μὲ τὸν σκοπὸν νὰ τὸ θανατώσῃ. 14 Ὁ Ἰωσὴφ δὲ ἐσηκώθη καὶ παρέλαβε νύκτα τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα του καὶ ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Αἴγυπτον. 15 Καὶ ἦτο ἐκεῖ, μέχρις ὅτου ἀπέθανεν ὁ Ἡρῴδης, διὰ νὰ ἐπαληθεύσῃ τελείως ἐκεῖνο, ποὺ ἐλέχθη ἀπὸ τὸν Κύριον διὰ μέσου τοῦ Προφήτου, ὁ ὁποῖος εἶπεν· Ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς του. 16 Τότε ὁ Ἡρῴδης, ὅταν εἶδεν ὅτι οἱ μάγοι τὸν ἐξηπάτησαν καὶ τὸν ἐγέλασαν, ἐθύμωσε πολὺ καὶ ἔστειλε στρατιώτας, οἱ ὁποῖοι ἐθανάτωσαν ὁλα τὰ παιδιά, ποὺ ἦσαν εἰς τὴν Βηθλεὲμ καὶ εἰς ὅλα τὰ περίχωρα καὶ σύνορά της, ἀπὸ ἡλικίας δύο ἐτῶν καὶ κάτω, σύμφωνα μὲ τὸν χρόνον, τὸν ὁποῖον ἐξηκρίβωσεν ἀπὸ τοὺς μάγους. 17 17 Τότε ἔλαβε πλήρη πραγματοποίησιν ἐκεῖνο, ποὺ ἐλέχθη ἀπὸ τὸν προφήτην Ἱερεμίαν, ὁ ὁποῖος ἐπροφήτευσε καὶ εἶπε· 18 18 Φωνὴ σπαρακτικὴ ἠκούσθη εἰς τὸ χωρίον τῆς φυλῆς Βενιαμὶν Ραμᾶ, θρῆνος καὶ κλάματα καὶ ὀδυρμὸς πολύς.Ἡ σύζυγος τοῦ Ἰακὼβ Ραχήλ, ποὺ ἦτο ἐκεῖ θαμμένη, διὰ τῶν ἀπογόνων τῆς μητέρων, ποὺ ἐστερήθησαν τὰ μικρά τους, κλαίει τὰ τέκνα της, καὶ δὲν ἤθελε μὲ κανένα τρόπον νὰ παρηγορηθῇ, διότι τὰ ἀθῷα αὐτὰ παιδιὰ δὲν ὑπάρχουν πλέον εἰς τὴν ζωήν. 19 Ὅταν δὲ ἀπέθανεν ὁ Ἡρῴδης, ἰδοὺ ἐφάνη εἰς τὸ ὄνειρόν του εἰς τὸν Ἰωσὴφ ἄγγελος Κυρίου ἐν Αἰγύπτῳ 20 20 καὶ τοῦ εἶπε· Σήκω καὶ πάρε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα του καὶ πήγαινε μὲ τὴν ἡσυχίαν σου εἰς τὴν χώραν τῶν Ἰσραηλιτῶν.Διότι ἔχουν πλέον ἀποθάνει ἐκεῖνοι, ποὺ ἐζήτουν τὴν ζωὴν τοῦ παιδιοῦ. 21 21 Αὐτὸς δέ, ἀφοῦ ἐσηκώθη, ἐπῆρε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα του καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Παλαιστίνην. 22 Ἀλλ’ ὅταν ἤκουσεν, ὅτι ὁ Ἀρχέλαος ἐβασίλευεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν ἀντὶ τοῦ πατρός του Ἡρῴδου, ἐφοβήθη νὰ μεταβῇ ἐκεῖ.Καὶ καθὼς ὡδηγήθη εἰς ὄνειρον ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, ὅπου ἦτο ἡγεμὼν ὁ ὀλιγώτερον σκληρὸς ἀπὸ τὸν ἀδελφόν του Ἀρχέλαον Ἡρῴδης ὁ Ἀντίπας. 23 Καὶ ἀφοῦ ἦλθε, κατοίκησεν εἰς πόλιν ποὺ λέγεται Ναζαρέτ, διὰ νὰ πραγματοποιηθῇ ἐκεῖνο, ποὺ ἐλέχθη ἀπὸ τοὺς προφήτας, ὅτι ὁ Ἰησοῦς θὰ ὀνομασθῇ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του περιφρονητικῶς Ναζωραῖος.

