Ο Χριστός
γεννάται, δοξολογήσατε Αυτόν. Χριστός ο Θεός από τους ουρανούς κατέβη,
προϋπαντήσατε Αυτόν. Χριστός πάνω στη γη φάνηκε, άνθρωποι υψωθήτε απ’ τα γήινα
προς τα ουράνια. Όλοι οι λαοί της γης ψάλατε άσματα στον Κύριο και με ευφροσύνη
υμνήσατε Αυτόν που είναι δοξασμένος.
Τω προ των
αιώνων, εκ Πατρός γεννηθέντι αρρεύστως Υιώ, και επ’ εσχάτων εκ Παρθένου,
σαρκωθέντι ασπόρως, Χριστώ τω Θεώ βοήσωμεν• Ο ανυψώσας το κέρας ημών, Άγιος ει
Κύριε.
Νεύσον προς
ύμνους, οικετών ευεργέτα,
Εχθρού ταπεινών,
την επηρμένην οφρύν,
Φέρων τε
παντεπόπτα, της αμαρτίας
Ύπερθεν
ακλόνητον, εστηριγμένους,
Μάκαρ μελωδούς,
τη βάσει της πίστεως.
Ράβδος εκ της
ρίζης Ιεσσαί, και άνθος εξ αυτής, Χριστέ, εκ της Παρθένου ανεβλάστησας, εξ
όρους ο αινετός, κατασκίου δασέος• ήλθες σαρκωθείς εξ απειράνδρου, ο άυλος και
Θεός. Δόξα τη δυνάμει Σου Κύριε.
Γένους βροτείου,
την ανάπλασιν πάλαι,
Άδων προφήτης,
Αββακούμ προμηνύει,
Ιδείν αφράστως,
αξιωθείς τον τύπον•
Νέον βρέφος γαρ,
εξ όρους της Παρθένου,
Εξήλθε λαών, εις
ανάπλασιν Λόγος.
Θεέ μας που είσαι
Θεός της ειρήνης και φιλάνθρωπος Πατέρας, μας έστειλες τον Υιόν Σου τον
Μονογενή, Αγγελιοφόρο της μεγάλης και προαιώνιας απόφασής Σου, που προσφέρει σε
μας την ειρήνη με Σένα. Γι’ αυτό κι εμείς, τα έθνη, που από την πλάνη οδηγηθήκαμε
στο φως της γνώσεως του αληθινού Θεού, από το σκοτάδι της ασέβειας, που
βρισκόμαστε πριν, τώρα, στη χαραυγή της νέας ζωής της πίστεως, Σε δοξολογούμε,
φιλάνθρωπε Κύριε.
Από τα σπλάχνα
του το θαλάσσιο κήτος σαν έμβρυο απέβαλε τον Ιωνά σώο και αβλαβή, όπως τον
δέχτηκε. Το ίδιο και ο Μονογενής Λόγος του Θεού, αφού κατοίκησε στην κοιλιά της
Παρθένου και πήρε σάρκα, πέρασε από την πανάχραντη μήτρα της, διαφυλάξας αυτή
αδιάφθορη. Πράγματι επειδή δεν συνέβη μεταβολή στη μήτρα αυτή που Τον γέννησε,
παρθένο τη διατήρησε.
Οι Τρεις άγιοι
Παίδες, που ανατράφηκαν με την ευσέβεια στο Θεό, περιφρόνησαν την ασεβή
βασιλική διαταγή και δεν τρόμαξαν από την απειλή της φωτιάς, αλλά, ενώ
στέκονταν μέσα στις φλόγες, έψελναν, Συ, ο Θεός των Πατέρων μας, είσαι άξιος να
υμνείσαι.
