ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΞΑΝΘΗΣ
ΚΑΙ ΠΕΡΙΘΕΩΡΙΟΥ
ΞΑΝΘΗ
10-05-2015
ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ
ΚΥΡΙΑΚΗΣ
«Ο ΙΑΤΡΟΣ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ»
Ὁ Κύριος στήν
συνομιλία του μέ τήν Σαμαρείτιδα στό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ σταματᾶ πρὸς στιγμὴν τὴν
ὑψηλὴ διδασκαλία Του περὶ τοῦ «ζῶντος ὕδατος» γιὰ νὰ ἔρθει σὲ ἕνα ζήτημα ἄμεσα
προσωπικό. «Ὕπαγε φώνησον τόν ἄνδρα σου». Τὸ κάνει γιὰ νὰ ξυπνήσει μιὰ
συνείδηση ποὺ μένει ναρκωμένη. Γιὰ νὰ μπορέσει ἡ γυναίκα νὰ δεῖ τὶς μεγάλες
ἀλήθειες, ποὺ σὲ λίγο θὰ τῆς ἀποκαλύψει.
Ἐκείνη, κάπως
ταραγμένη, ζητεῖ νὰ ἀποφύγει τὴν ὁμολογία. Καταφεύγει στὴν ἀσάφεια: «Ἄνδρα οὐκ
ἔχω», ἀπαντᾶ, ἀφήνοντας μᾶλλον νὰ νοηθεῖ ὅτι μπορεῖ νὰ ἦταν ἀνύπαντρη ἢ χήρα. Ὅμως ὁ Χριστὸς ἐπιμένει. Μὲ λεπτότητα, ἀγγίζει
τὸ τραῦμα τῆς ψυχῆς, γιὰ νὰ τὸ θεραπεύσει. «Καλὰ εἶπες ὅτι δὲν ἔχεις ἄνδρα,
διότι πέντε ἄνδρες πῆρες καί τώρα ἐκεῖνον ποὺ ἔχεις δὲν εἶναι ἄνδρας σου. Ὁ Κύριος
δὲν ἀργεῖ νὰ φθάσει στὴν ἰδιαίτερη πτυχὴ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὸν ὁποῖο
ἐπικοινωνεῖ. Τήν ἴδια τακτική ἀκολουθεῖ καί στόν διάλογό Του με τόν πλούσιο
νέο. Προχωρεῖ πέρα ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια, στὸ βαθύτερο μέρος τῆς συνειδήσεως.
Δέν εἶναι
δυνατό νά συνομιλήσουμε μέ τό Χριστό, χωρίς ἡ συζήτηση νά πάρει ἕνα χαρακτήρα
καθαρά προσωπικό. Δέν μᾶς ἀφήνει νά μένουμε σέ γενικότητες, σέ θεωρίες. Σέ
στιγμές οὐσιαστικοῦ διαλόγου ξεσκεπάζει διακριτικὰ τὴ συμβατικότητα τῆς ζωῆς
μας καὶ ἀποκαλύπτει κάποια κρυφὴ πληγὴ ποὺ δὲ μποροῦμε ἐσαεὶ νὰ παραθεωροῦμε.
Ζητεῖ νὰ φέρει στὴν ἐπιφάνεια τὴν ἁμαρτία ποὺ ἐμεῖς ἀπωθοῦμε στὸ σκοτεινὸ βάθος
τῆς συνειδήσεώς μας, γιατὶ μόνο ἂν τὴ δοῦμε κατάματα καί τή συνειδητοποιήσουμε,
θά σωθοῦμε ἀπό τή θανατηφόρο ἀκτινοβολία πού ἐκπέμπει στόν ἐσωτερικό μας κόσμο.
Ὅταν θέλουμε
νά βοηθήσουμε τόν ἄλλο νά συναισθανθεῖ τό σφάλμα του, μή παραλείπουμε νά
χρησιμοποιοῦμε ὅση προσοχή καί λεπτότητα διαθέτουμε. Κατὰ κανόνα ὅμως εἴμαστε
ἀπότομοι, ἀδέξιοι, συχνὰ πικροί. Χρησιμοποιοῦμε λέξεις σκληρές, ὑπονοούμενα
φαρμακερά. Οὐσιαστικὰ ἐνδιαφερόμαστε περισσότερο νὰ δείξουμε καὶ νὰ ἐρεθίσουμε
τὴν πληγή, παρὰ νὰ τὴν ἐπουλώσουμε. Δὲν εἶναι ἡ ἀνυπόκριτη ἀγάπη ποὺ μᾶς κινεῖ,
ἀλλὰ ἡ φιλαυτία μας, ποὺ ἐνοχλεῖται ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἄλλου.
Ἡ Σαμαρείτιδα,
ὅταν ὁ Χριστὸς τῆς ἀποκαλύπτει τὴν προσωπική της ἁμαρτία, δὲν ἀντιδρᾶ, ἀλλ’
ἀναγνωρίζει τὸν Ἰησοῦ σὰν ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ δὲ κυρίως ἐπικαλεῖται, τὴν
ὥρα ποὺ προσκαλεῖ τοὺς συμπατριῶτες της νὰ σπεύσουν νὰ συναντήσουν τὸν Κύριο.
«Ἐλᾶτε νὰ δεῖτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκαμα∙ μήπως εἶναι αὐτὸς ὁ
Χριστός;».
Εκ της ιερας μητροπολεως