Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΞΑΝΘΗΣ
ΚΑΙ ΠΕΡΙΘΕΩΡΙΟΥ
                                        

                                                                                      ΞΑΝΘΗ  03-05-2015
ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
«ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΦΑΝΗΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΕΡΙΘΕΩΡΙΟΥ»
Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ. Ἀτέλειωτη ἡ χορεία τῶν Ἁγίων. Ἄλλων τὰ ὀνόματα γνωστά, τιμῶνται καὶ χαίρουν εὐλαβείας ἀπὸ τοὺς πιστούς. Ἄλλων ὅμως εἶναι λιγότερο γνωστά. Πρόκειται γιὰ τοὺς ἀφανεῖς Ἁγίους.
Ἕνας τέτοιος Ἅγιος εἶναι καὶ ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Θεοφάνης, Ἐπίσκοπος Περιθεωρίου. Ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 3 Μαΐου. Δυστυχῶς γνωρίζουμε ἐλάχιστα γιὰ τὸν βίο καὶ τὴν πολιτεία τοῦ ἁγίου αὐτοῦ ἀνδρός. Κάτι ἄλλωστε ποὺ ἐπεδίωξε καὶ ὁ ἴδιος κατὰ τὴν ἐπίγεια ζωή του. Ἔζησε σ’ αὐτὸν τὸ κόσμο ὄχι ὡς σαρκικός, ἀλλὰ ὡς πνευματικὸς ἄνθρωπος, γνωρίζοντας τὸ λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅτι «τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς εἶναι θάνατος, τὸ  δὲ φρόνημα τοῦ πνεύματος ζωὴ καὶ εἰρήνη». Ὁ Ἁγιος Θεοφάνης βάδισε μὲ ὑπομονὴ τὴν στενὴ καὶ τεθλιμένη ὁδὸ τῆς ἐπουράνιας βασιλείας.
Δὲν γνωρίζουμε οὔτε τὸ κοσμικό του ὄνομα, οὔτε τοὺς κατὰ σάρκα συγγενεῖς του. Γνωρίζουμε ὅμως τὸν τόπο ὅπου ἀναγεννήθηκε πνευματικά. Στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας καὶ συγκεκριμένα στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπεδίου ἔλαβε τὴν μοναχικὴ κουρὰ καὶ τὸ ὄνομα Θεοφάνης. Ἐκεῖ ἐνδύθηκε μαζὶ μὲ τὸ μοναχικὸ σχῆμα τὴν πανοπλία τοῦ Θεοῦ.
Ὡς γνήσιο σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ Ὑψίστου ὑπετάγη στοὺς ἱεροὺς κανόνες τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ξεκινώντας ἀπὸ ἁπλὸς δόκιμος μοναχὸς καὶ ἀνεβαίνοντας σταδιακά, μὲ ταπείνωση καὶ πνεῦμα ὑπακοῆς καὶ ὑπομονῆς, ὅλες τὶς βαθμίδες τοῦ μοναχικοῦ βίου.
Mαθήτευσε κοντὰ στὸν Ἅγιο Μάξιμο, τὸν ἐπικαλούμενο Κυσοκαλύβη.
Συνδέθηκε μαζί του καὶ ἀργότερα συνέγραψε τὸν βίο του. Ὁ Ἅγιος Μάξιμος προεῖπε καὶ τὴν ἐξέλιξη τοῦ Ἁγίου Θεοφάνη: «γνώριζε δὲ ὅτι θὰ γίνῃς Ἡγούμενος καὶ Μητροπολίτης Ἀχριδῶν, καὶ μέλλῃς νὰ πάθῃς πολλά». Ὁ ἅγιος Θεοφάνης ἐπισημαίνει στὴν ἀφήγησή του: «Ὅλα δὲ ἐτελειώθησαν εἰς ἐμὲ κατὰ τὴν προφητείαν τοῦ Ἁγίου».
Στὸ Περιθεώριο, τὴ μικρὴ αὐτὴ πόλη τῆς Θράκης μὲ τὰ πολλὰ προβλήματα λόγῳ τῆς ἐξάπλωσης τῶν Τούρκων κατὰ τὸν 14ο αἰώνα, ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ἀνταποκρίθηκε πλήρως στὸ ὑψηλὸ λειτούργημά του, ὡς ἐνεπίληπτος, σώφρων, κόσμιος, ἐπιεικὴς καὶ ἀφιλάργυρος τηρητὴς τῶν ἱερῶν ἀποστολικῶν κανόνων. Ὅμως ἡ πολιτεία του δὲν ἄρεσε στοὺς κατακτητές, ποὺ τὸν πολέμησαν μὲ κάθε τρόπο. Ἔτσι ἐπαληθεύτηκε ἡ προφητεία τοῦ Ἁγίου Μαξίμου.
Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης, ἀποκομίζοντας τὸν «ἀμαράντινον τῆς δόξης στέφανον» ἀπὸ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ἀξιώθηκε τῆς ἐπουρανίου βασιλείας, ἀπ’ ὅπου πρεσβεύει καθημερινῶς ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Εκ της ιερας μητροπολεως

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ

Δ Ε Λ Τ Ι Ο   Τ Υ Π Ο Υ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΞΑΝΘΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΘΕΩΡΙΟΥ
κ.κ. Π Α Ν Τ Ε Λ Ε Η Μ Ο Ν Ο Σ

Παρασκευή 1-5-2015             Μέγας Ἑσπερινός εἰς τόν πανηγυρίζοντα Ἱερό   
ΩΡΑ: 19:00-20:30                      Ναό Ἁγίου Ἀθανασίου Συδινῆς.
                                               
Σάββατο 2-5-2015              Θεία Λειτουργία εἰς τόν πανηγυρίζοντα Ἱερό Ναό
ΩΡΑ: 07:00-10:30                         Ἁγίου Ἀθανασίου Συδινῆς.

ΩΡΑ: 19:00-20:30                     Μέγας Ἑσπερινός εἰς τόν πανηγυρίζοντα Ἱερό Ναό   
                                          Ἁγίου Θεοφάνους Ξάνθης, συγχοροστατούντων τῶν
                                      Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν Λαγκαδᾶ κ. Ἰωάννου
                                       καί Μαρωνείας καί Κομοτηνῆς κ. Παντελεήμονος.                

Κυριακή 3-5-2015             Θεία Λειτουργία εἰς τόν πανηγυρίζοντα Ἱερό Ναό
ΩΡΑ: 07:00-10:30                        Ἁγίου Θεοφάνους Ξάνθης, ἱερουργούντων τῶν
                                           Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν Λαγκαδᾶ κ. 
                                           Ἰωάννου καί Μαρωνείας καί Κομοτηνῆς
                                               κ. Παντελεήμονος.                 

Δευτέρα 04-05-2015               Μέγας Ἑσπερινός εἰς τήν πανηγυρίζουσα Ἱερά
ΩΡΑ: 19:00-21:00                         Μονή Ἁγίας Εἰρήνης Ξάνθης.

Τρίτη 05-05-2015                 Θεία Λειτουργία εἰς τήν πανηγυρίζουσα Ἱερά
ΩΡΑ: 07:00-10:30                        Μονή Ἁγίας Εἰρήνης Ξάνθης.

ΩΡΑ: 19:00-20:30                         Μέγας Ἑσπερινός εἰς τήν Ἱερά Μονή Κομνηνῶν,
                                            εἰς τήν ὁποίαν φυλάσσεται τεμάχιον ἐκ τοῦ Ἱεροῦ
                                            Λειψάνου της Ὁσίας Σοφίας τῆς ἐν Κλεισούρᾳ.
                                       

ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ


Τρίτη 28 Απριλίου 2015

ΤΟ ΨΑΛΤΗΡΙΟΝ

Αποτέλεσμα εικόνας για το ψαλτηρι pdf

ΤΟ ΨΑΛΤΗΡΙΟΝ

*


ΚΑΘΙΣΜΑ ΠΡΩΤΟΝ

Ψαλμός Α΄  1

Μακάριος ανήρ, ός ούκ επορεύθη εν βουλή ασεβών και εν οδώ αμαρτωλών ούκ έστη και επί καθέδρα λοιμών ούκ εκάθισεν. Αλλ’ ή εν τω νόμω Κυρίου το θέλημα αυτού, και εν τω νόμω αυτού μελετήσει ημέρας και νυκτός. Και έσται ως το ξύλον το πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των υδάτων, ό τον καρπόν αυτού δώσει εν καιρώ αυτού, και το φύλλον αυτού ούκ απορρυήσεται και πάντα, όσα αν ποιή, κατευοδωθήσεται. Ούχ ούτως οι ασεβείς, ούχ ούτως· αλλ’ ή ωσεί χνούς, όν εκρίπτει ο άνεμος από προσώπου της γης. Δια τούτο ούκ αναστήσονται ασεβείς εν κρίσει, ουδέ αμαρτωλοί εν βουλή δικαίων. ’Οτι γινώσκει Κύριος οδόν δικαίων, και οδός ασεβών απολείται.

Ψαλμός Β΄  2

Ινατί εφρύαξαν έθνη και λαοί εμελέτησαν κενά; Παρέστησαν οι βασιλείς της γης, και οι άρχοντες συνήχθησαν επι το αυτό κατά του Κυρίου και κατά του χριστού αυτού. Διαρρήξωμεν τους δεσμούς αυτών και απορρίψωμεν αφ’ ημών τον ζυγόν αυτών. Ο κατοικών εν ουρανοίς εκγελάσεται αυτούς, και ο Κύριος εκμυκτηριεί αυτούς. Τότε λαλήσει προς αυτούς εν οργή αυτού και εν τω θυμώ αυτού ταράξει αυτούς. Εγώ δε κατεστάθην βασιλεύς υπ’ αυτού επί Σιών όρος το άγιον αυτού, διαγγέλλων το πρόσταγμα Κυρίου. Κύριος είπε προς με· υιός μου εί συ. Εγώ σήμερον γεγέννηκα σε. Αίτησαι παρ’ εμού, και δώσω σοι έθνη την κληρονομίαν σου, και την κατάσχεσιν σου τα πέρατα της γης. Ποιμανείς αυτούς εν ράβδω σιδηρά, ως σκεύη κεραμέως συντρίψεις αυτούς. Και νυν, βασιλείς, σύνετε· παιδεύθητε, πάντες οι κρίνοντες την γην. Δουλεύσατε τω Κυρίω εν φόβω, και αγαλλιάσθε αυτώ εν τρόμω. Δράξασθε παιδείας, μήποτε οργισθή Κύριος και απολείσθε εξ οδού δικαίας, όταν εκκαυθή εν τάχει ο θυμός αυτού, μακάριοι πάντες οι πεποιθότες επ’ αυτώ.


Ψαλμός Γ΄  3

Κύριε, τί επληθύνθησαν οι θλίβοντες με; πολλοί επανίστανται επ’ εμέ. Πολλοί λέγουσι τη ψυχή μου· ούκ έστι σωτηρία αυτώ εν τω Θεώ αυτού. Συ δε, Κύριε, αντιλήπτωρ μου εί, δόξα μου, και υψών την κεφαλήν μου. Φωνή μου προς Κύριον εκέκραξα, και επήκουσε μου εξ όρους αγίου αυτού. Εγώ εκοιμήθην και ύπνωσα· εξηγέρθην, ότι Κύριος αντιλήψεται μου. Ού φοβηθήσομαι από μυριάδων λαού των κύκλω συνεπιτιθεμένων μοι. Ανάστα, Κύριε, σώσον με ο Θεός μου· ότι συ επάταξας πάντας τους εχθραίνοντας μοι ματαίως, οδόντας αμαρτωλών συνέτριψας. Του Κυρίου η σωτηρία, και επί τον λαόν σου η ευλογία σου.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός Δ΄  4

Εν τω επικαλείσθαι με εισήκουσας μου, ο Θεός της δικαιοσύνης μου, εν θλίψει επλάτυνας με· οικτείρησον με και εισάκουσον της προσευχής μου. Υιοί ανθρώπων, έως πότε βαρυκάρδιοι; ινατί αγαπάτε ματαιότητα και ζητείτε ψεύδος; Και γνώτε ότι εθαυμάστωσε Κύριος τον όσιον αυτού. Κύριος εισακούσεται μου εν τω κεκγραγέναι με προς αυτόν. Οργίζεσθε, και μη αμαρτάνετε· ά λέγετε εν ταις καρδίαις υμών, επί ταις κοίταις υμών κατανύγητε. Θύσατε θυσίαν δικαιοσύνης και ελπίσατε επί Κύριον· πολλοί λέγουσι· τίς δείξει ημίν τα αγαθά; Εσημειώθη εφ’ ημάς το φως του προσώπου σου, Κύριε. ’Εδωκας ευφροσύνη εις την καρδίαν μου, από καρπού σίτου, οίνου και ελαίου αυτών επληθύνθησαν. Εν ειρήνη επί το αυτό κοιμηθήσομαι και υπνώσω· ότι σύ, Κύριε, κατά μόνας επ’ ελπίδι κατώκισας με.

Ψαλμός Ε΄  5

Τα ρήματα μου ενώτισαι, Κύριε, σύνες της κραυγής μου. Πρόσχες τη φωνή της δεήσεως μου, ο βασιλεύς μου και ο Θεός μου· ότι προς σε προσεύξομαι, Κύριε. Το πρωί εισακούση της φωνής μου· το πρωί παραστήσομαι σοι και επόψει με· ότι ουχί Θεός θέλων ανομίαν συ εί. Ού παροικήσει σοι πονηρευόμενος, ουδέ διαμενούσι παράνομοι κατέναντι των οφθαλμών σου. Εμίσησας πάντας τους εργαζομένους την ανομίαν· απολείς πάντας τους λαλούντας το ψεύδος. ’Ανδρα αιμάτων και δόλιον βδελύσσεται Κύριος. Εγώ δε εν τω πλήθει του ελέους σου εισελεύσομαι εις τον οίκον σου, προσκυνήσω προς ναόν άγιον σου εν φόβω σου. Κύριε, οδήγησον με εν τη δικαιοσύνη σου ένεκα των εχθρών μου, κατεύθυνον ενώπιον σου την οδόν μου. ’Οτι ούκ έστιν εν τω στόματι αυτών αλήθεια· η καρδία αυτών ματαία. Τάφος ανεωγμένος ο λάρυγξ αυτών, ταις γλώσσαις αυτών εδολιούσαν· κρίνον αυτούς, ο Θεός. Αποπεσάτωσαν από των διαβουλιών αυτών· κατά το πλήθος των ασεβειών αυτών έξωσον αυτούς, ότι παρεπίκραναν σε, Κύριε. Και ευφρανθείησαν πάντες οι ελπίζοντες επί σε· εις αιώνα αγαλλιάσονται, και κατασκηνώσεις εν αυτοίς, και καυχήσονται εν σοι πάντες οι αγαπώντες το όνομα σου. ’Οτι συ ευλογήσεις δίκαιον· Κύριε ως όπλω ευδοκίας εστεφάνωσας ημάς.



Ψαλμός ΣΤ΄  6

Κύριε, μη τω θυμώ σου ελέγξης με, μηδέ τη οργή σου παιδεύσης με. Ελέησον με, Κύριε, ότι ασθενής ειμί· ίασαι με, Κύριε, ότι εταράχθη τα οστά μου, και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα· και συ, Κύριε, έως πότε; Επίστρεψον, Κύριε, ρύσαι την ψυχήν μου· σώσον με· ένεκεν του ελέους σου. ’Οτι ούκ έστιν εν τω θανάτω ο μνημονεύων σου· εν δε τω ’Αδη τίς εξομολογήσεται σοι; Εκοπίασα εν τω στεναγμώ μου, λούσω καθ’ εκάστην νύκτα την κλίνην μου, εν δάκρυσι μου την στρωμνήν μου βρέξω. Εταράχθη από θυμού ο οφθαλμός μου, επαλαιώθην εν πάσι τοις εχθροίς μου. Απόστητε απ’ εμού πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν, ότι εισήκουσε Κύριος της φωνής του κλαυθμού μου. ’Ηκουσε Κύριος της δεήσεως μου, Κύριος την προσευχήν μου προσεδέξατο. Αισχυνθείησαν και ταραχθείησαν σφόδρα πάντες οι εχθροί μου, αποστραφείησαν και καταισχυνθείησαν σφόδρα δια τάχους.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός Ζ΄  7

Κύριε ο Θεός μου, επί σοι ήλπισα· σώσον με εκ πάντων των διωκόντων με, και ρύσαι με. Μήποτε αρπάση ως λέων την ψυχήν μου, μη όντος λυτρουμένου, μηδέ σώζοντος. Κύριε ο Θεός μου, ει εποίησα τούτο, εί έστιν αδικία εν χερσί μου. Εί ανταπέδωκα τοις ανταποδιδούσι μοι κακά, αποπέσοιμι άρα από των εχθρών μου κενός. Καταδιώξαι άρα ο εχθρός την ψυχήν μου και καταλάβοι και καταπατήσαι εις γην την ζωήν μου και την δόξαν μου εις χουν κατασκηνώσαι. Ανάστηθι, Κύριε, εν οργή σου, υψώθητι εν τοις πέρασι των εχθρών σου. Και εξεγέρθητι, Κύριε ο Θεός μου, εν προστάγματι, ω ενετείλω, και συναγωγή λαών κυκλώσει σε· και υπέρ ταύτης εις ύψος επίστρεψον. Κύριος κρινεί λαούς. Κρίνον με, Κύριε, κατά την δικαιοσύνην μου και κατά την ακακίαν μου επ’ εμοί. Συντελεσθήτω δη πονηρία αμαρτωλών και κατευθυνείς δίκαιον, ετάζων καρδίας και νεφρούς ο Θεός. Δικαία η βοήθεια μου παρά του Θεού, του σώζοντος τους ευθείς τη καρδία. Ο Θεός κριτής δίκαιος και ισχυρός και μακρόθυμος και μη οργήν επάγων καθ’ εκάστην ημέραν. Εάν μη επιστραφήτε, την ρομφαίαν αυτού στιλβώσει, το τόξον αυτού ενέτεινε, και ητοίμασεν αυτό. Και εν αυτώ ητοίμασε σκεύη θανάτου, τα βέλη αυτού τοις καιομένοις εξειργάσατο. Ιδού ωδίνησεν αδικίαν, συνέλαβε πόνον, και έτεκεν ανομίαν. Λάκκον ώρυξε, και ανέσκαψεν αυτόν, και εμπεσείται εις βόθρον, όν ειργάσατο. Επιστρέψει ο πόνος αυτού εις κεφαλήν αυτού και επί κορυφήν αυτού η αδικία αυτού καταβήσεται. Εξομολογήσομαι τω Κυρίω κατά την δικαιοσύνην αυτού και ψαλώ το ονόματι Κυρίου του Υψίστου.

Ψαλμός Η΄  8

Κύριε, ο Κύριος ημών, ως θαυμαστόν το όνομα σου εν πάση τη γη! ’Οτι επήρθη η μεγαλοπρέπεια σου υπεράνω των ουρανών. Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον, ένεκα των εχθρών σου, του καταλύσαι εχθρόν και εκδικητήν. ’Οτι όψομαι τους ουρανούς έργα των δακτύλων σου, σελήνην και αστέρας, ά συ εθεμελίωσας. Τί έστιν άνθρωπος, ότι μιμνήσκη αυτού; ή υιός ανθρώπου, ότι επισκέπτη αυτόν; Ηλάττωσας αυτόν βραχύ τι παρ’ αγγέλους· δόξη και τιμή εστεφάνωσας αυτόν, και κατέστησας αυτόν επί τα έργα των χειρών σου. Πάντα υπέταξας υποκάτω των ποδών αυτού, πρόβατα, και βόας απάσας, έτι δε και τα κτήνη του πεδίου. Τα πετεινά του ουρανού, και τους ιχθύας της θαλάσσης, τα διαπορευόμενα τρίβους θαλασσών. Κύριε, ο Κύριος ημών, ως θαυμαστόν το όνομα σου εν πάση τη γη!

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.


ΚΑΘΙΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

Ψαλμός Θ΄  9

Εξομολογήσομαι σοι, Κύριε, εν όλη καρδία μου, διηγήσομαι πάντα τα θαυμάσια σου. Ευφρανθήσομαι και αγαλλιάσομαι εν σοι, ψαλώ το ονόματι σου, ’Υψιστε. Εν τω αποστραφήναι τον εχθρόν μου εις τα οπίσω, ασθενήσουσι και απολούνται από προσώπου σου.’Οτι εποίησας την κρίσιν μου και την δίκην μου· εκάθισας επί θρόνου ο κρίνων δικαιοσύνην. Επετίμησας έθνεσι, και απώλετο ο ασεβής· το όνομα αυτού εξήλειψας εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος. Του εχθρού εξέλιπον αι ρομφαίαι εις τέλος, και πόλεις καθείλες. Απώλετο το μνημόσυνον αυτού μετ’ ήχου, και ο Κύριος εις τον αιώνα μένει. Ητοίμασεν εν κρίσει τον θρόνον αυτού, και αυτός κρινεί την οικουμένην εν δικαιοσύνη, κρινεί λαούς εν ευθύτητι. Και εγένετο Κύριος καταφυγή τω πένητι, βοηθός εν ευκαιρίαις, εν θλίψεσι. Και ελπισάτωσαν επί σοι οι γινώσκοντες το όνομα σου, ότι ούκ εγκατέλιπες τους εκζητούντας σε, Κύριε. Ψάλατε τω Κυρίω, τω κατοικούντι εν Σιών, αναγγείλατε εν τοις έθνεσι τα επιτηδεύματα αυτού. ’Οτι ο εκζητών τα αίματα αυτών εμνήσθη, ούκ επελάθετο της κραυγής των πενήτων. Ελέησον με, Κύριε, ίδε την ταπείνωσιν μου εκ των εχθρών μου, ο υψών με εκ των πυλών του θανάτου. ’Οπως αν εξαγγείλω πάσας τας αινέσεις σου εν ταις πύλαις της θυγατρός Σιών· αγαλλιασόμεθα επί τω σωτηρίω σου. Ενεπάγησαν έθνη εν διαφθορά, ή εποίησαν· εν παγίδι ταύτη, ή έκρυψαν, συνελήφθη ο πούς αυτών. Γινώσκεται Κύριος κρίματα ποιών· εν τοις έργοις των χειρών αυτού συνελήφθη ο αμαρτωλός.
Αποστραφήτωσαν οι αμαρτωλοί εις τον ’Αδην, πάντα τα έθνη τα επιλανθανόμενα του Θεού. ’Οτι ούκ εις τέλος επιλησθήσεται ο πτωχός, η υπομονή των πενήτων ούκ απολείται εις τέλος. Ανάστηθι, Κύριε, μη κραταιούσθω άνθρωπος, κριθήτωσαν έθνη ενώπιον σου. Κατάστησον, Κύριε, νομοθέτην επ’ αυτούς· γνώτωσαν έθνη ότι άνθρωποι είσιν. Ινατί, Κύριε, αφέστηκας μακρόθεν; υπεροράς εν ευκαιρίαις, εν θλίψεσιν; Εν τω υπερηφανεύεσθαι τον ασεβή, εμπυρίζεται ο πτωχός· συλλαμβάνονται εν διαβουλίοις, οις διαλογίζονται. ’Οτι επαινείται ο αμαρτωλός εν ταις επιθυμίαις τη ψυχής αυτού, και ο αδικών ενευλογείται. Παρώξυνε τον Κύριον ο αμαρτωλός· κατά το πλήθος της οργής αυτού ούκ εκζητήσει· ούκ έστιν ο Θεός ενώπιον αυτού. Βεβηλούνται αι οδοί αυτού εν παντί καιρώ· ανταναιρείται τα κρίματα σου από προσώπου αυτού, πάντων των εχθρών αυτού κατακυριεύσει. Είπε γαρ εν καρδία αυτού· Ου μη σαλευθώ από γενεάς εις γενεάν άνευ κακού. Ού αράς το στόμα αυτού γέμει και πικρίας και δόλου· υπό την γλώσσαν αυτού κόπος και πόνος. Εγκάθηται εν ενέδρα μετά πλουσίων, εν αποκρύφοις του αποκτείναι αθώον· οι οφθαλμοί αυτού εις τον πένητα αποβλέπουσιν. Ενεδρεύει εν αποκρύφω, ως λεών εν τη μάνδρα αυτού· ενεδρεύει του αρπάσαι πτωχόν, αρπάσαι πτωχόν εν τω ελκύσαι αυτόν. Εν τη παγίδι αυτού ταπεινώσει αυτόν· κύψει και πεσείται εν τω αυτόν κατακυριεύσαι των πενήτων. Είπε γαρ εν καρδία αυτού· επιλέλησται ο Θεός, απέστρεψε το πρόσωπον αυτου του μη βλέπειν εις τέλος. Ανάστηθι, Κύριε ο Θεός μου, υψωθήτω η χείρ σου, μη επιλάθη των πενήτων σου εις τέλος. ’Ενεκεν τίνος παρώργισεν ο ασεβής τον Θεόν; είπε γαρ εν καρδία αυτού· ούκ εκζητήσει. Βλέπεις, ότι συ πόνον και θυμόν κατανοείς, του παραδούναι αυτόν εις χείρας σου. Σοι εγκαταλέλειπται ο πτωχός, ορφανώ σύ ήσθα βοηθός. Σύντριψον τον βραχίονα του αμαρτωλού και πονηρού· ζητηθήσεται η αμαρτία αυτού και ου μη ευρεθή. Κύριος βασιλεύς εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος. Απολείσθε έθνη εκ της γης αυτού. Την επιθυμίαν των πενήτων εισήκουσας, Κύριε· τη ετοιμασία της καρδίας αυτών προσέσχε το ούς σου. Κρίναι ορφανώ και ταπεινώ, ίνα μη προσθή έτι του μεγαλαυχείν άνθρωπος επί της γης.