Το υπερφυσικό
θαύμα της ενανθρωπήσεως του Θεού, προεικόνιζε εκείνη η κάμινος στη Βαβυλώνα που
ανέδιδε δροσιά, γιατί δεν κατέκαυσε τους νέους που ρίχτηκαν μέσα σ’ αυτή, όπως
και το πυρ της Θεότητος δεν κατέκαυσε την κοιλία της Παρθένου μέσα στην οποία
ήρεμα εισχώρησε, γι’ αυτό και εμείς ας ψάλλουμε αναφωνώντας, όλα τα
δημιουργήματα υμνείτε τον Κύριο και υψώνετε Αυτόν υπεράνω κάθε ανθρωπίνου
μεγαλείου σ’ όλους τους αιώνες.
Παράδοξο και
ακατανόητο θαύμα ατενίζω. Το σπήλαιο λαμπρό ουρανό, την Παρθένο θρόνο
Χερουβικό, τη φάτνη τόπο όπου αναπαύτηκε ο Χριστός, που ως Θεός δεν
περιορίζεται σε υλικό χώρο. Αυτόν λοιπόν ανυμνώντας εμείς οι πιστοί δοξάζουμε
με μεγάλη δόξα.
18 Και
τον ηρώτησε κάποιος άρχων, λέγων· “Διδάσκαλε αγαθέ, τι πρέπει να κάμω, δια να
κληρονομήσω την αιώνιον ζωήν;” 19 Είπε δε προς αυτόν ο Ιησούς· “εφ'
όσον με θεωρείς απλούν άνθρωπον, διατί με ονομάζεις αγαθόν; Κανένας δεν είναι
απολύτως αγαθός, στον οποίον και να ταιριάζη πλήρως το όνομα αυτό, ει μη μόνον
ο Θεός. 20 Γνωρίζεις τας εντολάς· να μη μοιχεύσης, να μη φονεύσης, να
μη κλέψης, να μη ψευδομαρτυρήσης, να τιμάς τον πατέρα σου και την μητέρα σου”. 21 Εκείνος
δε είπε· “όλα αυτά τα εφύλαξα εκ νεότητός μου”. 22 Οταν ήκουσε τα
λόγια αυτά ο Ιησούς του είπε· “ένα ακόμα σου λείπει· όλα όσα έχεις πώλησέ τα
και μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα αποκτήσης έτσι θυσαυρόν στον ουρανόν και
εμπρός ακολούθησέ με ως πιστός και υπάκουος μαθητής μου”. 23Εκείνος, όταν
ήκουσε αυτά, ελυπήθηκε βαθύτατα· διότι ήτο πολύ πλούσιος και είχε προσκόλλησιν
εις τα πλούτη του. 24 Οταν δε τον είδε ο Ιησούς καταλυπημένον να
φεύγη, είπε στους μαθητάς του· “πόσον δύσκολα αυτοί που έχουν τα χρήματα θα
μπουν εις την βασιλείαν του Θεού! 25 Διότι είναι ευκολώτερον να
περάση μια γκαμήλα από την μικρή τρύπα που ανοίγει ένα βελόνι, παρά ένας
πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού”.26 Εκείνοι δε που τον
ήκουσαν είπαν· “και ποιός είναι δυνατόν να σωθή, αφού λίγο-πολύ όλοι
ανακατευόμεθα με τα χρήματα και ελκυόμεθα από τα χρήματα; 27 Ο δε
Κυριος είπεν· “τα αδύνατα δια τους ανθρώπους είναι κατορθωτά και δυνατά στον
Θεόν”.