 

ΠΗΓΗ:  www.saint.gr

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΜΕΤΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ (ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΣΕ ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ)

 

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Α´ 11 - 19

11 Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· 12 οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό, οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι’ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ. 13 Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ’ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, 14 καὶ προέκοπτον ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. 15 Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ 16 ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοὶ, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, 17 οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς Ἀραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. 18 Ἔπειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· 19 ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.

 

ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ

 

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Α´ 11 - 19

11 Σᾶς γνωστοποιῶ δέ, ἀδελφοί, ὅτι τὸ εὐαγγέλιον, ποὺ ἐκηρύχθη εἰς σᾶς ἀπὸ ἑμέ, δὲν εἶναι ἐπινόημα ἀνθρώπου. 12 Διότι ὄχι μόνον οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι, ἀλλὰ καὶ ἐγὼ δὲν παρέλαβον αὐτὸ ἀπὸ ἄνθρωπον, οὔτε τὸ ἐδιδάχθην ἀπὸ ἄνθρωπον, ἀλλὰ παρέλαβον αὐτὸ κατ’ εὐθεῖαν δι’ ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀμέσως μοῦ ἐφανέρωσε καὶ μοῦ ἀπεκάλυψε τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. 13 Ὅτι δὲ μὲ ὑπερφυσικὴν ἀποκάλυψίν μου παρεδόθη ἀπὸ αὐτὸν τὸν Θεὸν τὸ εὐαγγέλιον, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν κατὰ τὸ παρελθὸν δρᾶσίν μου. Διότι ἠκούσατε τὴν διαγωγήν, ποὺ ἔδειξα κάποτε, ὅταν ἠκολούθουν τὸν νόμον καὶ τὰ ἔθιμα τῶν Ἰουδαίων. Ἠκούσατε δηλαδή, ὅτι ὑπερβολικὰ κατεδίωκον τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ προσεπάθουν νὰ τὴν καταστρέψω. 14 Καὶ προώδευα εἰς τὸν Ἰουδαϊσμὸν περισσότερον ἀπὸ πολλοὺς συνομήλικάς μου εἰς τὸ ἔθνος μου καὶ ἐδείκνυον περισσότερον ἀπὸ αὐτοὺς ζῆλον ὑπὲρ τῶν παραδόσεων, ποὺ παρελάβομεν ἀπὸ τοὺς πατέρας. 15 Ὅταν ὅμως εὐηρεστήθη ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος μὲ ἐξεχώρισε καὶ μὲ ἐξέλεξεν ἀπὸ τὸν καιρὸν ἀκόμη, ποὺ ἤμην εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός μου, καὶ μὲ ἐκάλεσε διὰ τῆς χάριτός του, χωρὶς ἐγὼ ἀπὸ τὰ ἔργα μου νὰ εἶμαι ἄξιος διὰ μίαν τέτοιαν ἐκλογήν, 16 διὰ νὰ ἀποκαλύψῃ τὸν Υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς μου, διὰ νὰ τὸν κηρύττω μεταξὺ τῶν ἐθνῶν, εὐθὺς δὲν συνεβουλεύθην σάρκα καὶ αἷμα, δηλαδὴ ἄνθρωπόν τινα οἰονδήποτε. 17 Οὔτε ἀνέβην εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα πρὸς συνάντησιν τῶν Ἀποστόλων, ποὺ εἶχον κληθῆ πρὸ ἑμοῦ εἰς τὸ ἀποστολικὸν ἀξίωμα, ἀλλὰ ἐπῆγα εἰς τὴν Ἀραβίαν καὶ πάλιν ἐπέστρεψα εἰς τὴν Δαμασκόν. 18 Ἔπειτα, μετὰ τρία ἔτη ἀφ’ ὅτου ἐπέστρεψα εἰς τὸν Χριστόν, ἀνέβην εἰς Ἱεροσόλυμα διὰ νὰ γνωρίσω τὸν Πέτρον καὶ ἔμεινα πλησίον τοῦ δεκαπέντε ἡμέρας. 19 Ἄλλον δὲ ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους δὲν εἶδον παρὰ μόνον τὸν Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.