Ψαλμός Ι΄  10

Επί τω Κυρίω πέποιθα, πώς ερείτε τη ψυχή μου, μεταναστεύου επί τα όρη ως στρουθίον; ’Οτι ιδού οι αμαρτωλοί ενέτειναν τόξον, ητοίμασαν βέλη εις φαρέτραν, του κατατοξεύσαι εν σκοτομήνη τους ευθείς τη καρδία. ’Οτι ά συ κατηρτίσω, αυτοί καθείλον· ο δε δίκαιος τί εποίησε; Κύριος εν ναώ αγίω αυτού· Κύριος εν ουρανώ ο θρόνος αυτού· οι οφθαλμοί αυτού εις τον πένητα αποβλέπουσι· τα βλέφαρα αυτού εξετάζει τους υιούς των ανθρώπων. Κύριος εξετάζει τον δίκαιον και τον ασεβή· ο δε αγαπών την αδικίαν μισεί την εαυτού ψυχήν. Επιβρέξει επί αμαρτωλούς παγίδας, πυρ και θείον και πνεύμα καταιγίδος η μερίς του ποτηρίου αυτών. ’Οτι δίκαιος Κύριος, και δικαιοσύνας ηγάπησεν, ευθύτητας είδε το πρόσωπον αυτού.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός ΙΑ΄  11

Σώσον με, Κύριε, ότι εκλέλοιπεν όσιος· ότι ωλιγώθησαν αι αλήθειαι από των υιών των ανθρώπων. Μάταια ελάλησεν έκαστος προς τον πλησίον αυτού· χείλη δόλια εν καρδία και εν καρδία ελάλησε κακά. Εξολοθρεύσαι Κύριος πάντα τα χείλη τα δόλια και γλώσσαν μεγαλορρήμονα. Τους ειπόντας· Την γλώσσαν ημών μεγαλυνούμεν, τα χείλη ημών παρ’ ημίν έστι· τίς ημών Κύριος έστιν; Από της ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων, νυν αναστήσομαι, λέγει Κύριος· θήσομαι εν σωτηρίω, παρρησιάσομαι εν αυτώ. Τα λόγια Κυρίου λόγια αγνά, αργύριον πεπυρωμένον, δοκίμιον τη γη κεκαθαρισμένον επταπλασίως. Σύ, Κύριε, φυλάξαις ημάς και διατηρήσαις ημάς από της γενεάς ταύτης και εις τον αιώνα. Κύκλω οι ασεβείς περιπατούσι· κατά το ύψος σου επολυώρησας τους υιούς των ανθρώπων.

Ψαλμός ΙΒ΄  12

’Εως πότε, Κύριε, επιληση μου εις τέλος; έως πότε αποστρέψεις το πρόσωπον σου απ’ εμού; ’Εως τίνος θήσομαι βουλάς εν ψυχή μου, οδύνας εν καρδία μου ημέρας και νυκτός; ’Εως πότε υψωθήσεται ο εχθρός μου επ’ εμέ; Επίβλεψον, εισάκουσον μου, Κύριε ο Θεός μου· φώτισον τους οφθαλμούς μου, μήποτε υπνώσω εις θάνατον. Μήποτε είπη ο εχθρός μου· ’Ισχυσα προς αυτόν. Οι θλίβοντες με αγαλλιάσονται, εάν σαλευθώ. Εγώ δε επί τω ελέει σου ήλπισα. Αγαλλιάσεται η καρδία μου επί τω σωτηρίω σου. άσω τω Κυρίω τω ευεργετήσαντι με και ψαλώ τω ονόματι Κυρίου του Υψίστου.


Ψαλμός ΙΓ΄  13

Είπεν άφρων εν καρδία αυτού· ούκ έστι Θεός. Διεφθάρησαν, και εβδελύχθησαν εν επιτηδεύμασιν, ούκ έστι ποιών χρηστότητα, ούκ έστιν έως ενός. Κύριος εκ του ουρανού διέκυψεν επί τους υιούς των ανθρώπων, του ιδείν ει έστι συνιών ή εκζητών τον Θεόν. Πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν· ούκ έστι ποιών χρηστότητα, ούκ έστιν έως ενός. Ουχί γνώσονται πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν; οι εσθίοντες τον λαόν μου εν βρώσει άρτου, τον Κύριον ούκ επεκαλέσαντο. Εκεί εδειλίασαν φόβω, ού ούκ ην φόβος· ότι ο Κύριος εν γενεά δικαίων. Βουλήν πτωχού κατησχύνατε· ο δε Κύριος ελπίς αυτού έστι. Τίς δώσει εκ Σιών το σωτήριον του Ισραήλ; Εν τω επιστρέψαι Κύριον την αιχμαλωσίαν του λαού αυτού, αγαλλιάσεται Ιακώβ και ευφρανθήσεται Ισραήλ.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.


Ψαλμός ΙΔ΄  14

Κύριε, τις παροικήσει εν τω σκηνώματι σου; ή τις κατασκηνώσει εν όρει αγίω σου; Πορευόμενος άμωμος και εργαζόμενος δικαιοσύνην, λαλών αλήθειαν εν καρδία αυτού· ’Ος ούκ εδόλωσεν εν γλώσση αυτού και ούκ εποίησε τω πλησίον αυτού κακόν και ονειδισμόν ούκ έλαβεν επί τοις έγγιστα αυτού. Εξουδένωται ενώπιον αυτού πονηρευόμενος, τους δε φοβουμένους τον Κύριον δοξάζει. Ο ομνύων τον πλησίον αυτού και ούκ αθετών· το αργύριον αυτού ούκ έδωκεν επί τόκω και δώρα επ’ αθώοις ούκ έλαβεν. Ο ποιών ταύτα, ού σαλευθήσεται εις τον αιώνα.

Ψαλμος ΙΕ΄  15

Φύλαξον με, Κύριε, ότι επί σοι ήλπισα· είπα τω Κυρίω· Κύριος μου ει σύ, ότι των αγαθών μου ού χρείαν έχεις. Τοις αγίοις τοις εν τη γη αυτού εθαυμάστωσεν ο Κύριος, πάντα τα θελήματα αυτού εν αυτοίς. Επληθύνθησαν αι ασθένειαι αυτών, μετά ταύτα ετάχυναν. Ου μη συναγάγω τας συναγωγάς αυτών εξ αιμάτων, ουδ’ ου μη μνησθώ τω ονομάτων αυτών δια χειλέων μου. Κύριος μερίς της κληρονομίας μου και του ποτηρίου μου· συ εί ο αποκαθιστών την κληρονομίαν μου εμοί. Σχοινία επέπεσε μοι εν τοις κρατίστοις, και γαρ η κληρονομία μου κρατίστη μοι έστιν. Ευλογήσω τον Κύριον τον συνετίσαντα με, έτι δε και έως νυκτός επαίδευσαν με οι νεφροί μου. Προωρώμην τον Κύριον ενώπιον μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου έστιν, ίνα μη σαλευθώ. Δια τούτο ευφράνθη η καρδία μου και ηγαλλιάσατο η γλώσσα μου, έτι δε και η σαρξ μου κατασκηνώσει επ’ ελπίδι. ’Οτι ούκ εγκαταλείψεις την ψυχήν μου εις άδην, ουδέ δώσεις τον όσιον σου ιδείν διαφθοράν. Εγνώρισας μοι οδούς ζωής, πληρώσεις  με ευφροσύνης μετά του προσώπου σου· τερπνότητες εν τη δεξιά σου εις τέλος.

Ψαλμός ΙΣΤ΄  16

Εισάκουσον, Κύριε, της δικαιοσύνης μου, πρόσχες τη δεήσει μου. Ενώτισαι την προσευχήν μου, ούκ εν χείλεσι δολίοις. Εκ προσώπου σου το κρίμα μου εξέλθοι, οι οφθαλμοί μου ιδέτωσαν ευθύτητας. Εδοκίμασας την καρδίαν μου, επεσκέψω νυκτός· επύρωσας με και ούχ ευρέθη εν εμοί αδικία. ’Οπως αν μη λαλήση το στόμα μου τα έργα των ανθρώπων, δια τους λόγους των χειλέων σου εγώ εφύλαξα οδούς σκληράς. Κατάρτισαι τα διαβήματα μου εν ταις τρίβοις σου, ίνα μη σαλευθώσι τα διαβήματα μου. Εγώ εκέκραξα, ότι επήκουσας μου, ο Θεός· κλίνον το ούς σου εμοί, και εισάκουσον των ρημάτων μου. Θαυμάστωσον τα ελέη σου, ο σώζων τους ελπίζοντας επί σε· εκ των ανθεστηκότων τη δεξιά σου φύλαξον με, Κύριε, ως κόρην οφθαλμού. Εν σκέπη των πτερύγων σου σκεπάσεις με, από προσώπου ασεβών των ταλαιπωρησάντων με. Οι εχθροί μου την ψυχήν μου περιέσχον· το στέαρ αυτών συνέκλεισαν, το στόμα αυτών ελάλησεν υπερηφανίαν. Εκβαλόντες με νυνί περιεκύκλωσαν με, τους οφθαλμούς αυτών έθεντο εκκλιναι εν τη γη. Υπέλαβον με ωσεί λέων έτοιμος εις θήραν, και ωσεί σκύμνος οικών εν αποκρύφοις. Ανάστηθι, Κύριε, πρόφθασον αυτούς και υποσκέλισον αυτούς· ρύσαι την ψυχήν μου από ασεβούς, ρομφαίαν σου από εχθρών της χειρός σου. Κύριε, από ολίγων από γης διαμέρισον αυτούς εν τη ζωή αυτών,και των κεκρυμμένων σου επλήσθη η γαστήρ αυτών. Εχορτάσθησαν υείων και αφήκαν τα κατάλοιπα τοις νηπίοις αυτών. Εγώ δε εν δικαιοσύνη οφθήσομαι τω προσώπω σου· χορτασθήσομαι εν τω οφθήναι μοι την δόξαν σου.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.



ΚΑΘΙΣΜΑ ΤΡΙΤΟΝ


Ψαλμός ΙΖ΄  17

Αγαπήσω σε, Κύριε, η ισχύς μου. Κύριος στερέωμα μου και καταφυγή μου και ρύστης μου. Ο Θεός μου, βοηθός μου, και ελπιώ επ’ αυτόν· υπερασπιστής μου και κέρας σωτηρίας μου και αντιλήπτωρ μου. Αινών επικαλέσομαι τον Κύριον, και εκ των εχθρών μου σωθήσομαι. Περιέσχον με ωδίνες θανάτου και χείμαρροι ανομίας εξετάραξαν με. Ωδίνες άδου περιεκύκλωσαν με, προέφθασαν με παγίδες θανάτου. Και εν τω θλίβεσθαι με επεκαλεσάμην τον Κύριον και προς τον Θεόν μου εκέκραξα. ’Ηκουσεν εκ ναού αγίου αυτού φωνής μου και η κραυγή μου ενώπιον αυτου εισελεύσεται εις τα ώτα αυτού. Και εσαλεύθη, και έντρομος εγενήθη η γη και τα θεμέλια των ορέων εταράχθησαν και εσαλεύθησαν, ότι ωργίσθη αυτοίς ο Θεός. Ανέβη καπνός εν οργή αυτού και πυρ από προσώπου αυτού κατεφλόγισεν, άνθρακες ανήφθησαν απ’ αυτού. Και έκλινεν ουρανούς και κατέβη και γνόφος υπό τους πόδας αυτού. Και επέβη επί Χερουβίμ και επετάσθη· επετάσθη επί πτερύγων ανέμων. Και έθετο σκότος αποκρυφήν αυτού, κύκλω αυτού η σκηνή αυτού, σκοτεινόν ύδωρ εν νεφέλαις αέρων. Από της τηλαυγήσεως ενώπιον αυτού αι νεφέλαι διήλθον, χάλαζα και άνθρακες πυρός. Και εβρόντησεν εξ ουρανού ο Κύριος, και ο ’Υψιστος έδωκε φωνήν αυτού. Εξαπέστειλε βέλη και εσκόρπισεν αυτούς και αστραπάς επλήθυνε και συνετάραξεν αυτούς. Και ώφθησαν αι πηγαί των υδάτων και ανεκαλύφθη τα θεμέλια της οικουμένης από επιτιμήσεως σου, Κύριε, από εμπνεύσεως πνεύματος οργής σου. Εξαπέστειλεν εξ ύψους και έλαβε με· προσελάβετο με εξ υδάτων πολλών. Ρύσεται με εξ εχθρών μου δυνατών και εκ των μισούντων με, ότι εστερεώθησαν υπέρ εμέ. Προέφθασαν με εν ημέρα κακώσεως μου· και εγένετο Κύριος αντιστήριγμα μου. Και εξήγαγε με εις πλατυσμόν· ρύσεται με, ότι ηθέλησε με. Και ανταποδώσει μοι Κύριος κατά την δικαιοσύνην μου, και κατά την καθαριότητα των χειρών μου ανταποδώσει μοι. ’Οτι εφύλαξα τας οδούς Κυρίου και ούκ ησέβησα από του Θεού μου. ’Οτι πάντα τα κρίματα αυτού ενώπιον μου και τα δικαιώματα αυτού ούκ απέστησαν απ’ εμού. Και έσομαι άμωμος μετ’ αυτού και φυλάξομαι από της ανομίας μου. Και ανταποδώσει μοι Κύριος κατά την δικαιοσύνην μου και κατά την καθαριότητα των χειρών μου, ενώπιον των οφθαλμών αυτού. Μετά οσίου όσιος έση και μετά ανδρός αθώου αθώος έση· και μετά εκλεκτού εκλεκτός έση· και μετά στρεβλού διαστρέψεις. ’Οτι συ λαόν ταπεινόν σώσεις και οφθαλμούς υπερηφάνων ταπεινώσεις. ’Οτι σύ φωτιείς λύχνον μου, Κύριε ο Θεός μου, φωτιείς το σκοτος μου. ’Οτι εν σοι ρυσθήσομαι από πειρατηρίου και εν τω Θεώ μου υπερβήσομαι τείχος. Ο Θεός μου, άμωμος η οδός αυτού· τα λόγια Κυρίου πεπυρωμένα, υπερασπιστής έστι πάντων των ελπιζόντων επ’ αυτόν. ’Οτι τίς Θεός πάρεξ του Κυρίου; ή τίς Θεός πλην του Θεού ημών; Ο Θεός ο περιζωννύων με δύναμιν και έθετο άμωμον την οδόν μου. Καταρτιζόμενος τους πόδας μου ωσεί ελάφου και επί τα υψηλά ιστών με. Διδάσκων χείρας μου εις πόλεμον· και έθου τόξον χαλκούν τους βραχίονας μου. Και έδωκας μοι υπερασπισμόν σωτηρίας, και η δεξιά σου αντελάβετο μου. Και η παιδεία σου ανώρθωσε με εις τέλος, και η παιδεία σου αυτή με διδάξει. Επλάτυνας τα διαβήματα μου υποκάτω μου, και ούκ ησθένησαν τα ίχνη μου. Καταδιώξω τους εχθρούς μου και καταλήψομαι αυτούς και ούκ αποστραφήσομαι, έως άν εκλίπωσιν. Εκθλίψω αυτούς και ου μη δύνωνται στήναι· πεσούνται υπό τους πόδας μου. Και περιέζωσας με δύναμιν εις πόλεμον, συνεπόδισας πάντας τους επανισταμένους επ’ εμέ υποκάτω μου. Και τους εχθρούς μου έδωκας μοι νώτον και τους μισούντας με εξωλόθρευσας. Εκέκραξαν, και ούκ ην ο σώζων, προς Κύριον, και ούκ εισήκουσεν αυτών. Και λεπτυνώ αυτούς ωσεί χνούν κατά πρόσωπον ανέμου, ως πηλόν πλατειών λεανώ αυτούς. Ρύση με εξ αντιλογίας λαού, καταστήσεις με εις κεφαλήν εθνών. Λαός, όν ούκ έγνων, εδούλευσε μοι· εις ακοήν ωτίου υπήκουσε μου. Υιοί αλλότριοι εψεύσαντο μοι· υιοί αλλότριοι επαλαιώθησαν και εχώλαναν από των τρίβων αυτών.  Ζή Κύριος, και ευλογητός ο Θεός μου και υψωθήτω ο Θεός της σωτηρίας μου. Ο Θεός, ο διδούς εκδικήσεις εμοί, και υποτάξας λαούς υπ’ εμέ· ο ρύστης μου εξ εχθρών μου οργίλων. Από των επανισταμένων επ’ εμέ υψώσεις με, από ανδρός αδίκου ρύση με. Δια τούτο εξομολογήσομαι σοι εν έθνεσι, Κύριε, και τω ονόματι σου ψαλώ. Μεγαλύνων τας σωτηρίας του βασιλέως αυτού, και ποιών έλεος τω χριστώ αυτού, τω Δαυίδ, και τω σπέρματι αυτού έως αιώνος.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός ΙΗ΄  18


Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα.  Ημέρα τη ημέρα ερεύγεται ρήμα και νυξ νυκτί αναγγέλλει γνώσιν. Ουκ εισί λαλιαί ουδέ λόγοι, ων ουχί ακούονται αι φωναί αυτών. Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών. Εν τω ηλίω έθετο το σκήνωμα αυτού· και αυτός ως νυμφίος εκπορευόμενος εκ παστού αυτού. Αγαλλιάσεται ως γίγας δραμείν οδόν αυτού· απ’ άκρου του ουρανού η έξοδος αυτού και το κατάντημα αυτού έως άκρου του ουρανού· και ούκ έστιν ος αποκρυβήσεται της θέρμης αυτού. Ο νόμος Κυρίου άμωμος, επιστρέφων ψυχάς· η μαρτυρία Κυρίου πιστή, σοφίζουσα νήπια. Τα δικαιώματα Κυρίου ευθέα, ευφραίνοντα καρδίαν· η εντολή Κυρίου τηλαυγής, φωτίζουσα οφθαλμούς. Ο φόβος Κυρίου αγνός, διαμένων εις αιώνα αιώνος· τα κρίματα Κυρίου αληθινά, δεδικαιωμένα επί το αυτό. Επιθυμητά υπέρ χρυσίον και λίθον τίμιον πολύν, και γλυκύτερα υπέρ μέλι και κηρίον. Και γαρ ο δούλος σου φυλάσσει αυτά· εν τω φυλάσσειν αυτά ανταπόδοσις πολλή. Παραπτώματα τίς συνήσει; εκ των κρυφίων μου καθάρισον με και από αλλοτρίων φείσαι του δούλου σου. Εάν μη μου κατακυριεύσωσι, τότε άμωμος έσομαι και καθαρισθήσομαι από αμαρτίας μεγάλης. Και έσονται εις ευδοκίαν τα λόγια του στόματος μου και η μελέτη της καρδίας μου ενώπιον σου δια παντός. Κύριε, βοηθέ μου και λυτρωτά μου.

Ψαλμός ΙΘ΄  19


Επακούσαι σου Κύριος εν ημέρα θλίψεως· υπερασπίσαι σου το όνομα του Θεού Ιακώβ. Εξαποστείλαι σοι βοήθειαν εξ αγίου και εκ Σιών αντιλάβοιτο σου. Μνησθείη πάσης θυσίας σου και το ολοκαύτωμα σου πιανάτω. Δώη σοι Κύριος κατά την καρδίαν σου και πάσαν την βουλήν σου πληρώσαι. Αγαλλιασόμεθα επί τω σωτηρίω σου και εν ονόματι Κυρίου Θεού ημών μεγαλυνθησόμεθα. Πληρώσαι Κύριος πάντα τα αιτήματα σου· νυν έγνων, ότι έσωσε Κύριος τον χριστόν αυτού. Επακούσεται αυτού εξ ουρανού αγίου αυτού· εν δυναστείαις η σωτηρία της δεξιάς αυτού. Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις· ημείς δε εν ονόματι Κυρίου Θεού ημών μεγαλυνθησόμεθα. Αυτοί συνεποδίσθησαν και έπεσαν· ημείς δε ανέστημεν και ανωρθώθημεν. Κύριε, σώσον τον Βασιλέα, και επάκουσον ημών, εν ή αν ημέρα επικαλεσώμεθα σε.