8 Διότι
άλλοτε ήσασθε σκοτάδι εξ αιτίας της πλάνης και της αμαρτίας, που κυριαρχούσε
μέσα σας. Τωρα όμως δια του Κυρίου έχετε φωτισθή και είσθε φως. Να ζήτε,
λοιπόν, και να συμπεριφέρεσθε σαν άνθρωποι, που τα πάντα εις αυτούς είναι φως
αληθείας και αρετής. 9 (Εφ' όσον ελάβετε το πνευματικόν φως πρέπει να
έχετε και φωτεινήν ζωήν). Διότι ο άγιος καρπός τον οποίον παράγει το Αγιον
Πνεύμα μέσα εις τας καρδίας των πιστών, εκδηλώνεται με κάθε καλωσύνην και
δικαιοσύνην και φιλαλήθειαν. 10 Να ερευνάτε και να διακρίνετε
πάντοτε, τι είναι ευάρεστον ενώπιον του Κυρίου, 11 και να μη
συμμετέχετε εις τα έργα του σκότους, που είναι άκαρπα και επιβλαβή. Ούτε καν
και να τα ανέχεσθε, αλλά μάλλον να τα ελέγχετε και να τα παρουσιάζετε εις τα
μάτια όλων επιβλαβή και ολέθρια. 12Διότι όσα από τους ασεβείς και
αμαρτωλούς γίνονται κρυφά και στο σκότος είναι αισχρόν και να τα αναφέρη
κανένας. (Δι' αυτό ακριβώς και δεν είναι νοητόν, όχι μόνον να συμμετέχετε, αλλ'
ούτε και να συζητήτε μεταξύ σας δι' αυτά. Μονον δε να τα ελέγχετε εις διόρθωσιν
των αμαρτωλών και περιφρούρησιν των άλλων). 13 Ολα δε αυτά τα πονηρά
έργα κάτω από το φως του ελέγχου, γίνονται φανερά πόσον ολέθρια είναι (ώστε οι
μεν καλοπροαίρετοι αμαρτωλοί να μετανοήσουν, οι δε άλλοι να προφυλαχθούν). Διότι
κάθε τι που φανερώνεται, είτε καλόν είτε κακόν, είναι σαν το φως, ώστε ο
καθένας να κανονίση απέναντι αυτού την στάσιν του. 14 Ο έλεγχος εις
φανέρωσιν του κακού και διόρθωσιν του αμαρτάνοντος πρέπει να γίνεται· δι' αυτό
και το Αγιον Πνεύμα ελέγχει και φωνάζει προς κάθε αμαρτωλόν· Σηκω, συ που
κοιμάσαι τον ύπνον της αμαρτίας, και πετάξου ορθός ανάμεσα από τους νεκρούς της
αμαρτίας και θα σε φωτίση ο Χριστός. 15 Προσέχετε, λοιπόν, εφ' όσον
έχετε φωτισθή από τον Χριστόν, πως με κάθε ακρίβειαν να συμπεριφέρεσθε, όχι σαν
μωροί και ασύνετοι, αλλά σαν φρόνιμοι και συνετοί. 16 Να κερδίζετε
πάντοτε και να εκμεταλλεύεσθε δια το αγαθόν τον χρόνον και τας ευκαιρίας της
παρούσης ζωής, διότι αι ημέραι, εξ αιτίας της αμαρτίας που επικρατεί, είναι
γεμάται πειρασμούς και πνευματικούς κινδύνους. 17 Δι' αυτό προσέχετε
να μη γίνεσθε και φέρεσθε σαν ασύνετοι, αλλά να ερευνάτε και να ενοήτε καλά
ποίον είναι το θέλημα του Κυρίου. 18Και μη μεθάτε με οίνον· εις την μέθην
υπάρχει πάντοτε η ασωτία και η κατάπτωσις. Αλλά γεμίζετε την ψυχήν, την καρδίαν
και τον νου σας με Πνεύμα Αγιον. 19 Θα αισθάνεσθε τότε ασυγκρίτως
ανώτερον και μεγαλύτερον ενθουσιασμόν από εκείνον, που δοκιμάζουν οι μέθυσοι,
τον οποίον και θα εξωτερικεύετε λαλούντες μεταξύ σας με ψαλμούς και ύμνους και
ωδάς πνευματικάς, άδοντες και ψάλλοντες στον Κυριον με όλην σας την καρδίαν.