 

ΠΗΓΗ:  www.saint.gr

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2025

Ο ΑΣΠΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΣΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

 

Ὁ ἀ­σπα­σμὸς τῆς ἀ­γά­πης στὴ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α

 

Στὴ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, λί­γο με­τὰ τὴν ἀ­πό­θε­ση τῶν Τι­μί­ων Δώ­ρων ἐ­πά­νω στὴν Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα, ὁ δι­ά­κο­νος κα­λεῖ τοὺς πι­στοὺς νὰ ἐ­φαρ­μό­σουν τὴν ἐν­το­λὴ «Ἀ­γα­πή­σεις Κύ­ρι­ον τὸν Θε­όν σου, ἐξ’ ὅ­λης της καρ­δί­ας σου καὶ ἐξ’ ὅ­λης της ψυ­χῆς σου καὶ ἐξ’ ὅ­λης της δι­α­νοί­ας σου καὶ ἐξ’ ὅ­λης της ἰ­σχύ­ος σου καὶ τὸν πλη­σί­ον σου ὡς σε­αυ­τὸν» (Λουκ. 10,27), δί­νον­τας τὸ πα­ράγ­γελ­μα «Ἀ­γα­πή­σω­μεν ἀλ­λή­λους ἴ­να ἐν ὁ­μο­νοί­α ὁ­μο­λο­γή­σω­μεν». Στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τό, στὴν ἀρ­χαί­α Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­λοι ἔ­δι­ναν με­τα­ξύ τους ἀ­σπα­σμὸ ἀ­γά­πης ἐν σι­ω­πᾐ.

Ἀρ­γό­τε­ρα, προ­τι­μή­θη­κε ἕ­νας ὕ­μνος ὥ­στε νὰ ἐπενδυθεῖ ἡ πρά­ξη αὐ­τή, ἐ­νῶ στὴ συ­νέ­χει­α ὁ ἀ­σπα­σμὸς με­τα­ξύ των πι­στῶν ἐγ­κα­τα­λεί­φθη­κε καὶ ἔ­μει­νε μό­νο με­τα­ξύ των λει­τουρ­γῶν κλη­ρι­κῶν. Ὁ ὕ­μνος αὐ­τὸς στὴ ση­με­ρι­νὴ πρά­ξη εἶ­ναι τὸ «Πα­τέ­ρα Υἱ­ὸν καὶ Ἅ­γι­ον Πνεῦ­μα, Τρι­ά­δα ὁ­μο­ού­σι­ον καὶ ἀ­χώ­ρι­στον» ὅ­ταν λει­τουρ­γεῖ ἕ­νας ἱ­ε­ρέ­ας μό­νος του, ἐ­νῶ ὅ­ταν λει­τουρ­γοῦν δύ­ο ἢ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἱ­ε­ρεῖς, κα­θό­σον προ­σκυ­νοῦν τὰ Τί­μι­α Δῶ­ρα καὶ ἀ­σπά­ζον­ται με­τα­ξύ τους, λέ­γε­ται ὁ ὕ­μνος «Ἀ­γα­πή­σω σε, Κύ­ρι­ε, ἡ ἰ­σχύς μου. Κύ­ρι­ος στε­ρέ­ω­μά μου καὶ κα­τα­φυ­γή μου καὶ ρύ­στης μου».

Ἔ­χει ση­μα­σί­α ὅ­τι ἀ­φοῦ γί­νει αὐ­τὴ ἡ προ­σκύ­νη­ση τῶν Τι­μί­ων Δώ­ρων καὶ ὁ ἀ­σπα­σμὸς με­τα­ξύ των ἀ­δελ­φῶν, τό­τε ὁ δι­ά­κο­νος κα­λεῖ νὰ κλεί­σουν οἱ πύ­λες – ὑ­λι­κὲς καὶ πνευ­μα­τι­κὲς καὶ νὰ προ­σέ­ξου­με μὲ σο­φί­α νὰ ἀ­παγ­γεί­λου­με τὸ Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, τὸ γνω­στὸ «Πι­στεύ­ω…». Ἡ ἀ­παγ­γε­λί­α δη­λα­δὴ τῆς ὁ­μο­λο­γί­ας τῆς ὀρ­θῆς Πί­στε­ως προ­ϋ­πο­θέ­τει τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τῆς ἀ­γά­πης πρὸς τὸν Θε­ὸ καὶ τὸν πλη­σί­ον. Πρῶ­τα ἐ­λέγ­χεις τὸν ἑ­αυ­τό σου μή­πως ἔ­χεις κά­τι ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ἀ­δελ­φοῦ σου καὶ ὕ­στε­ρα ἀ­ξι­ώ­νε­σαι νὰ ἔ­χεις τὴν παρ­ρη­σί­α τῆς ὁ­μο­λο­γι­α­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῶν δογ­μά­των τῆς Πί­στε­ως. Εἰ­δάλ­λως, ὅ­πως λέ­ει καὶ ὁ Κύ­ρι­ος «ἂν πᾶς νὰ προ­σφέ­ρεις τὸ δῶ­ρο σου στὸ θυ­σι­α­στή­ρι­ο καὶ θυ­μη­θεῖς ὅ­τι ἔ­χεις κά­τι ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ἀ­δελ­φοῦ σου, ἄ­φη­σε τὸ δῶ­ρο σου, πή­γαι­νε νὰ συμ­φι­λι­ω­θεῖς πρῶ­τα μὲ τὸν ἀ­δελ­φό σου καὶ ὕ­στε­ρα πρό­σφε­ρε τὸ δῶ­ρο σου (Ματθ. 5,23-24).