Ψαλμός Κ΄  20


Κύριε, εν τη δυνάμει σου ευφρανθήσεται ο βασιλεύς, και επί τω σωτηρίω σου αγαλλιάσεται σφόδρα· Την επιθυμίαν της καρδίας αυτού έδωκας αυτώ και την θέλησιν των χειλέων αυτού ούκ εστέρησας αυτόν. ’Οτι προέφθασας αυτόν εν ευλογίαις χρηστότητος· έθηκας επί την κεφαλήν αυτού στέφανον εκ λίθου τιμίου. Ζωήν ητήσατο σε, και έδωκας αυτώ μακρότητα ημερών εις αιώνα αιώνος. Μεγάλη η δόξα αυτού εν τω σωτηρίω σου, δόξαν και μεγαλοπρέπειαν επιθήσεις επ’ αυτόν. ’Οτι δώσεις αυτώ ευλογίαν εις αιώνα αιώνος· ευφρανείς αυτόν εν χαρά μετά του προσώπου σου. ’Οτι ο βασιλεύς ελπίζει επί Κύριον και εν τω ελέει του Υψίστου ου μη σαλευθή. Ευρεθείη η χειρ σου πάσι τοις εχθροίς σου· η δεξιά σου εύροι πάντας τους μισούντας σε. ’Οτι θήσεις αυτούς εις κλίβανον πυρός εις καιρόν του προσώπου σου· Κύριος εν οργή αυτού συνταράξει αυτούς, και καταφάγεται αυτούς πυρ. Τον καρπόν αυτών από της γης απολείς και το σπέρμα αυτών από υιών ανθρώπων. ’Οτι έκλιναν εις σε κακά, διελογίσαντο βουλάς, αις ου μη δύνωνται στήναι. ’Οτι θήσεις αυτούς νώτον· εν τοις περιλοίποις σου ετοιμάσεις το πρόσωπον αυτών. Υψώθητι, Κύριε, εν τη δυνάμει σου· άσομεν και ψαλούμεν τας δυναστείας σου.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.


Ψαλμός ΚΑ΄  21


Ο Θεός, ο Θεός μου, πρόσχες μοι· ίνα τί εγκατέλιπες με; μακρά από της σωτηρίας μου οι λόγοι των παραπτωμάτων μου. Ο Θεός μου, κεκράξομαι ημέρας, και ούκ εισακούση· και νυκτός, και ούκ εις άνοιαν εμοί. Συ δε εν αγίω κατοικείς, ο έπαινος του Ισραήλ. Επί σοι ήλπισαν οι πατέρες ημών, ήλπισαν και ερρύσω αυτούς. Προς σε εκέκραξαν και εσώθησαν, επί σοι ήλπισαν και ού κατησχύνθησαν. Εγώ δε είμι σκώληξ, και ούκ άνθρωπος, όνειδος ανθρώπων και εξουθένημα λαού. Πάντες οι θεωρούντες με εξεμυκτήρισαν με, ελάλησαν εν χείλεσιν, εκίνησαν κεφαλήν. ’Ηλπισεν επί Κύριον, ρυσάσθω αυτόν, σωσάτω αυτόν, ότι θέλει αυτόν. ’Οτι συ ει ο εκσπάσας με εκ γαστρός, η ελπίς μου από μαστών της μητρός μου· επί σε επερρίφην εκ μήτρας. Από γαστρός μητρός μου Θεός μου ει συ, μη αποστής απ’ εμού. ’Οτι θλίψις εγγύς, ότι ούκ έστιν ο βοηθών μοι. Περιεκύκλωσαν με μόσχοι πολλοί, ταύροι πίονες περιέσχον με. ’Ηνοιξαν επ’ εμέ το στόμα αυτών, ως λέων αρπάζων και ωρυόμενος. Ωσεί ύδωρ εξεχύθην, και διεσκορπίσθη πάντα τα οστά μου· εγενήθη η καρδία μου ωσεί κηρός τηκόμενος εν μέσω της κοιλίας μου. Εξηράνθη ως όστρακον η ισχύς μου και η γλώσσα μου κεκόλληται τω λάρυγγι μου και εις χούν θανάτου κατήγαγες με. ’Οτι εκύκλωσαν με κύνες πολλοί, συναγωγή πονηρευομένων περιέσχον με. ’Ωρυξαν χείρας μου και πόδας μου· εξηρίθμησαν πάντα τα οστά μου· αυτοί δε κατενόησαν και επείδον με. Διεμερίσαντο τα ιμάτια μου εαυτοίς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον. Συ δε, Κύριε, μη μακρύνης την βοήθειαν σου απ’ εμού, εις την αντίληψην μου πρόσχες. Ρύσαι από ρομφαίας την ψυχήν μου και εκ χειρός κυνός την μονογενή μου. Σώσον με εκ στόματος λεόντος και από κεράτων μονοκερώτων την ταπείνωσιν μου. Διηγήσομαι το όνομα σου τοις αδελφοίς μου, εν μέσω εκκλησίας υμνήσω σε. Οι φοβούμενοι τον Κύριον αινέσατε αυτόν, άπαν το σπέρμα Ιακώβ δοξάσατε αυτόν. Φοβηθήτω δη απ’ αυτού άπαν το σπέρμα Ισραήλ. ’Οτι ούκ εξουδένωσεν, ουδέ προσώχθισε τη δεήσει του πτωχού, ουδέ απέστρεψε το πρόσωπον αυτού απ’ εμού· και εν τω κεκραγέναι με προς αυτόν εισήκουσε με. Παρά σου ο έπαινος μου· εν εκκλησία μεγάλη εξομολογήσομαι σοι· τας ευχάς μου αποδώσω ενώπιον των φοβουμένων σε. Φάγονται πένητες και εμπλησθήσονται, και αινέσουσι Κύριον οι εκζητούντες αυτόν· ζήσονται αι καρδίαι αυτών εις αιώνα αιώνος. Μνησθήσονται και επιστραφήσονται προς Κύριον πάντα τα πέρατα της γης και προσκυνήσουσιν ενώπιον αυτού πάσαι αι πατριαί των εθνών. ’Οτι του Κυρίου η βασιλεία και αυτός δεσπόζει των εθνών. ’Εφαγον και προσεκύνησαν πάντες οι πίονες της γης· ενώπιον αυτού προπεσούνται πάντες οι καταβαίνοντες εις γην. Και η ψυχή μου αυτώ ζη, και το σπέρμα μου δουλεύσει αυτώ. Αναγγελήσεται τω Κυρίω γενεά η ερχομένη, και αναγγελούσι την δικαιοσύνην αυτού λαώ τω τεχθησομένω, όν εποίησεν ο Κύριος.

Ψαλμός ΚΒ΄  22


Κύριος ποιμαίνει με και ουδέν με υστερήσει. Εις τόπον χλόης, εκεί με κατεσκήνωσεν, επί ύδατος αναπαύσεως εξέθρεψε με. Την ψυχήν μου επέστρεψεν, ωδήγησε με επί τρίβους δικαιοσύνης, ένεκεν του ονόματος αυτού. Εάν γαρ και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι συ μετ’ εμού ει. Η ράβδος σου και η βακτηρία σου αύται με παρεκάλεσαν. Ητοίμασας ενώπιον μου τράπεζαν, εξεναντίας των θλιβόντων με. Ελίπανας εν ελαίω την κεφαλήν μου, και το ποτήριον σου μεθύσκον με ωσεί κράτιστον. Και το έλεος σου καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου, και το κατοικείν με εν οίκω Κυρίου εις μακρότητα ημερών.

Ψαλμός ΚΓ΄  23


Του Κυρίου η γη, και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή. Αυτός επί θαλασσών εθεμελίωσεν αυτήν και επί ποταμών ητοίμασεν αυτήν. Τίς αναβήσεται εις το όρος του Κυρίου, ή τίς στήσεται εν τόπω αγίω αυτού; Αθώος χερσί και καθαρός τη καρδία, ός ούκ έλαβεν επί ματαίω την ψυχήν αυτού και ούκ ώμοσεν επί δόλω τω πλησίον αυτού. Ούτος λήψεται ευλογίαν παρά Κυρίου και ελεημοσύνην παρά Θεού σωτήρος αυτού. Αύτη η γενεά ζητούντων τον Κύριον, ζητούντων το πρόσωπον του Θεού Ιακώβ. ’Αρατε πύλας οι άρχοντες υμών· και επάρθητε πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης. Τίς έστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης; Κύριος κραταιός και δυνατός, Κύριος δυνατός εν πολέμω. ’Αρατε πύλας οι άρχοντες υμών· και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης. Τίς έστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης; Κύριος των δυνάμεων αυτός έστιν ο βασιλεύς της δόξης.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.




ΚΑΘΙΣΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟΝ

Ψαλμός ΚΔ΄  24

Προς σε, Κύριε, ήρα την ψυχήν μου. Ο Θεός μου, επί σοι πέποιθα· μη καταισχυνθείην εις τον αιώνα, μηδέ καταγελασάτωσαν με οι εχθροί μου. Και γαρ πάντες οι υπομένοντες σε ου μη καταισχυνθώσιν. Αισχυνθήτωσαν οι ανομούντες διακενής.Τας οδούς σου, Κύριε, γνώρισον μοι και τας τρίβους σου δίδαξον με. Οδήγησον με επί την αλήθειαν σου και δίδαξον με, ότι συ εί ο Θεός ο σωτήρ μου· και σε υπέμεινα όλην την ημέραν. Μνήσθητι των οικτιρμών σου, Κύριε, και τα ελέη σου, ότι από του αιώνος είσιν. Αμαρτίας νεότητος μου και αγνοίας μου μη μνησθής, κατά το έλεος σου μνήσθητι μου, συ, ένεκεν της χρηστότητος σου, Κύριε. Χρηστός και ευθύς ο Κύριος· δια τούτο νομοθετήσει αμαρτάνοντας εν οδώ. Οδηγήσει πραείς εν κρίσει, διδάξει πραείς οδούς αυτού. Πάσαι αι οδοί Κυρίου έλεος και αλήθεια, τοις εκζητούσι την διαθήκην αυτού και τα μαρτύρια αυτού. ’Ενεκεν του ονόματος σου, Κύριε, και ιλάσθητι τη αμαρτία μου· πολλή γαρ έστι. Τίς έστιν άνθρωπος ο φοβούμενος τον Κύριον; νομοθετήσει αυτώ εν οδώ, ή ηρετίσατο. Η ψυχή αυτού εν αγαθοίς αυλισθήσεται και το σπέρμα αυτού κληρονομήσει γην. Κραταίωμα Κύριος των φοβουμένων αυτόν, και η διαθήκη αυτού δηλώσει αυτοίς. Οι οφθαλμοί μου δια παντός προς τον Κύριον, ότι αυτός εκσπάσει εκ παγίδος τους πόδας μου. Επίβλεψον επ’εμέ και ελέησον με· ότι μονογενής και πτωχός είμι εγώ. Αι θλίψεις της καρδίας μου επληθύνθησαν· εκ των αναγκών μου εξάγαγε με. ’Ιδε την ταπείνωσιν μου και τον κόπον μου· και άφες πάσας τας αμαρτίας μου. ’Ιδε τους εχθρούς μου, ότι επληθύνθησαν, και μίσος άδικον εμίσησαν με. Φύλαξον την ψυχήν μου και ρύσαι με· μη καταισχυνθείην, ότι ήλπισα επί σε. ’Ακακοι και ευθείς εκολλώντο μοι, ότι υπέμεινα σε, Κύριε. Λύτρωσαι, ο Θεός, τον Ισραήλ εκ πασών των θλίψεων αυτού.

Ψαλμός ΚΕ΄  25

Κρίνον με, Κύριε, ότι εγώ εν ακακία μου επορεύθην· και επί τω Κυρίω ελπίζων, ου μη ασθενήσω. Δοκίμασον με, Κύριε, και πείρασον με· πύρωσον τους νεφρούς μου και την καρδίαν μου. ’Οτι το έλεος σου κατέναντι των οφθαλμών μου έστι, και ευηρέστησα εν τη αληθεία σου. Ούκ εκάθισα μετά συνεδρίου ματαιότητος και μετά παρανομούντων ου μη εισέλθω. Εμίσησα εκκλησίαν πονηρευομένων και μετά ασεβών ου μη καθίσω. Νίψομαι εν αθώοις τας χείρας μου και κυκλώσω το θυσιαστήριον σου, Κύριε, του ακούσαι με φωνής αινέσεως σου και διηγήσασθαι πάντα τα θαυμάσια σου. Κύριε, ηγάπησα ευπρέπειαν οίκου σου και τόπον σκηνώματος δόξης σου. Μη συναπολέσης μετά ασεβών την ψυχήν μου και μετά ανδρών αιμάτων την ζωήν μου, ών εν χερσίν αι ανομίαι, η δεξιά αυτών επλήσθη δώρων. Εγώ δε εν ακακία μου επορεύθην, λύτρωσαι με, Κύριε, και ελέησον με. Ο πους μου έστη εν ευθύτητι· εν εκκλησίαις ευλογήσω σε, Κύριε.

Ψαλμός ΚΣΤ΄  26

Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου, από τίνος δειλιάσω; Εν τω εγγίζειν επ’εμέ κακούντας, του φαγείν τας σάρκας μου. Οι θλίβοντες με και οι εχθροί μου, αυτοί ησθένησαν και έπεσον. Εάν παρατάξηται επ’εμέ παρεμβολή, ού φοβηθήσεται η καρδία μου· εάν επαναστή επ’εμέ πόλεμος, εν ταύτη εγώ ελπίζω. Μίαν ητησάμην παρά Κυρίου, ταύτην ζητήσω· του κατοικείν με εν οίκω Κυρίου, πάσας τας ημέρας της ζωής μου, του θεωρείν με την τερπνότητα Κυρίου και επισκέπτεσθαι τον ναόν τον άγιον αυτού. ’Οτι έκρυψε με εν σκηνή αυτού εν ημέρα κακών μου, εσκέπασε με εν αποκρύφω της σκηνής αυτού, εν πέτρα ύψωσε με.  Και νυν ιδού ύψωσε την κεφαλήν μου επ’εχθρούς μου. Εκύκλωσα και έθυσα εν τη σκηνή αυτού θυσίαν αινέσεως και αλαλαγμού· άσω και ψαλώ τω Κυρίω. Εισάκουσον, Κύριε, της φωνής μου, ης εκέκραξα· ελέησον με και εισάκουσον μου. Σοι είπεν η καρδία μου· Κύριον ζητήσω. Εξεζήτησε σε το πρόσωπον μου· το πρόσωπον σου, Κύριε, ζητήσω. Μή αποστρέψης το πρόσωπον σου απ’εμού και μή εκκλίνης εν οργή από του δούλου σου. Βοηθός μου γενού, μή αποσκορακίσης με και μη εγκαταλίπης με, ο Θεός, ο σωτήρ μου. ’Οτι ο πατήρ μου και η μήτηρ μου εγκατέλιπον με, ο δε Κύριος προσελάβετο με. Νομοθέτησον με, Κύριε, εν τη οδώ σου και οδήγησον με εν τρίβω ευθεία, ένεκα των εχθρών μου. Μή παραδώς με εις ψυχάς θλιβόντων με, ότι επανέστησαν μοι μάρτυρες άδικοι και εψεύσατο  η αδικία εαυτή. Πιστεύω του ιδείν τα αγαθά Κυρίου εν γη ζώντων. Υπόμεινον τον Κύριον· ανδρίζου, και κραταιούσθω η καρδία σου, και υπόμεινον τον Κύριον.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός ΚΖ΄  27

Προς σε, Κύριε, κεκράξομαι, ο Θεός μου, μη παρασιωπήσης απ’εμού, και ομοιωθήσομαι τοις καταβαίνουσιν εις λάκκον. Εισάκουσον, Κύριε, της φωνής της δεήσεως μου, εν τω δέεσθαι με προς σε, εν τω αίρειν με χείρας μου προς ναόν άγιον σου. Μή συνελκύσης με μετά αμαρτωλών, και μετά εργαζομένων αδικίαν μη συναπολέσης με, των λαλούντων ειρήνην μετά των πλησίον αυτών, κακά δε εν ταις καρδίαις αυτών. Δός αυτοίς, Κύριε, κατά τα έργα αυτών, και κατά την πονηρίαν των επιτηδευμάτων αυτών· κατά τα έργα των χειρών αυτών, δός αυτοίς, απόδος το ανταπόδομα αυτών αυτοίς. ’Οτι ού συνήκαν εις τα έργα Κυρίου και εις τα έργα των χειρών αυτού. Καθελείς αυτούς, και ου μη οικοδομήσεις αυτούς. Ευλογητός Κύριος, ότι εισήκουσε της φωνής της δεήσεως μου. Κύριος βοηθός μου και υπερασπιστής μου· επ’αυτώ ήλπισεν η καρδία μου και εβοηθήθην και ανέθαλεν η σαρξ μου· και εκ θελήματος μου εξομολογήσομαι αυτώ. Κύριος κραταίωμα του λαού αυτού, και υπερασπιστής των σωτηρίων του χριστού αυτού έστι. Σώσον τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομιαν σου και ποίμανον αυτούς και έπαρον αυτούς έως του αιώνος.

Ψαλμός ΚΗ΄  28

Ενέγκατε τω Κυρίω, υιοί Θεού, ενέγκατε τω Κυρίω υιούς κριών, ενέγκατε τω Κυρίω δόξαν και τιμήν. Ενέγκατε τω Κυρίω δόξαν ονόματι αυτούς, προσκυνήσατε τω Κυρίω εν αυλή αγία αυτού. Φωνή Κυρίου εν ισχύι, φωνή Κυρίου εν μεγαλοπρεπεία. Φωνή Κυρίου συντρίβοντος κέδρους, και συντρίψει Κύριος τας κέδρους του Λιβάνου. Και λεπτυνεί αυτάς ως τον μόσχον του Λιβάνου, και ο ηγαπημένος ως υιός μονοκερώτων. Φωνή Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός. Φωνή Κυρίου συσσείοντος έρημον· και συσσείσει Κύριος την έρημον Κάδδης. Φωνή Κυρίου καταρτιζομένη ελάφους, και αποκαλύψει δρυμούς, και εν τω ναώ αυτού πας τις λέγει δόξαν. Κύριος τον κατακλυσμόν κατοικιεί και καθιείται Κύριος Βασιλεύς εις τον αιώνα. Κύριος ισχύν τω λαώ αυτού δώσει· Κύριος ευλογήσει τον λαόν αυτού εν ειρήνη.

Ψαλμός ΚΘ΄  29

Υψώσω σε, Κύριε, ότι υπέλαβες με και ούκ εύφρανας τους εχθρούς μου επ’εμέ. Κύριε ο Θεός μου, εκέκραξα προς σε, και ιάσω με. Κύριε, ανήγαγες εξ ’Αδου την ψυχήν μου, έσωσας με από των καταβαινόντων εις λάκκον. Ψάλατε τω Κυρίω οι όσιοι αυτού και εξομολογείσθε τη μνήμη της αγιωσύνης αυτού. ’Οτι οργή εν τω θυμώ αυτού και ζωή εν τω θελήματι αυτού· το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός και εν τω πρωί αγαλλίασις. Εγώ δε είπα εν τη ευθηνία μου· ου μη σαλευθώ εις τον αιώνα. Κύριε, εν τω θελήματι σου παρέσχου τω κάλλει μου δύναμιν, απέστρεψας δε το πρόσωπον σου και εγενήθην τεταραγμένος Προς σε, Κύριε, κεκράξομαι, και προς τον Θεόν μου δεηθήσομαι. Τίς ωφέλεια εν των αίματι μου, εν τω καταβαίνειν με εις διαφθοράν; Μή εξομολογήσεται σοι χους ή αναγγελεί την αλήθειαν σου; ’Ηκουσε Κύριος, και ηλέησε με· Κύριος εγεννήθη βοηθός μου. ’Εστρεψας τον κοπετόν μου εις χαράν εμοί, διέρρηξας τον σάκκον μου και περιέζωσας με ευφροσύνην. ’Οπως αν ψάλη σοι η δόξα μου και ου μη κατανυγώ· Κύριε ο Θεός μου, εις τον αιώνα εξομολογήσομαι σοι.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός Λ΄  30

Επι σοι, Κύριε, ήλπισα μή καταισχυνθείην εις τον αιώνα· εν τη δικαιοσύνη σου ρύσαι με και εξελού με. Κλίνον προς με το ούς σου· τάχυνον του εξελέσθαι με. Γενού μοι εις Θεόν υπερασπιστήν και εις οίκον καταφυγής του σώσαι με. ’Οτι κραταίωμα μου και καταφυγή μου ει συ, και ένεκεν του ονόματος σου οδηγήσεις με και διαθρέψεις με. Εξάξεις με εκ παγίδος ταύτης, ής έκρυψαν μοι, ότι συ εί ο υπερασπιστής μου, Κύριε. Εις χείρας σου παραθήσομαι το πνεύμα μου· ελυτρώσω με, Κύριε, ο Θεός της αληθείας. Εμίσησας τους διαφυλάσσοντας ματαιότητας διακενής· εγώ δε επί τω Κυρίω ήλπισα. Αγαλλιάσομαι και ευφρανθήσομαι επί τω ελέει σου· ότι επείδες επί την ταπείνωσιν μου, έσωσας εκ των αναγκών την ψυχήν μου. Και ού συνέκλεισας με εις χείρας εχθρών, έστησας εν ευρυχώρω τους πόδας μου. Ελέησον με, Κύριε, ότι θλίβομαι· εταράχθη εν θυμώ ο οφθαλμός μου, η ψυχή μου και η γαστήρ μου. ’Οτι εξέλιπεν εν οδύνη η ζωή μου και τα έτη μου εν στεναγμοίς. Ησθένησεν εν πτωχεία η ισχύς μου και τα οστά μου εταράχθησαν. Παρά πάντας τους εχθρούς μου εγενήθην όνειδος και τοις γείτοσι μου σφόδρα, και φόβος τοις γνωστοίς μου. Οι θεωρούντες με έξω έφυγον απ’ εμού. Επελήσθην ωσεί νεκρός από καρδίας. Εγενήθην ωσεί σκεύος απολωλός. ’Οτι ήκουσα ψόγον πολλών παροικούντων κυκλόθεν· εν τω επισυναχθήναι αυτούς άμα επ’εμέ, του λαβείν την ψυχήν μου εβουλεύσαντο. Εγώ δε επί σοι, Κύριε, ήλπισα· είπα· Σύ εί ο Θεός μου· εν ταις χερσί σου οι κλήροι μου. Ρύσαι με εκ χειρός εχθρών μου και εκ των καταδιωκόντων με. Επίφανον το πρόσωπον σου επί τον δούλον σου, σώσον με εν τω ελέει σου. Κύριε, μη καταισχυνθείην, ότι επεκαλεσάμην σε· αισχυνθείησαν ασεβείς, και καταχθείησαν εις άδου. ’Αλαλα γενηθήτω τα χείλη τα δόλια, τα λαλούντα κατά του δικαίου ανομίαν, εν υπερηφανία και εξουδενώσει. Ως πολύ το πλήθος της χρηστότητος σου, Κύριε, ής έκρυψας τοις φοβουμένοις σε! Εξειργάσω τοις ελπίζουσιν επί σε, εναντίον των υιών των ανθρώπων. Κατακρύψεις αυτούς εν αποκρύφω του προσώπου σου από ταραχής ανθρώπων, σκεπάσεις αυτούς εν σκηνή από αντιλογίας γλωσσών. Ευλογητός Κύριος, ότι εθαυμάστωσε το έλεος αυτού εν πόλει περιοχής. Εγώ δε είπα εν τη εκστάσει μου· απέρριμμαι από προσώπου των οφθαλμών σου· δια τούτο εισήκουσας της φωνής της δεήσεως μου, εν τω κεκραγέναι με προς σε. Αγαπήσατε τον Κύριον, πάντες οι όσιοι αυτού, ότι αληθείας εκζητεί Κύριος, και ανταποδίδωσι τοις περισσώς πιούσιν υπερηφανίαν. Ανδρίζεσθε, και κραταιούσθω η καρδία υμών, πάντες οι ελπίζοντες επί Κύριον.