16 Είπε
δε προς αυτούς και την εξής παραβολήν· “κάποιου πλουσίου ανθρώπου εσημείωσαν
εξαιρετικήν ευφορίαν τα χωράφια του. 17 Και αυτός έπεσεν αμέσως εις
αγωνιώδην συλλογήν και μέριμναν, λέγων· Τι να κάμω, διότι δεν έχω που να
συγκεντρώσω και αποθηκεύσω τους καρπούς των χωραφιών μου; 18 Και
ύστερα από μεγάλην σκέψιν είπε· τούτο θα κάμω· Θα κρημνίσω τας αποθήκας μου και
θα οικοδομήσω άλλας μεγαλυτέρας, και θα συγκεντρώσω εκεί όλα τα γεννήματά μου
και τα αγαθά μου. 19Και θα πω εις την ψυχήν μου· Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά
αποθηκευμένα για έτη πολλά· απόλαυσε την ζωήν, αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου. 20 Αφού
δε ετοίμασε όλα και πριν προλάβη τίποτε από αυτά να απολαύση, του είπεν ο Θεός·
ανόητε από την κακίαν σου άνθρωπε και απερίσκεπτε, αυτήν την νύκτα, που
επίστευσες ότι θα αρχίση η απολαυστική ζωη σου, απαιτούν να πάρουν από σε χωρίς
αναβολήν την ψυχήν σου· αυτά δε που έχεις ετοιμάσει, εις ποίον τώρα ανήκουν; 21 Ετσι
παθαίνει και αυτό το τέλος έχει εκείνος, που εγωϊστικά θησαυαρίζει δια τον
ευατόν του και δεν προσπαθεί να αποκτήση τον πλούτον των καλών έργων, εις τα
οποία ευχαριστείται ο Θεός”.
1 Σας
παρακαλώ, λοιπόν, και σας εξορκίζω εγώ, ο οποίος είμαι φυλακισμένος και
αλυσοδεμένος δια το όναμα του Κυρίου, να ζήτε και να συμπεριφέρεσθε, όπως
ταιριάζει εις την υψηλήν κλήσιν, με την οποίαν έχετε προσκληθή από τον Θεόν. 2 Δηλαδή
να ζήτε και να φέρεσθε με κάθε ταπεινοφροσύνην και πραότητα, με ανοχήν απέναντι
των άλλων και μεγαλοκαρδίαν, ανεχόμενοι ο ένας του άλλου τας αδυναμίας με
αγάπην, 3 να επιμελήσθε και να αγωνίζεσθε να διατηρήτε την ενότητα,
με την οποίαν το Πνεύμα το Αγιον σας έχει συνδέσει, έχοντες ως σύνδεσμον την
ειρήνην, η οποία θα βασιλεύη μεταξύ σας και θα σας ενώνη εις ένα πνευματικόν
σώμα. 4 Είσθε ένα πνευματικόν σώμα και έχετε ένα και το αυτό Πνεύμα
Αγιον, που σας ζωογονεί, καθώς επίσης έχετε κληθή όλοι εις μίαν και την αυτήν
ελπίδα της κλήσεώς σας. 5 Ενας και μόνος είναι ο Κυριος, μία είναι η
πίστις όλων των Χριστιανών, ένα το βάπτισμα που έχουν λάβει. 6 Ενας
και μόνος ο Θεός και Πατήρ όλων, αυτός ο οποίος κυριαρχεί επί όλων ανεξαιρέτως
και δια μέσου όλων ενεργεί και φανερώνει την αγαθήν του πρόνοιαν, και μέσα εις
όλους μας κατοικεί. 7 Εις τον καθένα δε από ημάς εδόθη η χάρις, τα
χαρίσματα και αι δωρεαί, σύμφωνα με το μέτρον, με το οποίον δικαίως και σαφώς
μοιράζει ο Χριστός τας δωρεάς του. (Ας μη υπάρχουν, λοιπόν, ζηλοφθονίαι μεταξύ
σας, διότι τα χαρίσματα είναι δώρα του Θεού, δια την εξυπηρέτησιν όλων).