Ἐ­φό­σον λοι­πὸν ἔ­φρα­ξε κά­θε χα­ρα­μά­δα ἀπ’ ὅ­που θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἰ­σέλ­θει ἐ­φά­μαρ­τος λο­γι­σμός, ἐμ­πά­θει­α ἢ ἔ­χθρα καὶ ἀ­φοῦ ἄ­νοι­ξε δι­ά­πλα­τα κά­θε εἴ­σο­δος γιὰ νὰ εἰ­σέλ­θει ἡ Χά­ρις, ἡ Σο­φί­α, τὸ Φῶς καὶ ἡ Ἀ­λή­θει­α τοῦ Θε­οῦ τό­τε μπο­ρεῖ νὰ τε­λε­στεῖ ἡ Ἁ­γί­α Ἀ­να­φο­ρά, ὁ Κα­θα­γι­α­σμός, ὁ Με­λι­σμὸς καὶ ἡ Με­τά­λη­ψη τοῦ Σώ­μα­τος καὶ Αἵ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, καὶ ἡ Εὐ­χα­ρι­στί­α.

Ὁ Θε­ὸς μᾶς θέ­λει τέ­λει­ους, φω­τει­νούς, κα­τὰ χά­ριν θε­ούς. Δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο ὅ­τι στὶς ἀρ­χαῖ­ες Θεῖ­ες Λει­τουρ­γί­ες, ψάλ­λει ὁ κλῆ­ρος ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος ὁ ἕ­νας λει­τουρ­γὸς πρὸς τὸν ἄλ­λον: «Με­γα­λύ­να­τε τὸν Κύ­ρι­ον σὺν ἐ­μοὶ καὶ ὑ­ψώ­σω­μεν τὸ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ ἐ­πὶ τὸ αὐ­τὸ (Ψάλμ.33,4).  Αὐ­τὸ ση­μαί­νει ὅ­τι κα­τὰ τὴ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α ὁ Θε­ὸς «θε­οὶ τὸ πνεῦ­μα, τὸν δὲ νοῦν τρέ­φει ξέ­νως» (ἀ­πὸ τὶς εὐ­χὲς τῆς Θεί­ας Με­τα­λή­ψε­ως), θε­ο­ποι­εῖ τὸν ἄν­θρω­πο, τὸν κά­νει νὰ ἀ­κτι­νο­βο­λεῖ ἀ­πὸ τὴν θε­ό­τη­τα καὶ αὐ­τὸ εἶ­ναι μί­α προ­τύ­πω­ση τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ ὅ­που θὰ ἀ­πο­κα­λυ­φθοῦν ὅ­λα τα Μυ­στή­ρι­α καὶ θὰ μπο­ροῦ­με νὰ βλέ­που­με τὸ πρό­σω­πο τοῦ Θε­οῦ καὶ νὰ δο­ξο­λο­γοῦ­με ὅ­λοι μα­ζὶ τὴν Ἁ­γί­α Τρι­ά­δα.