Ψαλμός ΛΑ΄  31

Μακάριοι, ων αφέθησαν αι ανομίαι και ών επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι. Μακάριος ανήρ, ώ ου μη λογίσηται Κύριος αμαρτίαν, ουδέ έστιν εν τω στόματι αυτού δόλος. ’Οτι εσίγησα, επαλαιώθη τα οστά μου, από του κράζειν με όλην την ημέραν. ’Οτι ημέρας και νυκτός εβαρύνθη επ’εμέ η χείρ σου, εστράφην εις ταλαιπωρίαν εν τω εμπαγήναι μοι άκανθαν. Την ανομίαν μου εγνώρισα, και την αμαρτίαν μου ούκ εκάλυψα. Είπα· Εξαγορεύσω κατ’εμού την ανομίαν μου τω Κυρίω, και συ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου. Υπερ ταύτης προσεύξεται προς σε πάς όσιος εν καιρώ ευθέτω· πλην εν κατακλυσμώ υδάτων πολλών προς αυτόν ούκ εγγιούσι. Σύ μου εί καταφυγή από θλίψεως της περιεχούσης με, το αγαλλίαμα μου· λύτρωσαι με από των κυκλωσάντων με. Συνετιώ σε και συμβιβώ σε εν οδώ ταύτη, ή πορεύση, επιστηριώ επί σε τους οφθαλμούς μου. Μη γίνεσθε ώς ίππος και ημίονος, οις ουκ έστι σύνεσις· εν κημώ και χαλινώ τας σιαγόνας αυτών άγξαι, των μη εγγιζόντων προς σε. Πολλαί αι μάστιγες του αμαρτωλου, τον δε ελπίζοντα επί Κύριον έλεος κυκλώσει. Ευφράνθητε επί Κύριον και αγαλλιάσθε, δίκαιοι, και καυχάσθε, πάντες οι ευθείς τη καρδία.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.



ΚΑΘΙΣΜΑ ΠΕΜΠΤΟΝ

Ψαλμός ΛΒ΄  32

Αγαλλιάσθε, δίκαιοι, εν Κυρίω· τοις ευθέσι πρέπει αίνεσις. Εξομολογείσθε τω Κυρίω εν κιθάρα, εν ψαλτηρίω δεκαχόρδω ψάλατε αυτώ. ’Ασατε αυτώ άσμα καινόν, καλώς ψάλατε αυτώ εν αλαλαγμώ. ’Οτι ευθύς ο λόγος του Κυρίου, πάντα τα έργα αυτού εν πίστει. Αγαπά ελεημοσύνην και κρίσιν ο Κύριος· του ελέους Κυρίου πλήρης η γη. Τω λόγω Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν και τω πνεύματι του στόματος αυτού πάσα η δύναμις αυτών.  Συνάγων ωσεί ασκόν ύδατα θαλάσσης, τιθείς εν θησαυροίς αβύσσους. Φοβηθήτω τον Κύριον πάσα η γη, απ’αυτού δε σαλευθήτωσαν πάντες οι κατοικούντες την οικουμένην. ’Οτι αυτός είπε και εγενήθησαν· αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν. Κύριος διασκεδάζει βουλάς εθνών, αθετεί δε λογισμούς λαών και αθετεί βουλάς αρχόντων. Η δε βουλή του Κυρίου εις τον αιώνα μένει, λογισμοί της καρδίας αυτού εις γενεάν και γενεάν. Μακάριον το έθνος, ου έστι Κύριος ο Θεός αυτού, λαός, ον  εξελέξατο εις κληρονομίαν εαυτώ. Εξ ουρανού επέβλεψεν ο Κύριος, είδε πάντας τους υιούς των ανθρώπων. Εξ ετοίμου κατοικητηρίου αυτού επέβλεψεν επί πάντας τους κατοικούντας την γην. Ο πλάσας κατά μόνας τας καρδίας αυτών, ο συνιείς πάντα τα έργα αυτών. Ού σώζεται βασιλεύς δια πολλήν δύναμιν και γίγας ού σωθήσεται εν πλήθει ισχύος αυτού. Ψευδής ίππος εις σωτηρίαν, εν δε πλήθει δυνάμεως αυτού, ού σωθήσεται. Ιδού οι οφθαλμοί Κυρίου επί τους φοβουμένους αυτόν, τους ελπίζοντας επί το έλεος αυτού. Ρύσασθαι εκ θανάτου τας ψυχάς αυτών και διαθρέψαι αυτούς εν λιμώ. Η ψυχή ημών υπομενεί τω Κυρίω, ότι βοηθός και υπερασπιστής ημών έστιν. ’Οτι εν αυτώ ευφρανθήσεται η καρδία ημών και εν τω ονόματι τω αγίω αυτού ηλπίσαμεν. Γένοιτο, Κύριε, το έλεος σου εφ’ ημάς, καθάπερ ηλπίσαμεν επί σε.

Ψαλμός ΛΓ΄  33

Ευλογήσω τον Κύριον εν παντί καιρώ, δια παντός η αίνεσις αυτού εν τω στόματι μου. Εν τω Κυρίω επαινεθήσεται η ψυχή μου· ακουσάτωσαν πραείς, και ευφρανθήτωσαν. Μεγαλύνατε τον Κύριον συν εμοί, και υψώσωμεν το όνομα αυτού επί το αυτό. Εξεζήτησα τον Κύριον, και επήκουσε μου, και εκ πασών των θλίψεων μου ερρύσατο με. Προσέλθετε προς αυτόν και φωτίσθητε και τα πρόσωπα υμών ου μή καταισχυνθή. Ούτος ο πτωχός εκέκραξε και ο Κύριος εισήκουσεν αυτού και εκ πασών των θλίψεων αυτού έσωσεν αυτόν.  Παρεμβαλεί άγγελος Κυρίου κύκλω των φοβουμένων αυτόν και ρύσεται αυτούς. Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος· μακάριος ανήρ, ος ελπίζει επ’αυτόν. Φοβήθητε τον Κύριον, πάντες οι άγιοι αυτού, ότι ούκ έστιν υστέρημα τοις φοβουμένοις αυτόν. Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν· οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού. Δεύτε, τέκνα, ακούσατε μου, φόβον Κυρίου διδάξω υμάς. Τίς έστιν άνθρωπος ο θέλων ζωήν, αγαπών ημέρας ιδείν αγαθάς; Παύσον την γλώσσαν σου από κακού και χείλη σου του μη λαλήσαι δόλον. ’Εκλινον από κακού και ποίησον αγαθόν· ζήτησον ειρήνην και δίωξον αυτήν. Οφθαλμοί Κυρίου επί δικαίους και ώτα αυτού εις δέησιν αυτών. Πρόσωπον δε Κυρίου επί ποιούντας κακά, του εξολοθρεύσαι εκ γης το μνημόσυνον αυτών. εκέκραξαν οι δίκαιοι και ο Κύριος εισήκουσεν αυτών, και εκ πασών των θλίψεων αυτών ερρύσατο αυτούς. Εγγύς Κύριος τοις συντετριμμένοις την καρδίαν και τους ταπεινούς τω πνεύματι σώσει. Πολλαί αι θλίψεις των δικαίων και εκ πασών αυτών ρύσεται αυτούς ο Κύριος. Φυλάσσει Κύριος πάντα τα οστά αυτών, έν εξ αυτών ου συντριβήσεται. Θάνατος αμαρτωλών πονηρός, και οι μισούντες τον δίκαιον πλημμελήσουσι. Λυτρώσεται Κύριος ψυχάς δούλων αυτου και ου μη πλημμελήσουσι πάντες οι ελπίζοντες επ’αυτόν.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός ΛΔ΄  34

Δίκασον, Κύριε, τους αδικούντας με· πολέμησον τους πολεμούντας με. Επιλαβού όπλου και θυρεού και ανάστηθι εις την βοήθειαν μου. ’Εκχεον ρομφαίαν και σύγκλεισον εξ εναντίας των καταδιωκόντων με· είπον τη ψυχή μου Σωτηρία σου εγώ είμι. Αισχυνθήτωσαν και εντραπήτωσαν οι ζητούντες την ψυχήν μου· αποστραφήτωσαν εις τα οπίσω και καταισχυνθήτωσαν οι λογιζόμενοι μοι κακά. Γενηθήτωσαν ωσεί χνούς κατά πρόσωπον ανέμου και άγγελος Κυρίου εκθλίβων αυτούς. Γενηθήτω η οδός αυτών σκότος και ολίσθημα και άγγελος Κυρίου καταδιώκων αυτούς ’Οτι δωρεάν έκρυψαν μοι διαφθοράν παγίδος αυτών, μάτην ωνείδισαν την ψυχήν μου. Ελθέτω αυτώ παγίς, ήν ού γινώσκει, και η θήρα, ήν έκρυψε, συλλαβέτω αυτόν και εν τη παγίδι πεσείται εν αυτή. Η δε ψυχή μου αγαλλιάσεται επί τω Κυρίω, τερφθήσεται επί τω σωτηρίω αυτού. Πάντα τα οστά μου ερούσι· Κύριε, Κύριε, τίς όμοιος σοι; Ρυόμενος πτωχόν εκ χειρός στερεωτέρων αυτού και πτωχόν και πένητα από των διαρπαζόντων αυτόν. Αναστάντες μοι μάρτυρες άδικοι, ά ούκ εγίνωσκον ηρώτων με. Ανταπεδίδοσαν μοι πονηρά αντί αγαθών και ατεκνίαν τη ψυχή μου. Εγώ δε, εν τω αυτούς παρενοχλείν μοι, ενεδυόμην σάκκον· και εταπείνουν εν νηστεία την ψυχήν μου και η προσευχή μου εις κόλπον μου αποστραφήσεται. Ως πλησίον, ως αδελφώ ημετέρω, ούτως ευηρέστουν· ως πενθών και σκυθρωπάζων, ούτως εταπεινούμην. Και κατ’εμού ευφράνθησαν και συνήχθησαν· συνήχθησαν επ’εμέ μάστιγες και ούκ έγνων. Διεσχίσθησαν και ού κατενύγησαν. Επείρασαν με, εξεμυκτήρισαν με μυκτηρισμώ, έβρυξαν επ’ εμέ τους οδόντας αυτών. Κύριε, πότε επόψει; αποκατάστησον την ψυχήν μου από της κακουργίας αυτών, από λεόντων την μονογενή μου. Εξομολογήσομαι σοι εν εκκλησία πολλή, εν λαώ βαρεί αινέσω σε. Μη επιχαρείησαν μοι οι εχθραίνοντες μοι αδίκως, οι μισούντες με δωρεάν και διανεύοντες οφθαλμοίς. ’Οτι εμοί μεν ειρηνικά ελάλουν και επ’οργήν δόλους διελογίζοντο. Και επλάτυναν επ’εμέ το στόμα αυτών· είπον· Εύγε, εύγε, είδον οι οφθαλμοί ημών! Είδες, Κύριε, μη παρασιωπήσης· Κύριε, μη αποστής απ’εμού. Εξεγέρθητι, Κύριε, και πρόσχες τη κρίσει μου, ο Θεός μου και ο Κύριος μου, εις την δίκην μου. Κρίνον με, Κύριε, κατά την δικαιοσύνην σου, Κύριε, ο Θεός μου, και μη επιχαρείησαν μοι. Μή είποισαν εν καρδίαις αυτών· Εύγε, εύγε τη ψυχή ημών· μη δε είποιεν· Κατεπίομεν αυτόν. Αισχυνθείησαν και εντραπείησαν άμα οι επιχαίροντες τοις κακοίς μου· Ενδυσάσθωσαν αισχύνην και εντροπήν οι μεγαλορρημονούντες επ’εμέ. Αγαλλιάσθωσαν και ευφρανθήτωσαν οι θέλοντες την δικαιοσύνην μου και ειπάτωσαν διαπαντός. Μεγαλυνθήτω ο Κύριος, οι θέλοντες την ειρήνην του δούλου αυτού. Και η γλώσσα μου μελετήσει την δικαιοσύνην σου, όλην την ημέρα τον έπαινον σου.

Ψαλμός ΛΕ΄  35

Φησίν ο παράνομος του αμαρτάνειν εν εαυτώ, ούκ έστι φόβος Θεού απέναντι των οφθαλμών αυτού. ’Οτι εδόλωσεν ενώπιον αυτού, του ευρείν την ανομίαν αυτού και μισήσαι. Τα ρήματα του στόματος αυτού ανομία και δόλος, ούκ ηβουλήθη συνιέναι του αγαθύναι. Ανομίαν διελογίσατο επί τοις κοίτης αυτού, παρέστη πάση οδώ ούκ αγαθή, κακία δε ού προσώχθισε. Κύριε, εν τω ουρανώ το έλεος σου, και η αλήθεια σου έως νεφελών. Η δικαιοσύνη σου ως όρη Θεού, τα κρίματα σου άβυσσος πολλή· Ανθώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε. Ως επλήθυνας το έλεος σου, ο Θεός. Οι δε υιοί των ανθρώπων εν σκέπη των πτερύγων σου ελπιούσι. Μεθυσθήσονται από πιότητος οίκου σου, και τον χειμάρρουν της τρυφής σου ποτιείς αυτούς. ’Οτι παρά σοι  πηγή ζωής, εν τω φωτί σου οψόμεθα φως. Παράτεινον το έλεος σου τοις γινώσκουσι σε και την δικαιοσύνην σου τοις ευθέσι τη καρδία. Μή ελθέτω μοι πούς υπερηφανίας, και χειρ αμαρτωλού μη σαλεύσαι με. Εκεί έπεσον πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν· εξώσθησαν και ου μη δύνωνται στήναι.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός ΛΣΤ΄  36

Μη παραζήλου εν πονηρευομένοις, μηδέ ζήλου τους ποιούντας την ανομίαν. ’Οτι ωσεί χόρτος ταχύ αποξηρανθήσεται, και ωσεί λάχανα χλόης ταχύ αποπεσούνται. ’Ελπισον επί Κύριον και ποίει χρηστότητα και κατασκήνου την γην και ποιμανθήση επί τω πλούτω αυτής. Κατατρύφησον του Κυρίου και δώσει σοι τα αιτήματα της καρδίας σου. Αποκάλυψον προς Κύριον την οδόν σου και έλπισον επ’αυτόν και αυτός ποιήσει. Και εξοίσει ως φως την δικαιοσύνην σου και το κρίμα σου ως μεσημβρίαν. Υποτάγηθι τω Κυρίω, και ικέτευσον αυτόν, μη παραζήλου εν τω κατευοδουμένω εν τη οδώ αυτού, εν ανθρώπω ποιούντι παρανομίαν. Παύσαι από οργής, και εγκατάλιπε θυμόν, μη παραζήλου ώστε πονηρεύεσθαι. ’Οτι οι πονηρευόμενοι εξολοθρευθήσονται, οι δε υπομένοντες τον Κύριον, αυτοί κληρονομήσουσι γήν. Και έτι ολίγον, και ού μη υπάρξη ο αμαρτωλός και ζητήσεις τον τόπον αυτού, και ού μη εύρης. Οι δε πραείς κληρονομήσουσι γήν και κατατρυφήσουσιν επί πλήθει ειρήνης. Παρατηρήσεται ο αμαρτωλός τον δίκαιον και βρύξει επ’αυτόν τους οδόντας αυτού. Ο δε Κύριος εκγελάσεται αυτόν, ότι προβλέπει, οτι ήξει η ημέρα αυτού. Ρομφαίαν εσπάσαντο οι αμαρτωλοί, ενέτειναν τόξον αυτών του καταβαλείν πτωχόν και πένητα, του σφάξαι τους ευθείς τη καρδία. Η ρομφαία αυτών εισέλθοι εις τας καρδίας αυτών και τα τόξα αυτών συντριβείη. Κρείσσον ολίγον τω δικαίω, υπέρ πλούτον αμαρτωλών πολύν. ’Οτι βραχίονες αμαρτωλών συντριβήσονται, υποστηρίζει δε δίκαιους ο Κύριος. Γινώσκει Κύριος τας οδούς των αμώμων και η κληρονομία αυτών εις αιώνα έσται. Ού καταισχυνθήσονται εν καιρώ πονηρώ και εν ημέραις λιμού χορτασθήσονται. ’Οτι οι αμαρτωλοί απολούνται, οι δε εχθροί του Κυρίου, άμα τω δοξασθήναι αυτούς και υψωθήναι, εκλείποντες ωσεί καπνός εξέλιπον. Δανείζεται ο αμαρτωλός και ούκ αποτίσει· ο δε δίκαιος οικτείρει και δίδωσιν. ’Οτι οι ευλογούντες αυτον κληρονομήσουσι γην, οι δε καταρώμενοι αυτόν εξολοθρευθήσονται. Παρά Κυρίου τα διαβήματα ανθρώπου κατευθύνεται, και την οδόν αυτού θελήσει σφόδρα. ’Οταν πέση, ού καταρραχθήσεται· ότι Κύριος αντιστηρίζει χείρα αυτού. Νεώτερος εγενόμην, και γαρ εγήρασα, και ούκ είδον δίκαιον εγκαταλελειμμένον, ουδέ το σπέρμα αυτού ζητούν άρτους. ’Ολην την ημέραν ελεεί και δανείζει ο δίκαιος και το σπέρμα αυτού εις ευλογίαν έσται. ’Εκκλινον από κακού και ποίησον αγαθόν και κατασκήνου εις αιώνα αιώνος. ’Οτι Κύριος αγαπά κρίσιν και ούκ εγκαταλείψει τους οσίους αυτού, εις τον αιώνα φυλαχθήσονται. ’Ανομοι δε εκδιωχθήσονται, και σπέρμα ασεβών εξολοθρευθήσεται. Δίκαιοι δε κληρονομήσουσι γην και κατασκηνώσουσιν εις αιώνα αιώνος επ’αυτής. Στόμα δικαίου μελετήσει σοφίαν και η γλώσσα αυτού λαλήσει κρίσιν. Ο νόμος του Θεού αυτού εν καρδία αυτού, και ούχ υποσκελισθήσεται τα διαβήματα αυτού. Κατανοεί ο αμαρτωλός τον δίκαιον και ζητεί του θανατώσαι αυτόν. Ο δε Κύριος ου μη εγκαταλίπη αυτόν εις τας χείρας αυτού, ουδέ μη καταδικάσηται αυτον, όταν κρίνηται αυτώ. Υπόμεινον τον Κύριον και φύλαξον την οδόν αυτού, και υψώσει σε του κατακληρονομήσαι γήν· εν τω εξολοθρεύεσθαι αμαρτωλούς όψει. Είδον τον ασεβή υπερυψούμενον και επαιρόμενον ως τας κέδρους του Λιβάνου. Και παρήλθεν, και ιδού ουκ ήν, και εζήτησα αυτόν και ουχ ευρέθη ο τόπος αυτού. Φύλασσε ακακίαν και ίδε ευθύτητα, ότι έστιν εγκατάλειμμα ανθρώπω ειρηνικώ. Οι δε παράνομοι εξολοθρευθήσονται επί το αυτό· τα εγκαταλείμματα των ασεβών εξολοθρευθήσονται. Σωτηρία δε των δικαίων παρά Κυρίου και υπερασπιστής αυτών έστιν εν καιρώ θλίψεως. Και βοηθήσει αυτοίς Κύριος και ρύσεται αυτούς και εξελείται αυτους εξ αμαρτωλών και σώσει αυτούς, ότι ήλπισαν επ’αυτόν.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.
 


           
ΚΑΘΙΣΜΑ ΕΚΤΟΝ

Ψαλμός ΛΖ΄  37

Κύριε, μη τω θυμώ σου ελέγξης με, μηδέ τη οργή σου παιδεύσης με. ’Οτι τα βέλη σου ενεπάγησαν μοι και επεστήριξας επ’εμέ την χείρα σου. Ούκ έστιν ίασις εν τη σαρκί μου από προσώπου της οργής σου· ούκ έστιν ειρήνη εν τοις οστέοις μου από προσώπου των αμαρτιών μου. ’Οτι αι ανομίαι μου υπερήραν την κεφαλήν μου, ωσεί φορτίον βαρύ εβαρύνθησαν επ’εμέ. Προσώζεσαν και εσάπησαν οι μώλωπες μου από προσώπου της αφροσύνης μου. Εταλαιπώρησα και κατεκάμφθην έως τέλους· όλην την ημέραν σκυθρωπάζων επορευόμην. ’Οτι αι ψόαι μου επλήσθησαν εμπαιγμάτων και ούκ έστιν ίασις εν τη σαρκί μου. Εκακώθην και εταπεινώθην έως σφόδρα, ωρυόμην από στεναγμού της καρδίας μου. Κύριε, εναντίον σου πάσα η επιθυμία μου, και ο στεναγμός μου από σου ούκ απεκρύβη. Η καρδία μου εταράχθη, εγκατέλιπε με η ισχύς μου, και το φως των οφθαλμών μου, και αυτό ούκ έστι μετ’εμού. Οι φίλοι μου και οι πλησίον μου εξ’εναντίας μου ήγγισαν και έστησαν, και οι έγγιστα μου από μακρόθεν έστησαν. Και εξεβιάζοντο οι ζητούντες την ψυχήν μου· και οι ζητούντες τα κακά μοι ελάλησαν ματαιότητας και δολιότητας όλην την ημέραν εμελέτησαν. Εγώ δε ωσεί κωφός ούκ ήκουον, και ωσεί άλαλος ούκ ανοίγων το στόμα αυτού. Και εγενόμην ωσεί άνθρωπος ούκ ακούων και ούκ έχων εν τω στόματι αυτού ελεγμούς. ’Οτι επί σοι, Κύριε, ήλπισα· σύ εισακούση, Κύριε, ο Θεός μου. ’Οτι είπον· Μήποτε επιχαρώσι μοι οι εχθροί μου, και εν τω σαλευθήναι πόδας μου, επ’εμέ εμεγαλορρημόνησαν. ’Οτι εγώ εις μάστιγας έτοιμος και η αλγηδών μου ενώπιον μου έστι διαπαντός. ’Οτι την ανομίαν μου εγώ αναγγελώ και μεριμνήσω υπέρ της αμαρτίας μου. Οι δε εχθροί μου ζώσι και κεκραταίωνται υπέρ εμέ, και επληθύνθησαν οι μισούντες με αδίκως. Οι ανταποδιδόντες μοι κακά αντί αγαθών ενδιέβαλλον με, επεί κατεδίωκον αγαθωσύνην. Μή εγκαταλίπης με, Κύριε ο Θεός μου, μη αποστής απ’εμού. Πρόσχες εις την βοήθειαν μου, Κύριε της σωτηρίας μου.

Ψαλμός ΛΗ΄  38

Είπα· Φυλάξω τας οδούς μου του μη αμαρτάνειν με εν γλώσση μου· εθέμην τω στόματι μου φυλακήν εν τω συστήναι τον αμαρτωλόν εναντίον μου. Εκωφώθην  και εταπεινώθην και εσίγησα εξ αγαθών και το άλγημα μου ανεκαινίσθη. Εθερμάνθη η καρδία μου εντός μου και εν τη μελέτη μου εκκαυθήσεται πυρ· ελάλησα εν γλώσση μου. Γνώρισον μοι, Κύριε, το πέρας μου και τον αριθμόν των ημερών μου, τίς έστιν, ίνα γνω τί υστερώ εγώ. Ιδού παλαιστάς έθου τας ημέρας μου και η υπόστασις μου ωσεί ουδέν ενώπιον σου· πλήν τα σύμπαντα ματαιότης, πας άνθρωπος ζων. Μέντοιγε εν εικόνι διαπορεύεται άνθρωπος, πλήν μάτην ταράσσεται· θησαυρίζει και ού γινώσκει τίνι συνάξει αυτά. Και νυν, τίς η υπομονή μου; ουχί ο Κύριος; και η υπόστασις μου παρά σου έστιν. Από πασών των ανομιών μου ρύσαι με· όνειδος άφρονι, έδωκας με. Εκωφώθην και ήνοιξα το στόμα μου, ότι σύ εποίησας. Απόστησον απ’εμού τας μάστιγας σου· από γαρ της ισχύος της χειρός σου εγώ εξέλιπον. Εν ελεγμοίς υπέρ ανομίας επαίδευσας άνθρωπον, και εξέτηξας ως αράχνην την ψυχήν αυτού· πλήν μάτην ταράσσεται πας άνθρωπος. Εισάκουσον της προσευχής μου, Κύριε, και της δεήσεως μου· ενώτισαι των δακρύων μου. Μή παρασιωπήσης, ότι παροικος εγώ είμι παρά σοι και παρεπίδημος, καθώς πάντες οι πατέρες μου. ’Ανες μου, ίνα αναψύξω προ του με απελθείν, και ουκέτι ου μή υπάρξω.


Ψαλμός ΛΘ΄  39

Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι και εισήκουσε της δεήσεως μου. Και ανήγαγε με εκ λάκκου ταλαιπωρίας και από πηλού ιλύος· και έστησεν επί πέτραν τους πόδας μου και κατηύθυνε τα διαβήματα μου. Και ενέβαλεν εις το στόμα μου άσμα καινόν, ύμνον τω Θεώ ημών. ’Οψονται πολλοί και φοβηθήσονται, και ελπιούσιν επί Κύριον. Μακάριος ανήρ, ού έστι το όνομα Κυρίου ελπίς αυτού και ούκ επέβλεψεν εις ματαιότητας και μανίας ψευδείς. Πολλά εποίησας συ, Κύριε ο Θεός μου, τα θαυμάσια σου, και τοις διαλογισμοίς σου ούκ έστι τίς ομοιωθήσεται σοι. Απήγγειλα και ελάλησα, επληθύνθησαν υπέρ αριθμόν. Θυσίαν και προσφοράν ούκ ηθέλησας, σώμα δε κατηρτίσω μοι. Ολοκαυτώματα και περί αμαρτίας ούκ ήτησας. Τότε είπον· Ιδού ήκω· εν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περί εμού. Του ποιήσαι το θέλημα σου, ο Θεός μου, ηβουλήθην και τον νόμον σου εν μέσω της κοιλίας μου. Ευηγγελισάμην δικαιοσύνην εν εκκλησία μεγάλη· ιδού τα χείλη μου ου μη κωλύσω, Κύριε, σύ έγνως. Την δικαιοσύνην σου ούκ έκρυψα εν τη καρδία μου· την αλήθειαν σου και το σωτήριον σου είπα. Ούκ έκρυψα το έλεος σου και την αλήθειαν σου από συναγωγής πολλής. Συ δε, Κύριε, μη μακρύνης τους οικτοιρμούς σου απ’εμού· το έλεος σου και η αλήθεια σου διαπαντός αντιλάβοιντο μου. ’Οτι περιέσχον με κακά, ων ούκ έστιν αριθμος· κατέλαβον με αι ανομίαι μου και ούκ ηδυνήθην του βλέπειν. Επληθύνθησαν υπέρ τας τρίχας της κεφαλής μου και η καρδία μου  εγκατέλιπε με. Ευδόκησον, Κύριε, του ρύσασθαι με· Κύριε, εις το βοηθήσαι μοι πρόσχες. Καταισχυνθείησαν και εντραπείησαν άμα οι ζητούντες την ψυχήν μου του εξάραι αυτήν· αποστραφείησαν εις τα οπίσω και καταισχυνθείησαν οι θέλοντες μοι κακά. Κομισάσθωσαν παραχρήμα αισχύνην αυτών οι λέγοντες μοι, εύγε, εύγε. Αγαλλιάσθωσαν και ευφρανθήτωσαν επί σοι πάντες  οι ζητούντες σε, Κύριε· και ειπάτωσαν διαπαντός, μεγαλυνθήτω ο Κύριος, οι αγαπώντες το σωτήριον σου. Εγώ δε πτωχός ειμί και πένης, Κύριος φροντιεί μοι· βοηθός μου και υπερασπιστής μου ει συ, ο Θεός μου, μή χρονίσης.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα

Ψαλμός Μ΄  40

Μακάριος ο συνιών επί πτωχόν και πένητα, εν ημέρα πονηρά ρύσεται αυτόν ο Κύριος. Κύριος διαφυλάξαι αυτόν και ζήσαι αυτόν και μακαρίσαι αυτόν εν τη γη και μη παραδώ αυτόν εις χείρας εχθρών αυτού. Κύριος βοηθήσαι αυτώ επί κλίνης οδύνης αυτού, όλην την κοίτην αυτου έστρεψας εν τη αρρωστία αυτού. Εγώ είπα· Κύριε, ελέησον με, ίασαι την ψυχήν μου, ότι ήμαρτον σοι. Οι εχθροί μου είπον κακά μοι· πότε αποθανείται και απολείται το όνομα αυτού; Και εισεπορεύετο του ιδείν, μάτην ελάλει η καρδία αυτού, συνήγαγεν ανομίαν εαυτώ· εξεπορεύετο έξω και ελάλει επί το αυτό. Κατ’εμού ελογίζοντο κακά μοι. Λόγον παράνομον κατέθεντο κατ’ εμού· μη ο κοιμώμενος ουχί προσθήσει του αναστήναι; Και γαρ άνθρωπος της ειρήνης μου, εφ’ον ήλπισα, ο εσθίων άρτους μου εμεγάλυνεν επ’εμέ πτερνισμόν. Σύ δε, Κύριε, ελέησον με, και ανάστησον με, και ανταποδώσω αυτοίς. Εν τούτω έγνων, ότι τεθέληκας με, ότι ου μή επιχαρή ο εχθρός μου επ’εμέ. Εμού δε δια την ακακίαν αντελάβου και εβεβαίωσας με ενώπιον σου εις τον αιώνα. Ευλογητός Κύριος ο Θεός του Ισραήλ από του αιώνος και εις τον αιώνα. Γένοιτο, γένοιτο.

Ψαλμός ΜΑ΄  41

Ον τρόπον επιποθεί η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων, ούτως επιποθεί η ψυχή μου προς σε, ο Θεός. Εδίψησεν η ψυχή μου προς τον Θεόν, τον ισχυρόν, τον ζώντα· πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω του Θεού; Εγενήθη τα δάκρυα μου εμοί άρτος ημέρας και νυκτός, εν τω λέγεσθαι με καθ’εκάστην ημέραν· Πού έστιν ο Θεός σου; Ταύτα εμνήσθην, και εξέχεα επ’εμέ την ψυχήν μου, ότι διελεύσομαι εν τόπω σκηνής θαυμαστής, έως του οίκου του Θεού, εν φωνή αγαλλιάσεως και εξομολογήσεως ήχου εορτάζοντος. Ινατί περίλυπος εί η ψυχή μου; και ινατί συνταράσσεις με; ’Ελπισον επί τον Θεόν, ότι εξομολογήσομαι αυτώ, σωτήριον του προσώπου μου, και ο Θεός μου. Προς εμαυτόν η ψυχή μου εταράχθη, δια τούτο μνησθήσομαι σου εκ γης Ιορδάνου και Ερμωνιείμ, από όρους μικρού. ’Αβυσσος άβυσσον επικαλείται, εις φωνήν των καταρρακτών σου· πάντες οι μετεωρισμοί σου και τα κύματα σου επ’εμέ διήλθον. Ημέρας εντελείται Κύριος το έλεος αυτού, και νυκτός ωδή αυτώ, παρ’εμοί προσευχή τω Θεώ της ζωής μου. Ερώ τω Θεώ· αντιλήπτωρ μου ει· Διατί μου επελάθου; και ινατί σκυθρωπάζων πορεύομαι εν τω εκθλίβειν τον εχθρόν μου; Εν τω καταθλάσθαι τα οστά μου, ωνείδιζον με οι εχθροί μου· εν τω λέγειν αυτούς μοι καθ’εκάστην ημέραν· Πού έστιν ο Θεός σου; Ινατί περίλυπος εί η ψυχή μου; και ινατί συνταράσσεις με; ’Ελπισον επί τον Θεόν, ότι εξομολογήσομαι αυτώ, σωτήριον του προσώπου μου, και ο Θεός μου.

Ψαλμός ΜΒ΄  42

Κρίνον με ο Θεός, και δίκασον την δίκην μου  εξ έθνους ούχ οσίου, από ανθρώπου αδίκου και δολίου ρύσαι με. ’Οτι συ εί ο Θεός κραταίωμα μου, ινατί απώσω με; και ινατί σκυθρωπάζων πορεύομαι, εν τω εκθλίβειν τον εχθρόν μου; Εξαπόστειλον το φως σου και την αληθειαν σου, αυτά με ωδήγησαν, και ήγαγον με εις όρος άγιον σου και εις τα σκηνώματα σου. Και εισελεύσομαι προς το θυσιαστήριον του Θεού, προς τον Θεόν τον ευφραίνοντα την νεότητα μου· εξομολογήσομαι σοι εν κιθάρα, ο Θεός, ο Θεός μου. Ινατί περίλυπος εί η ψυχή μου; και ινατί συνταράσσεις με; ’Ελπισον επί τον Θεόν, ότι εξομολογήσομαι αυτώ, σωτήριον του προσώπου μου, και ο Θεός μου.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός ΜΓ΄  43

Ο Θεός εν τοις ωσίν ημών ακούσαμεν και οι πατέρες ημών ανήγγειλαν ημίν έργον, ο ειργάσω εν ταις ημέραις αυτών, εν ημέραις αρχαίαις. Η χείρ σου έθνη εξωλόθρευσε, και κατεφύτευσας αυτούς, εκάκωσας λαούς, και εξέβαλες αυτούς. Ου γαρ εν τη ρομφαία αυτών εκληρονόμησαν γήν και ο βραχίων αυτών ούκ έσωσεν αυτούς. Αλλ’ η δεξιά σου και ο βραχίων σου, και ο φωτισμός του προσώπου σου, ότι ηυδόκησας εν αυτοίς. Συ εί αυτός ο Βασιλεύς μου και ο Θεός μου, ο εντελλόμενος τας σωτηρίας Ιακώβ. Εν σοι τους εχθρούς ημών κερατιούμεν και εν τω ονόματι σου εξουδενώσομεν τους επανισταμένους ημίν. Ού γαρ επί τω τόξω μου ελπιώ και η ρομφαία μου ού σώσει με. ’Εσωσας γαρ ημάς εκ των θλιβόντων ημάς και τους μισούντας ημάς κατήσχυνας. Εν τω Θεώ επαινεθησόμεθα όλην την ημέρας και εν τω ονόματι σου εξομολογηθησόμεθα  εις τον αιώνα. Νυνί δε απώσω και κατήσχυνας ημάς και ουκ εξελεύση ο Θεός εν ταις δυνάμεσιν ημών. Απέστρεψας ημάς εις τα οπίσω παρά τους εχθρούς ημών, και οι μισούντες ημάς διήρπαζον εαυτοίς. ’Εδωκας ημάς ως πρόβατα βρώσεως και εν τοις έθνεσι διέσπειρας ημάς. Απέδου τον λαόν σου άνευ τιμής και ουκ ην πλήθος εν τοις αλαλάγμασιν ημών. ’Εθου ημάς όνειδος τοις γείτοσιν ημών, μυκτηρισμόν και χλευασμόν τοις κύκλω ημών. ’Εθου ημάς εις παραβολήν εν τοις έθνεσιν, κίνησιν κεφαλής εν τοις λαοίς. ’Ολην την ημέραν η εντροπή μου κατεναντίον μου έστι, και η αισχύνη του προσώπου μου εκάλυψε με. Από φωνής ονειδίζοντος και καταλαλούντος, από προσώπου εχθρού και εκδιώκοντος. Ταύτα πάντα ήλθεν εφ’ ημάς και ούκ επελαθόμεθα σου, και ούκ ηδικήσαμεν εν τη διαθήκη σου. Και ούκ απέστη εις τα οπίσω η καρδία ημών και εξέκλινας τας τρίβους ημών από της οδού σου. ’Οτι εταπείνωσας ημάς εν τόπω κακώσεως, και επεκάλυψεν ημάς σκιά θανάτου. Εί επελαθόμεθα του ονόματος του Θεού ημών και εί διεπετάσαμεν χείρας ημών προς Θεόν αλλότριον. Ουχί ο Θεός εκζητήσει ταύτα; αυτός γαρ γινώσκει τα κρύφια της καρδίας. ’Οτι ένεκα σου θανατούμεθα όλην την ημέραν, ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής. Εξεγέρθητι, ινατί υπνοίς, Κύριε; ανάστηθι και μη απώση εις τέλος. Ινατί το πρόσωπον σου αποστρέφεις; επιλανθάνη της πτωχείας ημών και της θλίψεως ημών; ’Οτι εταπεινώθη εις χουν η ψυχή ημών, εκολλήθη εις γην η γαστήρ ημών. Ανάστα, Κύριε, βοήθησον ημίν και λύτρωσαι ημάς ένεκεν του ονόματος σου.

Ψαλμός ΜΔ΄  44

Εξηρεύξατο η καρδία μου λόγον αγαθόν· λέγω εγώ τα έργα μου τω βασιλεί· η γλώσσα μου κάλαμος γραμματέως οξυγράφου. Ωραίος κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων, εξεχύθη χάρις εν χείλεσι σου, δια τούτο ευλόγησε σε ο Θεός εις τον αιώνα. Περίζωσαι την ρομφαίαν σου επι τον μηρόν σου, δυνατέ, τη ωραιότητι σου και τω κάλλει σου. Και έντεινον και κατευοδού και βασίλευε ένεκεν αληθείας και πραότητος και δικαιοσύνης· και οδηγήσει σε θαυμαστώς η δεξιά σου. Τα βέλη σου ηκονημένα, Δυνατέ, λαοί υποκάτω σου πεσούνται, εν καρδία εχθρών του βασιλέως. Ο θρόνος σου, ο Θεός, εις τον αιώνα του αιώνος· ράβδος ευθύτητος η ράβδος της βασιλείας σου. Ηγάπησας δικαιοσύνην και εμίσησας ανομίαν· δια τούτο έχρισε σε ο Θεός, ο Θεός σου, έλαιον αγαλλιάσεως παρά τους μετόχους σου. Σμύρνα και στακτή και κασσία από των ιματίων σου, από βάρεων ελεφαντίνων· εξ ων εύφραναν σε θυγατέρες βασιλέων εν τη τιμή σου. Παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών, εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη. ’Ακουσον, θύγατερ, και ίδε, και κλίνον το ους σου και επιλάθου του λαού σου και του οίκου του πατρός σου. Και επιθυμήσει ο βασιλεύς του κάλλους σου, ότι αυτός έστι Κύριος σου, και προσκυνήσεις αυτώ. Και προσκυνήσουσιν αυτώ θυγατέρες Τύρου εν δώροις· το πρόσωπον σου λιτανεύσουσιν οι πλούσιοι του λαού. Πάσα η δόξα της θυγατρός του βασιλέως έσωθεν, εν κροσσωτοίς χρυσοίς περιβεβλημένη, πεποικιλμένη. Απενεχθήσονται τω βασιλεί παρθένοι οπίσω αυτής, αι πλησίον αυτής απενεχθήσονται σοι. Απενεχθήσονται εν ευφροσύνη και αγαλλιάσει, αχθήσονται εις ναόν βασιλέως. Αντί των πατέρων σου εγενήθησαν σοι υιοί· καταστήσεις αυτούς άρχοντας επί πάσαν την γην. Μνησθήσομαι του ονόματος σου εν πάση γενεά και γενεά· δια τούτο λαοί εξομολογήσονται σοι εις τον αιώνα, και εις τον αιώνα του αιώνος.

Ψαλμός ΜΕ΄  45

Ο Θεός ημών καταφυγή και δύναμις, βοηθός εν θλίψεσι ταις ευρούσαις ημάς σφόδρα. Δια τούτο ού φοβηθησόμεθα εν τω ταράσσεσθαι την γην και μετατίθεσθαι όρη εν καρδίαις θαλασσών. ’Ηχησαν και εταράχθησαν τα ύδατα αυτών, εταράχθησαν τα όρη εν τη κραταιότητι αυτού. Του ποταμού τα ορμήματα ευφραίνουσι την πόλιν του Θεού· ηγίασε το σκήνωμα αυτού ο Ύψιστος. Ο Θεός εν μέσω αυτής και ού σαλευθήσεται· βοηθησει αυτή ο Θεός το  προς πρωί πρωί. Εταράχθησαν έθνη, έκλιναν βασιλείαι, έδωκε φωνήν αυτού ο Ύψιστος, εσαλεύθη η γη. Κύριος των δυνάμεων μεθ’ημών, αντιλήπτωρ ημών ο Θεός Ιακώβ. Δεύτε και ίδετε τα έργα του Θεού,  ά έθετο τέρατα επί της γης. Ανταναιρών πολέμους μέχρι των περάτων της γης· τόξον συντρίψει και συνθλάσει όπλον και θυρεούς κατακαύσει εν πυρί. Σχολάσατε και γνώτε, ότι εγώ είμι ο Θεός· υψωθήσομαι εν τοις έθνεσιν, υψωθήσομαι εν τη γη. Κύριος των δυνάμεων μεθ’ημών, αντιλήπτωρ ημών ο Θεός, Ιακώβ.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.



ΚΑΘΙΣΜΑ ΕΒΔΟΜΟΝ


Ψαλμός ΜΣΤ΄  46

Πάντα τα έθνη κροτήσατε χείρας, αλαλάξατε τω Θεώ εν φωνή αγαλλιάσεως. ’Οτι Κύριος ύψιστος, φοβερός, βασιλεύς μέγας επί πάσαν την γην. Υπέταξε λαούς ημίν και έθνη υπό τους πόδας ημών. Εξελέξατο ημίν την κληρονομίαν εαυτώ, την καλλονήν Ιακώβ, ήν ηγάπησεν. Ανέβη ο Θεός εν αλαλαγμώ, Κύριος εν φωνή σάλπιγγος. Ψάλατε τω Θεώ ημών, ψάλατε· ψάλατε τω βασιλεί ημών, ψάλατε. ’Οτι βασιλεύς πάσης της γης ο Θεός, ψάλατε συνετώς. Εβασίλευσεν ο Θεός επί τα έθνη· ο Θεός κάθηται επί θρόνου αγίου αυτού. ’Αρχοντες λαών συνήχθησαν μετά του Θεού Αβραάμ, ότι του Θεού οι κραταιοί της γης σφόδρα επήρθησαν.

Ψαλμός ΜΖ΄  47

Μέγας Κύριος και αινετός σφόδρα, εν πόλει του Θεού ημών, εν όρει αγίω αυτού, ευρίζω αγαλλιάματι πάσης της γης. ’Ορη Σιών, τα πλευρά του βορρά, η πόλις του βασιλέως του μεγάλου. Ο Θεός εν ταις βάρεσιν αυτής γινώσκεται, όταν αντιλαμβάνηται αυτής. ’Οτι ιδού οι βασιλείς της γής συνήχθησαν, διήλθοσαν επί το αυτό. Αυτοί ιδόντες ούτως εθαύμασαν, εταράχθησαν, εσαλεύθησαν, τρόμος επελάβετο αυτών· εκεί ωδίνες ως τικτούσης. Εν πνεύματι βιαίω συντρίψεις πλοία Θαρσείς. Καθάπερ ηκούσαμεν, ούτω και είδομεν εν πόλει Κυρίου των δυνάμεων, εν πόλει του Θεού ημών. Ο Θεός εθεμελίωσεν αυτήν εις τον αιώνα. Υπελάβομεν, ο Θεός, το έλεος σου εν μέσω του λαού σου. Κατά το όνομα σου, ο Θεός, ούτω και η αίνεσις σου επί τα πέρατα της γης, δικαιοσύνης πλήρης η δεξιά σου. Ευφρανθήτω το όρος Σιών και αγαλλιάσθωσαν αι θυγατέρες της Ιουδαίας ένεκεν κριμάτων, σου Κύριε. Κυκλώσατε Σιών και περιλάβετε αυτήν, διηγήσασθε εν τοις πύργοις αυτής. Θέσθε τας καρδίας υμών εις την δύναμιν αυτής και καταδιέλεσθε τας βάρεις αυτής, όπως αν διηγήσησθε εις γενεάν ετέραν. ’Οτι ούτος έστιν ο Θεός ημών εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος· αυτός ποιμανεί ημάς εις τους αιώνας.