Ὅ­πως κα­τὰ τὴν ἀ­να­το­λή, τὸ ἐ­περ­χό­με­νο φῶς τοῦ ἡ­λί­ου δι­α­θλᾶ­ται μέ­σω τῶν νε­φῶν, ἐ­κεῖ­να παίρ­νουν πα­νέ­μορ­φους σχη­μα­τι­σμοὺς καὶ δη­μι­ουρ­γοῦν εἰ­κό­νες ἐκ­πά­γλου καλ­λο­νῆς (ἀβ­βᾶ Ἠ­συ­χί­ου, λό­γος πε­ρὶ νή­ψε­ως – πρα­κτι­κά, κε­φά­λαι­ο 35), ἔ­τσι καὶ ἀ­πὸ τώ­ρα – ἐ­δῶ, στὴ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α ὡς ἀρ­χὴ ἀλ­λὰ καὶ με­τὰ τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς Κρί­σε­ως ὡς πληρότητα, θὰ λά­βουν οἱ ἄν­θρω­ποι τὸ Φῶς τοῦ Θε­οῦ καὶ θὰ γί­νουν Φῶς καὶ οἱ ἴ­διοι, θε­οὶ κα­τὰ χά­ριν, θὰ γί­νου­με ὅ­μοι­οί Του.  Καὶ τό­τε ὁ Θε­ὸς γί­νε­ται ὁ ἐ­ρά­σμι­ός μας, ὁ πο­θει­νός, ὁ ἠ­γα­πη­μέ­νος, ἡ γλυ­κύ­τη­τα, ἡ χα­ρά, ἡ εἰ­ρή­νη τῆς καρ­διᾶς μας.

Λέμε στὸν δο­ξο­λο­γι­κὸ ὕ­μνο με­τὰ τὴν Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α: «Εἴ­δο­μεν τὸ Φῶς τὸ ἀ­λη­θι­νόν, ἐ­λά­βο­μεν Πνεῦ­μα ἐ­που­ρά­νι­ον, εὔ­ρο­μεν Πί­στιν ἀ­λη­θῆ, ἀ­δι­αί­ρε­τον Τρι­ά­δα προ­σκυ­νοῦν­τες, αὕ­τη γὰρ ἠ­μᾶς ἔ­σω­σε». Αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι εὐ­χή, εἶ­ναι γε­γο­νὸς ἀ­λη­θι­νό, κοι­νω­νή­σα­με με­τὰ τοῦ Θε­οῦ, μὲ τὸν Λό­γο Του, μὲ τὴν Ἀ­να­φο­ρά Του, μὲ τὸ Σῶ­μα καὶ τὸ Αἷ­μα Του καὶ βγαί­νει ἀ­βί­α­στά το δο­ξο­λο­γι­κὸ ξέ­σπα­σμα τῶν φεγ­γο­ει­δῶν ψυ­χῶν μας πρὸς τὴν Ἁ­γί­α Τρι­ά­δα.

            Ἃς ὑ­πο­δε­χθοῦ­με λοι­πὸν τὶς ἑ­ορ­τὲς τῶν Χρι­στου­γέν­νων καὶ τῶν Θε­ο­φα­νεί­ων μὲ αὐ­τὸ τὸν πό­θο: νὰ ἀ­φή­σου­με τὸ χω­μά­τι­νο, τὸ πε­ριτ­τό, τὸ σαρ­κι­κό, αὐ­τὸ ποὺ φθεί­ρε­ται καὶ τε­λει­ώ­νει, γιὰ χά­ρη Αὐ­τοῦ ποὺ πλη­ρώ­νει τὰ πάν­τα καὶ δί­νει νό­η­μα σὲ ὅ­λα.  Χω­ρὶς μνη­σι­κα­κί­α, χω­ρὶς πε­ριτ­τὰ βά­ρη ἀ­πὸ ἁ­μαρ­τί­ες καὶ ἐ­νο­χές, ἃς βά­λου­με τὴν ἀρ­χὴ τῆς με­τα­νοί­ας μας μὲ ἐγ­γυ­ή­τρι­α τὴν Παρ­θέ­νο Μη­τέ­ρα τοῦ Κυ­ρί­ου μας ὥ­στε νὰ ἀ­ξι­ω­θοῦ­με αὐ­τὲς τὶς γιορ­τὲς νὰ γεν­νη­θεῖ ὁ Χρι­στὸς ἐν­τός μας, νὰ ἀ­να­βα­πτι­σθοῦ­με καὶ νὰ προ­ο­δεύ­σου­με σὲ μιὰ κα­τά­στα­ση ἐξ’ Ἰ­η­σοῦ (Λυ­τρω­τοὺ) συ­νι­στα­μέ­νη .