Ψαλμός ΜΗ΄  48

Ακούσατε ταύτα πάντα τα έθνη, ενωτίσασθε πάντες οι κατοικούντες την οικουμένην. Οι τε γηγενείς και οι υιοί των ανθρώπων, επί το αυτό πλούσιος και πένης. Το στόμα μου λαλήσει σοφίαν και η μελέτη της καρδίας μου σύνεσιν. Κλινώ εις παραβολήν το ούς μου, ανοίξω εν ψαλτηρίω το πρόβλημα μου. Ινατί φοβούμαι εν ημέρα πονηρά; η ανομία της πτέρνης μου κυκλώσει με. Οι πεποιθότες επί τη δυνάμει αυτών και επί τω πλήθει του πλούτου αυτών καυχώμενοι. Αδελφός ού λυτρούται, λυτρώσεται άνθρωπος; Ού δώσει τω Θεώ εξίλασμα εαυτού και την τιμήν της λυτρώσεως της ψυχής αυτού και εκοπίασεν εις τον αιώνα και ζήσεται εις τέλος. ’Οτι ούκ όψεται καταφθοράν, όταν ίδη σοφούς αποθνήσκοντας. Επί το αυτό άφρων και άνους απολούνται και καταλείψουσιν αλλοτρίοις τον πλούτον αυτών. Και οι τάφοι αυτών οικίαι αυτών εις τον αιώνα· σκηνώματα αυτών εις γενεάν και γενεάν, επεκαλέσαντο τα ονόματα αυτών επί των γαιών αυτών. Και άνθρωπος εν τιμή ων ού συνήκε· παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς. Αύτη η οδός αυτών σκάνδαλον αυτοίς και μετά ταύτα εν τω στόματι αυτών ευδοκήσουσιν. Ως πρόβατα εν άδη έθεντο, θάνατος ποιμανεί αυτους. Και κατακυριεύσουσιν αυτών οι ευθείς το πρωϊ, και η βοήθεια αυτών παλαιωθήσεται εν τω άδη, εκ της δόξης αυτών εξώσθησαν. Πλήν ο Θεός λυτρώσεται την ψυχήν μου εκ χειρός άδου όταν λαμβάνη με. Μη φοβού, όταν πλουτήση άνθρωπος, ή όταν πληθυνθή η δόξα του οίκου αυτού. ’Οτι ούκ εν τω αποθνήσκειν αυτόν λήψεται τα πάντα, ουδέ συγκαταβήσεται αυτώ η δόξα αυτού. ’Οτι η ψυχή αυτού εν τη ζωή αυτού ευλογηθήσεται, εξομολογήσεται σοι, όταν αγαθύνης αυτώ. Εισελεύσεται έως γενεάς πατέρων αυτού, έως αιώνος ούκ όψεται φως. Και άνθρωπος εν τιμή ών ού συνήκε· παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός ΜΘ΄  49

Θεός Θεών Κύριος ελάλησε και εκάλεσε την γην από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών. Εκ Σιών η ευπρέπεια της ωραιότητος αυτού. Ο Θεός εμφανώς ήξει, ο Θεός ημών, και ού παρασιωπήσεται. Πύρ ενώπιον αυτού καυθήσεται, και κύκλω αυτού καταιγίς σφόδρα. Προσκαλέσεται τον ουρανόν άνω και την γην, του διακρίναι τον λαόν αυτού. Συναγάγετε αυτώ τους οσίους αυτού, τους διατιθεμένους την διαθήκην αυτού επί θυσίαις. Και αναγγελούσιν οι ουρανοί την δικαιοσύνην αυτού ότι ο Θεός κριτής έστιν. ’Ακουσον, λαός μου, και λαλήσω σοι, Ισραήλ, και διαμαρτύρομαι σοι· ο Θεός, ο Θεός σου ειμί εγώ. Ούκ επι ταις θυσίαις σου ελέγξω σε, τα δε ολοκαυτώματα σου ενώπιον μου έστι διαπαντός. Ού δέξομαι εκ του οίκου σου μόσχους, ουδέ εκ των ποιμνίων σου χιμάρους. ’Οτι εμά έστι πάντα τα θηρία του αγρού, κτήνη εν τοις όρεσι και βόες. ’Εγνωκα πάντα τα πετεινά του ουρανού, και ωραιότης μετ’εμού έστιν. Εάν πεινάσω, ου μη σοι είπω, εμή γαρ έστιν η οικουμένη και το πλήρωμα αυτής. Μή φάγομαι κρέας ταύρων, ή αίμα τράγων πίομαι; Θύσον τω Θεώ θυσίαν αινέσεως, και απόδος τω Υψίστω τας ευχάς σου. Και επικαλέσαι με εν ημέρα θλίψεως σου, και εξελούμαι σε και δοξάσεις με. Τω δε αμαρτωλώ είπεν ο Θεός· Ινατί συ εκδιηγή τα δικαιώματα μου και αναλαμβάνεις την διαθήκην μου δια στόματος σου; Σύ εμίσησας παιδείαν και εξέβαλες τους λόγους μου εις τα οπίσω. Εί εθεώρεις κλέπτην, συνέτρεχες αυτώ, και μετά μοιχού την μερίδα σου ετίθεις. Το στόμα σου επλεόνασε κακίαν, και η γλώσσα σου περιέπλεκε δολιότητας. Καθήμενος κατά του αδελφού σου κατελάλεις και κατά του υιού της μητρός σου ετίθεις σκάνδαλον. Ταύτα εποίησας και εσίγησα· υπέλαβες ανομίαν, ότι έσομαι σοι όμοιος· ελέγξω σε και παραστήσω κατά πρόσωπον σου τας αμαρτίας σου. Σύνετε δη ταύτα, οι επιλανθανόμενοι του Θεού, μήποτε αρπάση, και ού μη ή ο ρυόμενος. Θυσία αινέσεως δοξάσει με, και εκεί οδός, ή δείξω αυτώ το σωτήριον μου.

Ψαλμός Ν΄  50

Ελέησον με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεος σου, και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημα μου. Επί πλείον πλύνον με από της ανομίας μου και από της αμαρτίας μου καθάρισον με. ’Οτι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω, και η αμαρτία μου ενώπιον μου έστι διαπαντός. Σοί μόνω ήμαρτον και το πονηρόν ενώπιον σου εποίησα· όπως αν δικαιωθής εν τοις λόγοις οσυ και νικήσης εν τω κρίνεσθαι σε. Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην, και εν αμαρτίαις εκίσσησε με η μήτηρ μου. Ιδού γαρ αλήθειαν ηγάπησας· τα άδηλα και τα κρύφια της σοφίας σου εδήλωσας μοι. Ραντιείς με υσσώπω και καθαρισθήσομαι· πλυνείς με, και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ακουτιείς μοι αγαλλίασιν και ευφροσύνην, αγαλλιάσονται οστέα τεταπεινωμένα. Απόστρεψον το πρόσωπον σου από των αμαρτιών μου και πάσας τας ανομίας μου εξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί, ο Θεός, και πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου. Μή απορρίψης με από του προσώπου σου και το πνεύμα σου το άγιον μη αντανέλης απ’εμού. Απόδος μοι την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξον με. Διδάξω ανόμους τας οδούς σου, και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι. Ρύσαι με εξ αιμάτων, ο Θεός, ο Θεός της σωτηρίας μου, αγαλλιάσεται η γλώσσα μου την δικαιοσύνην σου. Κύριε, τα χείλη μου ανοίξεις, και το στόμα μου αναγγελεί την αίνεσιν σου. ’Οτι εί ηθέλησας θυσίαν, έδωκα αν ’ ολοκαυτώματα ούκ ευδοκήσεις. Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ούκ εξουδενώσει. Αγάθυνον, Κύριε, εν τη ευδοκία σου την Σιών, και οικοδομηθήτω τα τείχη Ιερουσαλήμ. Τότε ευδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, αναφοράν και ολοκαυτώματα. Τότε ανοίσουσιν επί το θυσιαστήριον σου μόσχους.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός ΝΑ΄  51

Τί εγκαυχά εν κακία ο δυνατός; Ανομίαν όλην την ημέραν, αδικίαν ελογίσατο η γλώσσα σου, ωσεί ξυρόν ηκονημένον εποίησας δόλον. Ηγάπησας κακίαν υπέρ αγαθωσύνην, αδικίαν υπέρ του λαλήσαι δικαιοσύνην. Ηγάπησας πάντα τα ρήματα καταποντισμού, γλώσσαν δολίαν. Δια τούτο ο Θεός καθέλοι σε εις τέλος· εκτίλαι σε και μεταναστεύσαι σε από σκηνώματος σου και το ρίζωμα σου εκ γης ζώντων. ’Οψονται δίκαιοι και φοβηθήσονται, και επ’αυτόν γελάσονται και ερούσιν. Ιδού άνθρωπος, ός ούκ έθετο τον Θεόν βοηθόν αυτού, αλλ’ επήλπισεν επί τω πλήθει του πλούτου αυτού, και ενεδυναμώθη επί τη ματαιότητι αυτού. Εγώ δε, ωσεί ελαία κατάκαρπος εν τω οίκω του Θεού· ήλπισα επί το έλεος του Θεού εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος. Εξομολογήσομαι σοι εις τον αιώνα, ότι εποίησας, και υπομενώ το όνομα σου, ότι χρηστόν εναντίον των οσίων σου.

Ψαλμός ΝΒ΄  52

Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού· Ούκ έστι Θεός. Διεφθάρησαν και εβδελύχθησαν εν ανομίαις, ούκ έστι ποιών αγαθόν. Ο Θεός εκ του ουρανού διέκυψεν επί τους υιούς των ανθρώπων, του ιδείν εί έστι συνιών ή εκζητών τον Θεόν. Πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν, ούκ έστι ποιών αγαθόν, ούκ έστιν έως ενός. Ουχί γνώσονται πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν, οι κατεσθίοντες τον λαόν μου εν βρώσει άρτου; τον Κύριον ούκ επεκαλέσαντο. Εκεί εφοβήθησαν φόβον, ού ούκ ήν φόβος· ότι ο Θεός διεσκόρπισεν οστά ανθρωπαρέσκων, κατησχύνθησαν, ότι ο Θεός εξουδένωσεν αυτούς. Τίς δώσει εκ Σιών το σωτήριον του Ισραήλ; εν τω επιστρέψαι τον Θεόν την αιχμαλωσίαν του λαού αυτού, αγαλλιάσεται Ιακώβ και ευφρανθήσεται Ισραήλ.

Ψαλμός ΝΓ΄  53

Ο Θεός εν τω ονόματι σου σώσον με και εν τη δυνάμει σου κρινείς με. Ο Θεός, εισάκουσον της προσευχής μου, ενώτισαι τα ρήματα του στόματος μου. ’Οτι αλλότριοι επανέστησαν επ’εμέ και κραταιοί εζήτησαν την ψυχήν μου και ού προέθεντο τον Θεόν ενώπιον αυτών. Ιδού γαρ ο Θεός βοηθεί μοι, και ο Κύριος αντιλήπτωρ της ψυχής μου. Αποστρέψει τα κακά τοις εχθροίς μου, εν τη αληθεία σου εξολόθρευσον αυτούς. Εκουσίως θύσω σοι, εξομολογήσομαι τω ονόματι σου, Κύριε, ότι αγαθόν. ’Οτι εκ πάσης θλίψεως ερρύσω με, και εν τοις εχθροίς μου επείδεν ο οφθαλμός μου.

Ψαλμός ΝΔ΄  54

Ενώτισαι, ο Θεός, την προσευχήν μου, και μή υπερίδης την δέησιν μου. Πρόσχες μοι και εισάκουσον μου· ελυπήθην εν τη αδολεσχία μου και εταράχθην από φωνής εχθρου και από θλίψεως αμαρτωλού. ’Οτι εξέκλιναν επ’εμέ ανομίαν και εν οργή ενεκότουν μοι. Η καρδία μου εταράχθην εν εμοι, και δειλία θανάτου επέπεσεν επ’εμέ. Φόβος και τρόμος ήλθεν επ’εμέ, και εκάλυψε με σκότος. Και είπα· Τίς δώσει μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράς και πετασθήσομαι και καταπαύσω; Ιδού εμάκρυνα φυγαδεύων και ηυλίσθην εν τη ερήμω. Προσεδεχόμην τον Θεόν, τον σώζοντα με από ολιγοψυχίας και από καταιγίδος. Καταπόντισον, Κύριε, και καταδίελε τας γλώσσας αυτών, ότι είδον ανομίαν και αντιλογίαν εν τη πόλει. Ημέρας και νυκτός κυκλώσει αυτήν επί τα τείχη αυτής· ανομία και κόπος εν μέσω αυτής και αδικία. Και ούκ εξέλιπεν εκ των πλατειών αυτής τόκος και δόλος. ’Οτι εί ο εχθρός ωνείδισε με, υπήνεγκα αν· και εί ο μισών επ’εμέ εμεγαλορρημόνησεν, εκρύβην αν απ’αυτού. Σύ δε, άνθρωπε ισόψυχε, ηγεμών μου, και γνωστέ μου. ’Ος επί το αυτό εγλύκανας μοι εδέσματα, εν τω οίκω του Θεού επορεύθην εν ομονοία. Ελθέτω δη θάνατος επ’αυτούς, και καταβήτωσαν εις άδου ζώντες· ότι πονηρία εν ταις παροικίαις αυτών, εν μέσω αυτών. Εγώ προς τον Θεόν εκέκραξα, και ο Κύριος εισήκουσέ μου. Εσπέρας και πρωί και μεσημβρίας διηγήσομαι και απαγγελώ, και εισακούσεται της φωνής μου. Λυτρώσεται εν ειρήνη την ψυχήν μου από των εγγιζόντων μοι· ότι εν πολλοίς ήσαν συν εμοί. Εισακούσεται ο Θεος και ταπεινώσει αυτούς ο υπάρχων προ των αιώνων. Ού γαρ έστιν αυτοίς αντάλλαγμα, ότι ούκ εφοβήθησαν τον Θεόν. Εξέτεινε την χείρα αυτού εν τω αποδιδόναι· εβεβήλωσαν την διαθήκην αυτού. Διεμερίσθησαν από οργής του προσώπου αυτού, και ήγγισαν αι καρδίαι αυτών· ηπαλύνθησαν οι λόγοι αυτών υπέρ έλαιον, και αυτοί είσι βολίδες. Επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου και αυτός σε διαθρέψει· ου δώσει εις τον αιώνα σάλον τω δικαίω. Σύ δε, ο Θεός, κατάξεις αυτούς εις φρέαρ διαφθοράς. ’Ανδρες αιμάτων και δολιότητος ού μή ημισεύσωσι τας ημέρας αυτών· εγώ δε, Κύριε, ελπιώ επί σε.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.




ΚΑΘΙΣΜΑ ΟΓΔΟΟΝ


Ψαλμός ΝΕ΄  55

Ελέησον με ο Θεός, ότι κατεπάτησε με άνθρωπος όλην την ημέραν, πολεμών έθλιψε με. Κατεπάτησαν με οι εχθροί μου όλην την ημέραν, ότι πολλοί οι πολεμούντες με από ύψους. Ημέρας ου φοβηθήσομαι, εγώ δε ελπιώ επί σε. Εν τω Θεώ επαινέσω τους λόγους μου, επί τω Θεώ ήλπισα· ου φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι σαρξ. ’Ολην την ημέραν τους λόγους μου εβδελύσσοντο· κατ’εμού πάντες οι διαλογισμοί αυτών εις κακόν. Παροικήσουσι και κατακρύψουσιν· αυτοί την πτέρναν μου φυλάξουσιν, καθάπερ υπεμειναν την ψυχήν μου. Υπερ του μηθενός σώσεις αυτούς, εν οργή λαούς κατάξεις, ο Θεός. Την ζωήν μου εξήγγειλα σοι· έθου τα δάκρυα μου ενώπιον σου, ως και εν τη επαγγελία σου. Επιστρέψουσιν οι εχθροί μου εις τα οπίσω· εν ή αν ημέρα επικαλέσωμαι σε, ιδού έγνων ότι Θεός μου ει συ. Επί τω Θεώ αινέσω ρήμα, επί τω Κυρίω αινέσω λόγον. Επί τω Θεώ ήλπισα, ου φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι άνθρωπος. Εν εμοί, ο Θεός, ευχαί, ας αποδώσω αινέσεως σου. ’Οτι ερρύσω την ψυχήν μου εκ θανάτου, τους οφθαλμούς μου από δακρύων και τους πόδας μου από ολισθήματος, του ευαρεστήσαι ενώπιον Κυρίου, εν φωτί ζώντων.

Ψαλμός ΝΣΤ΄  56

Ελέησον με, ο Θεός, ελέησον με· ότι επί σε πέποιθεν η ψυχή μου και εν τη σκιά των πτερύγων σου ελπιώ, έως ου παρέλθη η ανομία. Κεκράξομαι προς τον Θεόν τον Ύψιστον, τον Θεόν τον ευεργετήσαντα με. Εξαπέστειλεν εξ ουρανού, και έσωσε με, έδωκεν εις όνειδος τους καταπατούντας με. Εξαπέστειλεν ο Θεός το έλεος αυτού και την αλήθειαν αυτού, και ερρύσατο την ψυχήν μου εκ μέσου σκύμνων· εκοιμήθην τεταραγμένος. Υιοί ανθρώπων, οι ιδόντες αυτών όπλα και βέλη, και η γλώσσα αυτών μάχαιρα οξεία. Υψώθητι επί τους ουρανούς, ο Θεός, και επί πάσαν την γην η δόξα σου. Παγίδα ητοίμασαν τοις ποσί μου και κατέκαμψαν την ψυχήν μου· ώρυξαν προ προσώπου μου βόθρον και ενέπεσον εις αυτόν. Ετοίμη η καρδία μου, ο Θεός, ετοίμη η καρδία μου· άσομαι και ψαλώ εν τη δόξη μου. Εξεγέρθητι η δόξα μου, εξεγέρθητι ψαλτήριον και κιθάρα· εξεγερθήσομαι όρθρου. Εξομολογήσομαι σοι εν λαοίς Κύριε, ψαλώ σοι εν έθνεσι. ’Οτι εμεγαλύνθη εως των ουρανών το έλεος σου και εως των νεφελών η αλήθεια σου. Υψώθητι επί τους ουρανούς, ο Θεός, και επί πάσαν την γην η δόξα σου.

Ψαλμός ΝΖ΄  57

Ει αληθώς άρα δικαιοσύνην λαλείτε, ευθείας κρίνετε, οι υιοί των ανθρώπων. Και γαρ εν καρδία ανομίαν εργάζεσθε εν τη γη, αδικίαν αι χείρες υμών συμπλέκουσι. Απηλλοτριώθησαν οι αμαρτωλοί από μήτρας, επλανήθησαν από γαστρός, ελάλησαν ψευδή. Θυμός αυτοίς κατά την ομοίωσιν του όφεως, ωσεί ασπίδος κωφής και βυούσης τα ώτα αυτής, ’Ητις ουκ εισακούσεται φωνής επαδόντων, φαρμάκου τε φαρμακευομένου παρά σοφού. Ο Θεός συντρίψει τους οδόντας αυτών εν τω στόματι αυτών· τας μύλας των λεόντων συνέθλασεν ο Κύριος. Εξουδενωθήσονται ωσεί ύδωρ διαπορευόμενον· εντενεί το τόξον αυτού, εως ου ασθενήσουσι. Ωσεί κηρός τακείς ανταναιρεθήσονται· έπεσε πυρ επ’αυτούς και ουκ είδον τον ήλιον. Προ του συνιέναι τας ακάνθας ημών την ράμνον, ωσεί ζώντας, ωσεί εν οργή καταπίεται αυτούς. Ευφρανθήσεται δίκαιος, όταν ίδη εκδίκησιν, τας χείρας αυτού νίψεται εν τω αίματι του αμαρτωλού. Και ερεί άνθρωπος· Ει άρα έστι καρπός τω δικαίω, άρα έστιν ο Θεός, κρίνων αυτούς εν τη γή.
           
Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός ΝΗ΄ 58

Εξελού με εκ των εχθρών μου, ο Θεός, και εκ των επανισταμένων επ’εμέ λύτρωσαι με. Ρύσαι με εκ των εργαζομένων την ανομίαν και εξ ανδρών αιμάτων σώσον με. ’Οτι ιδού εθήρευσαν την ψυχήν μου, επέθεντο επ’εμέ κραταιοί· ούτε η ανομία μου  ούτε η αμαρτία μου, Κύριε. ’Ανευ ανομίας έδραμον και κατεύθυνα· εξεργέθητι εις συνάντησιν μου και ίδε. Και συ, Κύριε, ο Θεός των δυνάμεων, ο Θεός του Ισραήλ, πρόσχες του επισκέψασθαι πάντα τα έθνη· μη οικτειρήσης πάντας τους εργαζομένους την ανομίαν. Επιστρέψουσιν εις εσπέραν και λιμώξουσιν ως κύων και κυκλώσουσι πόλιν. Ιδού αυτοί αποφθέγξονται εν τω στόματι αυτών και ρομφαία εν τοις χείλεσιν αυτών· ότι τίς ήκουσε; Και συ, Κύριε, εκγελάσεις αυτούς, εξουδενώσεις πάντα τα έθνη. Το κράτος μου προς σε φυλάξω, ότι συ ο Θεός αντιλήπτωρ μου ει. Ο Θεός μου, το έλεος σου προφθάσει με· ο Θεός μου δείξει μοι εν τοις εχθροις μου. Μη αποκτείνης αυτούς, μήποτε επιλάθωνται του νόμου σου· διασκόρπισον αυτούς εν τη δυνάμει σου και κατάγαγε αυτούς ο υπερασπιστής μου, Κύριε. Αμαρτία στόματος αυτών, λόγος χειλέων αυτών· και συλληφθήτωσαν εν τη υπερηφανία αυτών· και εξ αράς και ψεύδους διαγγελήσονται συντέλειαι. Εν οργή συντελείας, και ου μη υπάρξωσι· και γνώσονται, ότι Θεός δεσπόζει του Ιακώβ και των περάτων της γης. Επιστρέψουσιν εις εσπέραν, και λιμώξουσιν ως κύων, και κυκλώσουσι πόλιν. Αυτοί διασκορπισθήσονται του φαγείν· εάν δε μη χορτασθώσι και γογγύσουσι. Εγώ δε άσομαι τη δυνάμει σου και αγαλλιάσομαι το πρωί το έλεος σου· ότι εγενήθης αντιλήπτωρ μου και καταφυγή μου εν ημέρα θλίψεως μου. Βοηθός μου ει, σοι ψαλώ· ότι συ, ο Θεός, αντιλήπτωρ μου εί, ο Θεός μου, το έλεος μου.

Ψαλμός ΝΘ΄ 59

Ο Θεός, απώσω ημάς· και καθείλες ημάς· ωργίσθης, και ωκτείρησας ημάς. Συνέσεισας την γην και συνετάραξας αυτήν· ίασαι τα συντρίμματα αυτής ότι εσαλεύθη. ’Εδειξας τω λαώ σου σκληρά· επότισας ημάς οίνον κατανύξεως. ’Εδωκας τοις φοβουμένοις σε σημείωσιν, του φυγείν από προσώπου τόξου. ’Οπως αν ρυσθώσιν οι αγαπητοί σου, σώσον τη δεξιά σου, και επάκουσον μου. Ο Θεός ελάλησεν εν τω αγίω αυτού· αγαλλιάσομαι και διαμεριώ Σίκιμα, και την κοιλάδα των σκηνών διαμετρήσω. Εμός έστι Γαλαάδ, και εμός έστι Μανασσής, και Εφραίμ κραταίωσις της κεφαλής μου· Ιούδας βασιλεύς μου. Μωάβ λέβης της ελπίδος μου· επί την Ιδουμαίαν εκτενώ το υπόδημα μου, εμοί αλλόφυλοι υπετάγησαν. Τίς απάξει με εις πόλιν περιοχής; ή τίς οδηγήσει με εως της Ιδουμαίας; Ουχί συ, ο Θεός, ο απωσάμενος ημάς; και ουκ εξελεύση ο Θεός εν ταις δυνάμεσιν ημών; Δος ημίν βοήθειαν εκ θλίψεως, και ματαία σωτηρία ανθρώπου. Εν τω Θεώ ποιήσωμεν δύναμιν και αυτός εξουδενώσει τους θλίβοντας ημάς.

Ψαλμός Ξ΄ 60

Εισάκουσον, ο Θεός, της δεήσεως μου, πρόσχες τη προσευχή μου. Από των περάτων της γης προς σε εκέκραξα, εν τω ακηδιάσαι την καρδίαν μου· εν πέτρα ύψωσας με. Ωδήγησας με, ότι εγενήθης ελπίς μου, πύργος ισχύος από προσώπου εχθρού. Παροικήσω εν τω σκηνώματί σου εις τους αιώνας· σκεπασθήσομαι εν τη σκέπη των πτερύγων σου. ’Οτι συ, ο Θεός, εισήκουσας των ευχών μου· έδωκας κληρονομίαν τοις φοβουμένοις το όνομα σου. Ημέρας εφ’ ημέρας του βασιλέως προσθήσεις, τα έτη αυτού εως ημέρας γενεάς και γενεάς. Διαμενεί εις τον αιώνα ενώπιον του Θεού· έλεος και αλήθειαν τίς εκζητήσει; Ούτω ψαλώ τω ονόματι σου εις τους αιώνας, του αποδούναι με τας ευχάς μου ημέραν εξ ημέρας.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός ΞΑ΄ 61

Ουχί τω Θεώ υποταγήσεται η ψυχή μου; παρ’αυτώ γαρ το σωτήριον μου. Και γαρ αυτός Θεός μου και σωτήρ μου, και αντιλήπτωρ μου· ου μη σαλευθώ επί πλείον. ’Εως πότε επιτίθεσθε επ’άνθρωπον; φονεύετε πάντες υμείς, ως τοίχω κεκλιμένω και φραγμώ ωσμένω;  Πλην την τιμήν μου εβουλεύσαντο απώσασθαι· έδραμον εν δίψη· τω στόματι αυτών ευλόγουν και τη καρδία αυτών κατηρώντο. Πλην τω Θεώ υποτάγηθι η ψυχή μου, ότι παρ’αυτώ η υπομονή μου. ’Οτι αυτός Θεός μου και σωτήρ μου, αντιλήπτωρ μου· ου μη μεταναστεύσω. Επί τω Θεώ το σωτήριον μου και η δόξα μου· ο Θεός της βοηθείας μου και η ελπίς μου επί τω Θεώ. Ελπίσατε επ’αυτόν πάσα συναγωγή λαών, εκχέετε ενώπιον αυτού τας καρδίας υμών, ότι ο Θεός βοηθός ημών. Πλην μάταιοι οι υιοί των ανθρώπων, ψευδείς οι υιοί των ανθρώπων εν ζυγοίς του αδικήσαι· αυτοί εκ ματαιότητος επί το αυτό. Μη ελπίζετε επ’αδικίαν και επί άρπαγμα μη επιποθείτε· πλούτος εάν ρέη, μη προστίθεσθε καρδίαν. ’Απαξ ελάλησεν ο Θεός· δύο ταύτα ήκουσα, ότι το κράτος του Θεού και σου Κύριε, το έλεος· ότι συ αποδώσεις εκάστω κατά τα έργα αυτού.

Ψαλμός ΞΒ΄ 62

Ο Θεός, ο Θεός μου, προς σε ορθρίζω· εδίψησε σε η ψυχή μου, ποσαπλώς σοι η σαρξ μου εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω. Ούτως εν τω αγίω ώφθην σοι, του ιδείν την δύναμιν σου και την δόξαν σου. ’Οτι κρείσσον το έλεος σου υπέρ ζωάς· τα χείλη μου επαινέσουσι σε. Ούτως ευλογήσω σε εν τη ζωή μου· και εν τω ονόματι σου αρώ τας χείρας μου. Ως εκ στέατος και πιότητος εμπλησθείη η ψυχή μου· και χείλη αγαλλιάσεως αινέσει το στόμα μου. Ει εμνημόνευον σου επί της στρωμνής μου, εν τοις όρθροις εμελέτων εις σε. ’Οτι εγενήθης βοηθός μου, και εν τη σκέπη των πτερύγων σου αγαλλιάσομαι. Εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω σου· εμού δε αντελάβετο η δεξιά σου. Αυτοί δε εις μάτην εζήτησαν την ψυχήν μου, εισελεύσονται εις τα κατώτατα της γης, παραδοθήσονται εις χείρας ρομφαίας· μερίδες αλωπέκων έσονται. Ο δε βασιλεύς ευφρανθήσεται επί τω Θεώ· επαινεθήσεται πας ο ομνύων εν αυτώ· ότι  ενεφράγη στόμα λαλούντων άδικα.

Ψαλμός ΞΓ΄  63

Εισάκουσον ο Θεός, της προσευχής μου, εν τω δέεσθαι με προς σε· από φόβου εχθρού εξελού την ψυχήν μου. Σκέπασον με από συστροφής πονηρευομένων, από πλήθους εργαζομένων αδικίαν. Οίτινες ηκόνησαν ως ρομφαίαν τας γλώσσας αυτών, ενέτειναν τόξον αυτών, πράγμα πικρόν. Του κατατοξεύσαι εν αποκρύφοις άμωμον· εξάπινα κατατοξεύσουσιν αυτόν και ου φοβηθήσονται. Εκραταίωσαν εαυτοίς λόγον πονηρόν· διηγήσαντο του κρύψαι παγίδα· είπον· Τίς όψεται αυτούς; Εξηρεύνησαν ανομίαν, εξέλιπον εξερευνώντες εξερευνήσεις. Προσελεύσεται άνθρωπος και καρδία βαθεία· και υψωθήσεται ο Θεός. Βέλος νηπίων εγενήθησαν αι πληγαί αυτών· και εξησθένησαν επ’ αυτούς αι γλώσσαι αυτών. Εταράχθησαν πάντες οι θεωρούντες αυτούς· και εφοβήθη πας άνθρωπος. Και ανήγγειλαν τα έργα του Θεού και τα ποιήματα αυτού συνήκαν. Ευφρανθήσεται δίκαιος εν τω Κυρίω και ελπιεί επ’αυτόν· και επαινεθήσονται πάντες οι ευθείς τη καρδία.

Δοξα. Και νυν. Αλληλούϊα.




ΚΑΘΙΣΜΑ ΕΝΑΤΟΝ
 
Ψαλμός ΞΔ΄ 64

Σοι πρέπει ύμνος, ο Θεός, εν Σιών, και σοι αποδοθήσεται ευχή εν Ιερουσαλήμ. Εισάκουσον προσευχής μου, προς σε πάσα σαρξ ήξει. Λόγοι ανόμων υπερεδυνάμωσαν ημάς, και τας ασεβείας ημών συ ιλάση. Μακάριος, ον εξελέξω και προσελάβου, κατασκηνώσει εν ταις αυλαίς σου. Πλησθησόμεθα εν τοις αγαθοίς του οίκου σου· άγιος ο ναός σου, θαυμαστός  εν δικαιοσύνη. Επάκουσον ημών, ο Θεός, ο σωτήρ ημών, η ελπίς πάντων των περάτων της γης και των εν θαλάσση μακράν. Ετοιμάζων όρη εν τη ισχύϊ αυτού, περιεζωσμένος εν δυναστεία, ο συνταράσσων το κύτος της θαλάσσης· ήχους κυμάτων αυτής τίς υποστήσεται; Ταραχθήσονται τα έθνη, και φοβηθήσονται οι κατοικούντες τα πέρατα από των σημείων σου· εξόδους πρωίας και εσπέρας τέρψεις. Επεσκέψω την γην, και εμέθυσας αυτήν, επλήθυνας του πλουτίσαι αυτήν. Ο ποταμός του Θεού επληρώθη υδάτων· ητοίμασας την τροφήν αυτών, ότι ούτως η ετοιμασία. Τους αύλακας αυτής μέθυσον, πλήθυνον τα γεννήματα αυτής· εν ταις σταγόσιν αυτής ευφρανθήσεται ανατέλλουσα. Ευλογήσεις τον στέφανον του ενιαυτού της χρηστότητος σου, και τα πεδία σου πλησθήσονται πιότητος. Πιανθήσονται τα όρη της ερήμου και αγαλλίασιν οι βουνοί περιζώσονται. Ενεδύσαντο οι κριοί των προβάτων, και αι κοιλάδες πληθυνούσι σίτον· κεκράξονται και γαρ υμνήσουσι.

Ψαλμός ΞΕ΄ 65

Αλαλάξατε τω Κυρίω πάσα η γη. Ψάλατε δη τω ονόματι αυτού, δότε δόξαν εν αινέσει αυτού. Είπατε τω Θεώ· Ως φοβερά τα έργα σου! εν τω πλήθει της δυνάμεως σου ψεύσονται σε οι εχθροί σου. Πάσα η γη προσκυνησάτωσαν σοι και ψαλάτωσαν σοι· ψαλάτωσαν δη τω ονόματι σου, Ύψιστε. Δεύτε και ίδετε τα έργα του Θεού, ως φοβερός εν βουλαίς, υπέρ τους υιούς των ανθρώπων. Ο μεταστρέφων την θάλασσαν εις ξηράν· εν ποταμώ διελεύσονται ποδί· εκεί ευφρανθησόμεθα επ’αυτώ. Τω δεσπόζοντι εν τη δυναστεία αυτού του αιώνος· οι οφθαλμοί αυτού επί τα έθνη επιβλέπουσιν· οι παραπικραίνοντες μη υψούσθωσαν εν εαυτοίς. Ευλογείτε, έθνη, τον Θεόν ημών, και ακουτίσασθε την φωνήν της αινέσεως αυτού, του θεμένου την ψυχήν μου εις ζωήν, και μη δόντος εις σάλον τους πόδας μου. ’Οτι εδοκίμασας ημάς, ο Θεός· επύρωσας ημάς ως πυρούται το αργύριον. Εισήγαγες ημάς εις την παγίδα· έθου θλίψεις επί τον νώτον ημών. Επεβίβασας ανθρώπους επί τας κεφαλάς ημών· διήλθομεν δια πυρός και ύδατος και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν. Εισελεύσομαι εις τον οίκον σου εν ολοκαυτώματι· αποδώσω σοι τας ευχάς μου, ας διέστειλε τα χείλη μου και ελάλησε το στόμα μου εν τη θλίψει μου. Ολοκαυτώματα μεμυελωμένα ανοίσω σοι μετά θυμιάματος  και κριών· ανοίσω σοι βόας μετά χιμάρων. Δεύτε, ακούσατε, και διηγήσομαι υμίν, πάντες οι φοβούμενοι τον Θεόν, όσα εποίησε τη ψυχή μου. Προς αυτόν τω στόματι μου εκέκραξα και ύψωσα υπό την γλώσσαν μου. Αδικίαν ει εθεώρουν εν καρδία μου, μη εισακουσάτω μου Κύριος. Δια τούτο εισήκουσε μου ο Θεός, προσέσχε τη φωνή της δεήσεως μου. Ευλογητός ο Θεός, ος ούκ απέστησε την προσευχήν μου και το έλεος αυτού απ’εμού.

Ψαλμός ΞΣΤ΄ 66

Ο Θεός οικτειρήσαι ημάς και ευλογήσαι ημάς· επιφάναι το πρόσωπον αυτού εφ’ημάς και ελεήσαι ημάς. Του γνώναι εν τη γη την οδόν σου, εν πάσιν έθνεσι το σωτήριον σου. Εξομολογησάσθωσαν σοι λαοί, ο Θεός· εξομολογησάσθωσαν οι λαοί πάντες. Ευφρανθήτωσαν και αγαλλιάσθωσαν έθνη, ότι κρινείς λαούς εν ευθύτητι και έθνη εν τη γη οδηγήσεις. Εξομολογησάσθωσαν σοι λαοί, ο Θεός· εξομολογησάσθωσαν σοι λαοί πάντες. Γη έδωκε τον καρπόν αυτής· ευλογήσαι ημάς ο Θεός, ο Θεός ημών. Ευλογήσαι ημάς ο Θεός· και φοβηθήτωσαν αυτόν πάντα τα πέρατα της γης.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός ΞΖ΄ 67

Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού, και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν. Ως εκλείπει καπνός, εκλειπέτωσαν· ως τήκεται κηρός από προσώπου πυρός, ούτως απολούνται οι αμαρτωλοί από προσώπου του Θεού. Και οι δίκαιοι ευφρανθήτωσαν· αγαλλιάσθωσαν ενώπιον του Θεού, τερφθήτωσαν εν ευφροσύνη. ’Ασατε τω Θεώ, ψάλατε τω ονόματι αυτού, ωδοποιήσατε τω επιβεβηκότι επί δυσμών· Κύριος όνομα αυτώ· και αγαλλιάσθε ενώπιον αυτού. Ταραχθήτωσαν από προσώπου αυτού, του πατρός των ορφανών, του κριτού των χηρών· ο Θεός εν τόπω αγίω αυτού. Ο Θεός κατοικίζει μονοτρόπους εν οίκω, εξάγων πεπεδημένους εν ανδρεία, ομοίως τους παραπικραίνοντας, τους κατοικούντας εν τάφοις. Ο Θεός, εν τω εκπορεύεσθαι σε ενώπιον του λαού σου, εν τω διαβαίνειν σε εν τη ερήμω. Γη εσείσθη, και γαρ οι ουρανοί έσταξαν από προσώπου του Θεού του Σινά, από προσώπου του Θεού Ισραήλ. Βροχήν εκούσιον αφοριείς, ο Θεός, τη κληρονομία σου· και ησθένησε, συ δε κατηρτίσω αυτήν. Τα ζώα σου κατοικούσιν εν αυτή· ητοίμασας εν τη χρηστότητι σου τω πτωχώ, ο Θεός. Κύριος δώσει ρήμα τοις ευαγγελιζομένοις δυνάμει πολλή. Ο βασιλεύς των δυνάμεων του αγαπητού, τη ωραιότητι του οίκου διελέσθαι σκύλα. Εάν κοιμηθήτε αναμέσον των κλήρων, πτέρυγες περιστεράς· περιηργυρωμέναι, και τα μετάφρενα αυτής εν χλωρότητι χρυσίου. Εν τω διαστέλλειν τον Επουράνιον βασιλείς επ’αυτής χιονωθήσονται εν Σελμών, ’Ορος του Θεού, όρος πίον, όρος τετυρωμένον, όρος πίον. Ινατί υπολαμβάνετε όρη τετυρωμένα, το όρος, ό ευδόκησεν ο Θεός κατοικείν εν αυτώ; και γαρ ο Κύριος κατασκηνώσει εις τέλος. Το άρμα του Θεού μυριοπλάσιον, χιλιάδες ευθηνούντων. Κύριος εν αυτοίς εν Σινά ην, εν τω αγίω. Αναβάς εις ύψος, ηχμαλώτευσας αιχμαλωσίαν, έλαβες δόματα εν ανθρώποις· και γαρ απειθούντας του κατασκηνώσαι. Κύριος ο Θεός ευλογητός, ευλογητός Κύριος ημέραν καθ’ημέραν· κατευοδώσαι ημίν Θεός των σωτηρίων ημών. Ο Θεός ημών, ο Θεός του σώζειν· και του Κυρίου Κυρίου αι διέξοδοι του θανάτου. Πλήν ο Θεός συνθλάσει κεφαλάς εχθρών αυτού, κορυφήν τριχός διαπορευομένων εν πλημμελείαις αυτών. Είπε Κύριος· εκ Βασάν επιστρέψω, επιστρέψω εν βυθοίς θαλάσσης. ’Οπως αν βαφή ο πους σου εν αίματι, η γλώσσα των κυνών σου εξ εχθρών παρ’αυτού. Εθεωρήθησαν αι πορείαι σου, ο Θεός, αι πορείαι του Θεού μου του βασιλέως του εν τω αγίω. Προέφθασαν άρχοντες, εχόμενοι ψαλλόντων, εν μέσω νεανίδων τυμπανιστριών. Εν εκκλησίαις ευλογείτε τον Θεόν, Κύριον εκ πηγών Ισραήλ. Εκεί Βενιαμίν νεώτερος εν εκστάσει, άρχοντες Ιούδα ηγεμόνες αυτών, άρχοντες Ζαβουλών, άρχοντες Νεφθαλείμ. ’Εντειλαι ο Θεός, τη δυνάμει σου· δυνάμωσον ο Θεός, τούτο, ο κατειργάσω εν ημίν. Από του ναού σου επί Ιερουσαλήμ, σοι οίσουσι βασιλείς δώρα. Επιτίμησον τοις θηρίοις του καλάμου, η συναγωγή των ταύρων εν ταις δαμάλεσι των λαών του μη αποκλεισθήναι τους δεδοκιμασμένους τω αργυρίω· διασκόρπισον έθνη τα τους πολέμους θέλοντα. ’Ηξουσι πρέσβεις εξ Αιγύπτου, Αιθιοπία προφθάσει χείρα αυτής τω Θεώ. Αι βασιλείαι της γης, άσατε τω Θεώ, ψάλατε τω Κυρίω, τω επιβεβηκότι επί τον ουρανόν του ουρανού κατά ανατολάς· ιδού δώσει τη φωνή αυτού φωνήν δυνάμεως. Δότε δόξαν τω Θεώ· επί τον Ισραήλ η μεγαλοπρέπεια αυτού, και η δύναμις αυτού εν ταις νεφέλαις. Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού· ο Θεός Ισραήλ, αυτός δώσει δύναμιν και κραταίωσιν τω λαώ αυτού. Ευλογητός ο Θεός.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός ΞΗ΄ 68

Σώσον με, ο Θεός, ότι εισήλθοσαν ύδατα έως ψυχής μου. Ενεπάγην εις ιλύν βυθού και ουκ έστιν υπόστασις· ήλθον εις τα βάθη της θαλάσσης και καταιγίς κατεπόντισε με. Εκοπίασα κράζων, εβραγχίασεν ο λάρυγξ μου, εξέλιπον οι οφθαλμοί μου από του ελπίζειν με επί τον Θεόν μου. Επληθύνθησαν υπέρ τας τρίχας της κεφαλής μου οι μισούντες με δωρεάν· εκραταιώθησαν οι εχθροί μου, οι εκδιώκοντες με αδίκως· ά ουχ ήρπασα, τότε απετίννυον. Ο Θεός, συ έγνως την αφροσύνην μου και αι πλημμέλειαι μου από σου ούκ απεκρύβησαν. Μη αισχυνθείησαν επ’εμέ οι υπομένοντες σε, Κύριε, Κύριε των δυνάμεων· μηδέ εντραπείησαν επ’εμέ οι ζητούντες σε, ο Θεός του Ισραήλ. ’Οτι ένεκα σου υπήνεγκα ονειδισμόν, εκάλυψεν εντροπή το πρόσωπον μου. Απηλλοτριωμένος εγενήθην τοις αδελφοίς μου και ξένος τοις υιοίς της μητρός μου. ’Οτι ο ζήλος του οίκου σου κατέφαγε με, και οι ονειδισμοί των ονειδιζόντων σε επέπεσον επ’εμέ. Και συνεκάλυψα εν νηστεία την ψυχήν μου, και εγενήθη εις ονειδισμούς εμοί. Και εθέμην το ένδυμα μου σάκκον, και εγενόμην αυτοίς εις παραβολήν. Κατ’εμού ηδολέσχουν οι καθήμενοι εν πύλαις, και εις εμέ έψαλλον οι πίνοντες οίνον. Εγώ δε τη προσευχή μου προς σε, Κύριε· καιρός ευδοκίας· ο Θεός, εν τω πλήθει του ελέους σου επάκουσον μου, εν αληθεία της σωτηρίας σου. Σώσον με από πηλού, ίνα μη εμπαγώ· ρυσθείην εκ των μισούντων με και εκ των βαθέων των υδάτων. Μη με καταποντισάτω καταιγίς ύδατος, μηδέ καταπιέτω με βυθός, μηδέ συσχέτω επ’εμέ φρέαρ το στόμα αυτού. Εισάκουσον μου, Κύριε, ότι χρηστόν το έλεος σου, κατά το πλήθος των οικτιρμών σου, επίβλεψον επ’εμέ. Μη αποστρέψης το πρόσωπον σου από του παιδός σου, ότι θλίβομαι, ταχύ επάκουσον μου. Πρόσχες τη ψυχή μου και λύτρωσαι αυτήν· ένεκα των εχθρών μου ρύσαι με. Συ γαρ γινώσκεις τον ονειδισμόν μου και την αισχύνην μου και την έντροπην μου· εναντίον σου πάντες οι θλίβοντες με. Ονειδισμόν προσεδόκησεν η ψυχή μου και ταλαιπωρίαν· και υπέμεινα συλλυπούμενον, και ουχ υπήρξε· και παρακαλούντας και ουχ εύρον. Και έδωκαν εις το βρώμα μου χολήν και εις την δίψαν μου επότισαν με όξος. Γενηθήτω η τράπεζα αυτών ενώπιον αυτών εις παγίδα, και εις ανταπόδοσιν και εις σκάνδαλον. Σκοτισθήτωσαν οι οφθαλμοί αυτών του μη βλέπειν, και τον νώτον αυτών διαπαντός σύγκαμψον. ’Εκχεον επ’αυτούς την οργήν σου, και ο θυμός της οργής σου καταλάβοι αυτούς. Γενηθήτω η έπαυλις αυτών ηρημωμένη, και εν τοις σκηνώμασιν αυτών μη έστω ο κατοικών. ’Οτι, όν συ επάταξας, αυτοί κατεδίωξαν και επί το άλγος των τραυμάτων μου προσέθηκαν. Πρόσθες ανομίαν επί τη ανομία αυτών, και μη εισελθέτωσαν εν δικαιοσύνη σου. Εξαλειφθήτωσαν εκ βίβλου ζώντων και μετά δικαίων μη γραφήτωσαν. Πτωχός και άλγων ειμί εγώ· η σωτηρία σου, ο Θεός, αντιλάβοιτο μοι. Αινέσω το όνομα του Θεού μετ’ωδής, μεγαλυνώ αυτόν εν αινέσει. Και αρέσει τω Θεώ υπέρ μόσχον νέον, κέρατα εκφέρονται και οπλάς. Ιδέτωσαν πτωχοί και ευφρανθήτωσαν· εκζητήσατε τον Θεόν, και ζήσεται η ψυχή ημών. ’Οτι εισήκουσε των πενήτων ο Κύριος και τους πεπεδημένους αυτού ούκ εξουδένωσε. Αινεσάτωσαν αυτόν οι ουρανοί και η γη, θάλασσα και πάντα τα έρποντα εν αυτή. ’Οτι ο Θεός σώσει την Σιών, και οικοδομηθήσονται αι πόλεις της Ιουδαίας, και κατοικήσουσιν εκεί και κληρονομήσουσιν αυτήν. Και το σπέρμα των δούλων σου καθέξουσιν αυτήν, και οι αγαπώντες το όνομα σου κατασκηνώσουσιν εν αυτή.

Ψαλμός ΞΘ΄ 69

Ο Θεός, εις την βοήθειαν μου πρόσχες· Κύριε, εις το βοηθήσαι μοι σπεύσον. Αισχυνθήτωσαν και εντραπήτωσαν οι ζητούντες την ψυχήν μου· αποστραφήτωσαν εις τα οπίσω, και καταισχυνθήτωσαν οι βουλόμενοι μοι κακά. Αποστραφήτωσαν παραυτίκα αισχυνόμενοι οι λέγοντες μοι Εύγε, εύγε! Αγαλλιάσθωσαν και ευφρανθήτωσαν επί σοι πάντες οι ζητούντες σε, ο Θεός, και λεγέτωσαν διαπαντός. Μεγαλυνθήτω ο Κύριος, οι αγαπώντες το σωτήριον σου. Εγώ δε πτωχός ειμί και πένης· ο Θεός, βοήθησον μοι· βοηθός μου και ρύστης μου ει συ, Κύριε· μη χρονίσης.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα




ΚΑΘΙΣΜΑ ΔΕΚΑΤΟΝ


Ψαλμός Ο΄ 70

Επι σοί, Κύριε, ήλπισα· μη καταισχυνθείην εις τον αιώνα. Εν τη δικαιοσύνη σου ρύσαι με και εξελού με· κλίνον προς με το ους σου και σώσον με. Γενού μοι εις Θεόν υπερασπιστήν και εις τόπον οχυρόν του σώσαι με· ότι στερέωμα μου και καταφυγή μου ει συ. Ο Θεός μου, ρύσαι με εκ χειρός αμαρτωλού, εκ χειρός παρανομούντος και αδικούντος. ’Οτι συ ει η υπομονή μου, Κύριε· Κύριε, η ελπίς μου εκ νεότητος μου. Επί σε επεστηρίχθην από γαστρός, εκ κοιλίας μητρός μου συ μου ει σκεπαστής· εν σοι η ύμνησις μου δια παντός. Ωσεί τέρας εγενήθην εν πολλοίς, και συ βοηθός μου κραταιός. Πληρωθήτω το στόμα μου αινέσεως, όπως υμνήσω την δόξαν σου, όλην την ημέραν την μεγαλοπρέπειαν σου. Μη απορρίψης με εις καιρόν γήρως· εν των εκλείπειν την ισχύν μου μη εγκαταλίπης με. ’Οτι είπον οι έχθροι μου εμοί και οι φυλάσσοντες την ψυχήν μου εβουλεύσαντο επί το αυτό. Λέγοντες· ο Θεός εγκατέλιπεν αυτόν· καταδιώξατε και καταλάβετε αυτόν, ότι ούκ έστιν ο ρυόμενος. Ο Θεός μου, μη μακρύνης απ’εμού· ο Θεός μου, εις την βοήθειαν μου πρόσχες. Αισχυνθήτωσαν και εκλιπέτωσαν οι ενδιαβάλλοντες την ψυχήν μου· περιβαλλέσθωσαν αισχύνην και εντροπήν οι ζητούντες τα κακά μοι. Εγώ δε διαπαντός ελπιώ επι σε και προσθήσω επί πάσαν την αίνεσιν σου. Το στόμα μου αναγγελεί την δικαιοσύνην σου, όλην την ημέραν την σωτηρίαν σου· ότι ούκ έγνων γραμματείας. Εισελεύσομαι εν δυναστεία Κυρίου, Κύριε, μνησθήσομαι της δικαιοσύνης σου μόνου. Ο Θεός μου, ά εδίδαξας με εκ νεότητος μου, και μέχρι του νυν απαγγελώ τα θαυμάσια σου. Και έως γήρως και πρεσβείου, ο Θεός μου, μη εγκαταλίπης με· έως αν απαγγείλω τον βραχίονα σου τη γενεά πάση τη ερχομένη. Την δυναστείαν σου, και την δικαιοσύνην σου, ο Θεός, έως των υψίστων, ά εποίησας μοι μεγαλεία. Ο Θεός, τίς όμοιος σοι; ’Οσας έδειξας μοι θλίψεις πολλάς και κακάς· και επιστρέψας παρεκάλεσας με και εκ των αβύσσων της γης πάλιν ανήγαγες με. Και γαρ εγώ εξομολογήσομαι σοι εν λαοίς, Κύριε, εν σκεύεσι ψαλμού την αλήθειαν σου, ο Θεός· ψαλώ σοι εν κιθάρα, ο άγιος του Ισραήλ. Αγαλλιάσονται τα χείλη μου, όταν ψάλω σοι, και η ψυχή μου, ήν ελυτρώσω. ’Ετι δε και η γλώσσα μου όλην την ημέραν μελετήσει την δικαιοσύνην σου, όταν αισχυνθώσι και εντραπώσιν οι ζητούντες τα κακά μοι.




Ψαλμός ΟΑ΄ 71

Ο Θεός, το κρίμα σου τω βασιλεί δος και την δικαιοσύνην σου τω υιώ του βασιλέως. Κρίνειν τον λαόν σου εν δικαιοσύνη, και τους πτωχούς σου εν κρίσει. Αναλαβέτω τα όρη ειρήνην τω λαώ και οι βουνοί δικαιοσύνην. Κρινεί τους πτωχούς του λαού, και σώσει τους υιούς των πενήτων και ταπεινώσει συκοφάντην. Και συμπαραμενεί τω ηλίω και προ της σελήνης γενεάς γενεών. Καταβήσεται ως υετός επί πόκον και ωσεί σταγών η στάζουσα επί την γην. Ανατελεί εν ταις ημέραις αυτού δικαιοσύνη και πλήθος ειρήνης, εως ου ανταναιρεθή η σελήνη. Και κατακυριεύσει από θαλάσσης εως θαλάσσης και από ποταμών εως περάτων της οικουμένης. Ενώπιον αυτού προπεσούνται Αιθίοπες και οι εχθροί αυτού χουν λείξουσι. Βασιλείς Θαρσείς και νήσοι δώρα προσοίσουσι, βασιλείς Αράβων και Σαβά δώρα προσάξουσι. Και προσκυνήσουσιν αυτώ πάντες οι βασιλείς της γης, πάντα τα έθνη δουλεύσουσιν αυτώ. ’Οτι ερρύσατο πτωχόν εκ δυνάστου και πένητα, ώ ουχ υπήρχε βοηθός. Φείσεται πτωχού και πένητος και ψυχάς πενήτων σώσει. Εκ τόκου και εξ αδικίας λυτρώσεται τας ψυχάς αυτών και έντιμον το όνομα αυτού ενώπιον αυτών. Και ζήσεται, και δοθήσεται αυτώ εκ του χρυσίου της Αραβίας· και προσεύξονται περί αυτού δια παντός· όλην την ημέραν ευλογήσουσιν αυτόν. ’Εσται στήριγμα εν τη γη επ’άκρων των ορέων· υπεραρθήσεται υπέρ τον Λίβανον ο καρπός αυτού, και εξανθήσουσιν εκ πόλεως ωσεί χόρτος της γης. ’Εσται το όνομα αυτού ευλογημένον εις τους αιώνας· προ του ηλίου διαμένει το όνομα αυτού· και ενευλογηθήσονται εν αυτώ πάσαι αι φυλαί της γης, πάντα τα έθνη μακαριούσιν αυτόν. Ευλογητός Κύριος, ο Θεός τω Ισραήλ, ο ποιών θαυμάσια μόνος. Και ευλογημένον το όνομα της δόξης αυτού εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος. Και πληρωθήσεται της δόξης αυτού πάσα  η γη. Γένοιτο, γένοιτο.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός ΟΒ΄ 72

Ως αγαθός ο Θεός τω Ισραήλ, τοις ευθέσι τη καρδία! Εμού δε παραμικρόν εσαλεύθησαν οι πόδες, παρ’ολίγον εξεχύθη τα διαβήματα μου. ’Οτι εζήλωσα επί τοις ανόμοις, ειρήνην αμαρτωλών θεωρών. ’Οτι ουκ έστιν ανάνευσις εν τω θανάτω αυτών και στερέωμα εν τη μάστιγι αυτών. Εν κόποις ανθρώπων ουκ εισί και μετά ανθρώπων ου μαστιγωθήσονται. Δια τούτο εκράτησεν αυτούς η υπερηφανία αυτών εις τέλος, περιεβάλοντο αδικίαν και ασέβειαν εαυτών. Εξελεύσεται ως εκ στέατος η αδικία αυτών· διήλθοσαν εις διάθεσιν καρδίας. Διενοήθησαν, και ελάλησαν εν πονηρία· αδικίαν εις το ύψος ελάλησαν. ’Εθεντο εις ουρανόν το στόμα αυτών, και η γλώσσα αυτών διήλθε επί της γης. Δια τούτο επιστρέψει ο λαός μου ενταύθα· και ημέραι πλήρεις ευρεθήσονται εν αυτοίς. Και είπον· Πώς έγνω ο Θεός; και εί έστι γνώσις εν τω Υψίστω; Ιδού ούτοι οι αμαρτωλοί και οι ευθηνούντες εις τον αιώνα κατέσχον πλούτου. Και είπα· ’Αρα ματαίως εδικαίωσα την καρδίαν μου και ενιψάμην εν αθώοις τας χείρας μου. Και εγενόμην μεμαστιγωμένος όλην την ημέραν, και ο έλεγχος μου εις τας πρωίας. Και έλεγον· Διηγήσομαι ούτως· ιδού τη γενεά των υιών σου ησυνθέτηκα. Και υπέλαβον του γνώναι· τούτο κόπος εστίν ενώπιον μου. ’Εως ου εισέλθω εις το αγιαστήριον του Θεού και συνώ εις τα έσχατα αυτών. Πλήν δια τας δολιότητας αυτών έθου αυτοίς κακά, κατέβαλες αυτούς εν τω επαρθήναι. Πώς εγένοντο εις ερήμωσιν; εξάπινα εξέλιπον, απώλοντο δια την ανομίαν αυτών. Ωσεί ενύπνιον εξεγειρομένου, Κύριε, εν τη πόλει σου την εικόνα αυτών εξουδενώσεις. ’Οτι εξεκαύθη η καρδία μου, και οι νεφροί μου ηλλοιώθησαν. Καγώ εξουδενωμένος, και ουκ έγνων· κτηνώδης εγενήθην παρά σοι, καγώ διαπαντός μετά σου. Εκράτησας της χειρός της δεξιάς μου και εν τη βουλή σου ωδήγησας με και μετά δόξης προσελάβου με. Τί γαρ μοι υπάρχει εν τω ουρανώ; και παρά σου τί ηθέλησα επί της γης; Εξέλιπεν η καρδία μου και η σάρξ μου· ο Θεός της καρδίας μου και η μερίς μου  ο Θεός εις τον αιώνα. ’Οτι ιδού οι μακρύνοντες εαυτούς από σου, απολούνται· εξωλόθρευσας πάντα τον πορνεύονται από σου. Εμοί δε το προσκολλάσθαι τω Θεώ αγαθόν εστί, τίθεσθαι εν τω Κυρίω την ελπίδα μου, του εξαγγείλαι με πάσας τας αινέσεις σου εν ταις πύλαις της θυγατρός Σιών.

Ψαλμός ΟΓ΄ 73

Ινατί, ο Θεός, απώσω εις τέλος; ωργίσθη ο θυμός σου επί πρόβατα νομής σου; Μνήσθητι της συναγωγής σου, ης εκτήσω απ’αρχής. Ελυτρώσω ράβδον κληρονομίας σου· όρος Σιών τούτο, ο κατεσκήνωσας εν αυτώ. ’Επαρον τας χείρας σου επί τας υπερηφανίας αυτών εις τέλος· όσα επονηρεύσατο ο εχθρός εν τω αγίω σου. Και ενεκαυχήσαντο οι μισούντες σε εν μέσω της εορτής σου. ’Εθεντο τα σημεία αυτών σημεία και ούκ έγνωσαν, ως εις την έξοδον υπεράνω. Ως εν δρυμώ ξύλων αξίναις εξέκοψαν τας θύρας αυτής επί το αυτό· εν πελέκει και λαξευτηρίω κατέρραξαν αυτήν. Ενεπύρισαν εν πυρί το αγιαστήριον σου, εις την γην εβεβήλωσαν το σκήνωμα του ονόματος σου. Είπον εν τη καρδία αυτών αι συγγένειαι αυτών επί το αυτό· Δεύτε, και καταπαύσωμεν πάσας τας εορτάς του Θεού από της γης. Τα σημεία αυτών ούκ είδομεν· ούκ έστιν έτι προφήτης, και ημάς ου γνώσεται έτι. ’Εως πότε, ο Θεός, ονειδιεί ο εχθρός, παροξυνεί ο υπεναντίος το όνομα σου εις τέλος; Ινατί αποστρέφεις την χείρα σου και την δεξιάν σου εκ μέσου του κόλπου  σου εις τέλος; Ο δε Θεός βασιλεύς ημών προ αιώνων· ειργάσατο σωτηρίαν εν μέσω της γης. Συ εκραταίωσας εν τη δυνάμει σου την θάλασσαν· συ συνέτριψας τας κεφαλάς των δρακόντων επί του ύδατος. Συ συνέθλασας την κεφαλήν του δράκοντος, έδωκας αυτόν βρώμα λαοίς τοις Αιθίοψι. Συ διέρρηξας πηγάς και χειμάρρους· συ εξήρανας ποταμούς Ηθάμ. Ση εστίν η ημέρα και ση εστίν η νυξ· συ κατηρτίσω φαύσιν και ήλιον. Σύ εποίησας πάντα τα ωραία της γης, θέρος και έαρ· σύ έπλασας αυτά. Μνήσθητι ταύτης· εχθρός ωνείδισε τον Κύριον, και λαός άφρων παρώξυνε το όνομα σου. Μη παραδώς τοις θηρίοις ψυχήν εξομολογουμένην σοι· των ψυχών των πενήτων σου μη επιλάθη εις τέλος. Επίβλεψον  επί την διαθήκην σου· ότι επληρώθησαν οι εσκοτισμένοι της γης οίκων ανομιών. Μη αποστραφήτω τεταπεινωμένος και κατησχυμμένος· πτωχός και πένης αινέσουσι το όνομα σου. Ανάστα ο Θεός, δίκασον την δίκην σου· μνήσθητι των ονειδισμών σου των υπό άφρονος όλην την ημέραν. Μη επιλάθη της φωνής των ικετών σου· η υπερηφανία των μισούντων σε ανέβη δια παντός.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.



Ψαλμός ΟΔ΄ 74

Εξομολογήσομαι σοι, ο Θεός· εξομολογησόμεθα σοι, και επικαλεσόμεθα το όνομα σου· διηγήσομαι πάντα τα θαυμάσια του. ’Οταν λάβω καιρόν, εγώ ευθύτητας κρινώ. Ετάκη η γη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή· εγώ εστερέωσα τους στύλους αυτής. Είπα τοις παρανομούσι· Μη παρανομείτε· και τοις αμαρτάνουσι· Μη υψούτε κέρας. Μη επαίρετε εις ύψος το κέρας υμών και μη λαλείτε κατά του Θεού αδικίαν. ’Οτι ούτε εξ εξόδων, ούτε από δυσμών, ούτε από ερήμων ορέων ότι ο Θεός κριτής έστι. Τούτον ταπεινοί, και τούτον υψοί· ότι ποτήριον εν χειρί Κυρίου, οίνου ακράτου, πλήρες κεράσματος. Και έκλινεν εκ τούτου εις τούτο, πλην ο τρυγίας αυτού ούκ εξεκενώθη, πίονται πάντες οι αμαρτωλοί της γης. Εγώ δε αγαλλιάσομαι εις τον αιώνα, ψαλώ τω Θεώ Ιακώβ. Και πάντα τα κέρατα των αμαρτωλών συνθλάσω, και υψωθήσεται το κέρας του δικαίου.

Ψαλμός ΟΕ΄ 75

Γνωστός εν τη Ιουδαία ο Θεός· εν τω Ισραήλ μέγα το όνομα αυτού. Και εγενήθη εν ειρήνη ο τόπος αυτού και το κατοικητήριον αυτού εν Σιών. Εκεί συνέτριψε τα κράτη των τόξων, όπλον και ρομφαίαν και πόλεμον. Φωτίζεις συ θαυμαστώς από ορέων αιωνίων. Εταράχθησαν πάντες οι ασύνετοι τη καρδία· ύπνωσαν ύπνον αυτών, και ούχ εύρον ουδέν πάντες οι άνδρες του πλούτου ταις χερσίν αυτών. Από επιτιμήσεως σου, ο Θεός Ιακώβ, ενύσταξαν οι επιβεβηκότες τοις ίπποις. Συ φοβερός ει και τίς αντιστήσεται σοι; από τότε η οργή σου. Εκ του ουρανού ηκούτισας κρίσιν. Γη εφοβήθην και ησύχασεν εν τω αναστήναι εις κρίσιν τον Θεόν, του σώσαι πάντας τους πραείς της γης. ’Οτι ενθύμιον ανθρώπου εξομολογήσεται σοι και εγκατάλειμμα ενθυμίου εορτάσει σοι. Εύξασθε και απόδοτε Κυρίω τω Θεώ ημών· πάντες οι κύκλω αυτού οίσουσι δώρα. Τω φοβερώ και αφαιρουμένω πνεύματα αρχόντων, φοβερώ παρά τοις βασιλεύσι της γης.

Ψαλμός ΟΣΤ΄ 76

Φωνή μου προς Κύριον εκέκραξα, φωνή μου προς τον Θεόν και προσέσχε μοι. Εν ημέρα θλίψεως μου τον Θεόν εξεζήτησα· ταις χερσί μου νυκτός εναντίον αυτού και ούκ ηπατήθην· απηνήνατο παρακληθήναι η ψυχή μου. Εμνήσθην του Θεού και ευφράνθην· ηδολέσχησα και ωλιγοψύχησε το πνεύμα μου. Προκατελάβοντο φύλακας οι οφθαλμοί μου· εταράχθην, και ούκ ελάλησα. Διελογισάμην ημέρας αρχαίας, και έτη αιώνια εμνήσθην, και εμελέτησα. Νυκτός μετά καρδίας μου ηδολέσχουν, και έσκαλλε το πνεύμα μου. Μη εις τους αιώνας απώσεται Κύριος και ου προσθήσει του ευδοκήσαι έτι; ’Η εις τέλος το έλεος αυτού αποκόψει; συνετέλεσε ρήμα από γενεάς εις γενεάν; ’Η επιλήσεται του οικτειρήσαι ο Θεός; ή συνέξει εν τη οργή αυτού τους οικτιρμούς αυτού; Και είπα· Νυν ηρξάμην· αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου. Εμνήσθην των έργων Κυρίου· ότι μνησθήσομαι από της αρχής των θαυμασίων σου. Και μελετήσω εν πάσι τοις έργοις σου και εν τοις επιτηδεύμασι σου αδολεσχήσω. Ο Θεός, εν τω αγίω η οδός σου· τίς Θεός μέγας ως ο Θεός ημών; συ εί ο Θεός, ο ποιών θαυμάσια. Εγνώρισας εν τοις λαοίς την δύναμιν σου, ελυτρώσω εν τω βραχίονι σου τον λαόν σου, τους υιούς Ιακώβ και Ιωσήφ. Είδοσαν σε ύδατα ο Θεός, είδοσαν σε ύδατα, και εφοβήθησαν· εταράχθησαν άβυσσοι· πλήθος ηχούς υδάτων. Φωνήν έδωκαν αι νεφέλαι· και γαρ τα βέλη σου διαπορεύονται. Φωνή της βροντής σου εν τω τροχώ· έφαναν αι αστραπαί σου τη οικουμένη· εσαλεύθη, και έντρομος εγενήθη η γη. Εν τη θαλάσση αι οδοί σου, και αι τρίβοι σου εν ύδασι πολλοίς και τα ίχνη σου ου γνωσθήσονται. Ωδήγησας ως πρόβατα τον λαόν σου εν χειρί Μωυσή και Ααρών. 

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.




ΚΑΘΙΣΜΑ ΕΝΔΕΚΑΤΟΝ

Ψαλμός ΟΖ΄ 77

Προσέχετε, λαός μου, τω νόμω μου· κλίνατε το ούς υμών εις τα ρήματα του στόματος μου. Ανοίξω εν παραβολαίς το στόμα μου· φθέγξομαι προβλήματα απ’αρχής. ’Οσα ηκούσαμεν και έγνωμεν αυτά και οι πατέρες ημών διηγήσαντο ημίν. Ούκ εκρύβη από των τέκνων αυτών εις γενεάν ετέραν, απαγγέλοντες τας αινέσεις του Κυρίου και τας δυναστείας αυτού και τα θαυμάσια αυτού, ά εποίησε. Και ανέστησε μαρτύριον εν Ιακώβ και νόμον έθετο εν Ισραήλ. ’Οσα ενετείλατο τοις πατράσιν ημών του γνωρίσαι αυτά τοις υιοίς αυτών. ’Οπως αν γνω γενεά ετέρα, υιοί οι τεχθησόμενοι, και αναστήσονται και απαγγελούσιν αυτά τοις υιοίς αυτών. ’Ινα θώνται επί τον Θεόν την ελπίδα αυτών και μη επιλάθωνται των έργων του Θεού και τας εντολάς αυτού εκζητήσωσι. ’Ινα μη γένωνται ως οι πατέρες αυτών, γενεά σκολιά και παραπικραίνουσα. Γενεά, ήτις ου κατήυθυνε την καρδία εαυτής, και ούκ επιστώθη μετά του Θεού το πνεύμα αυτής. Υιοί Εφραίμ, εντείνοντες και βάλλοντες τόξοις, εστράφησαν εν ημέρα πολέμου. Ούκ εφύλαξαν την διαθήκην του Θεού και εν τω νόμω αυτού ούκ ηβουλήθησαν πορεύεσθαι. Και επελάθοντο των ευεργεσιών αυτού και των θαυμασίων αυτού, ων έδειξεν αυτοίς. Εναντίον των πατέρων αυτών, ά εποίησε θαυμάσια εν γη Αιγύπτω, εν πεδίω Τάνεως. Διέρρηξε θάλασσαν και διήγαγεν αυτούς· παρέστησεν ύδατα ωσεί ασκόν. Και ωδήγησεν αυτούς εν νεφέλη ημέρας και όλην την νύκτα εν φωτισμώ πυρός. Διέρρηξε πέτραν εν ερήμω και επότισεν αυτούς ως εν αβύσσω πολλή. Και εξήγαγεν ύδωρ εκ πέτρας και κατήγαγεν ως ποταμούς ύδατα. Και προσέθεντο έτι του αμαρτάνειν αυτώ· παρεπίκραναν τον Ύψιστον εν ανύδρω. Και εξεπείρασαν τον Θεόν εν ταις καρδίαις αυτών, του αιτήσαι βρώματα ταις ψυχαίς αυτών. Και κατελάλησαν του Θεού και είπον· Μη δυνήσεται ο Θεός ετοιμάσαι τράπεζαν εν ερήμω; Επεί επάταξε πέτραν και ερρύησαν ύδατα και χείμαρροι κατεκλύσθησαν· μη και άρτον δύναται δούναι, ή ετοιμάσαι τράπεζαν τω λαώ αυτού; Δια τούτο ήκουσε Κύριος και ανεβάλετο, και πυρ ανήφθη εν Ιακώβ, και οργή ανέβη επί τον Ισραήλ. ’Οτι ούκ επίστευσαν εν τω Θεώ, ουδέ ήλπισαν επί το σωτήριον αυτού. Και ενετείλατο νεφέλαις υπεράνωθεν και θύρας ουρανού ανέωξε. Και έβρεξεν αυτοίς μάννα φαγείν και άρτον ουρανού έδωκεν αυτοίς. ’Αρτον αγγέλων έφαγεν άνθρωπος, επισιτισμόν απέστειλεν αυτοίς εις πλησμονήν. Απήρε Νότον εξ ουρανού και επήγαγεν εν τη δυνάμει αυτού Λίβα. Και έβρεξεν επ’αυτούς ωσεί χούν σάρκας και ωσεί άμμον θαλασσών πετεινά πτερωτά. Και επέπεσον εν μέσω παρεμβολής αυτών, κύκλω των σκηνωμάτων αυτών. Και έφαγον και ενεπλήσθησαν σφόδρα, και την επιθυμίαν αυτών ήνεγκεν αυτοίς· ούκ εστερήθησαν από της επιθυμίας αυτών. ’Ετι της βρώσεως ούσης εν τω στόματι αυτών, και η οργή του Θεού ανέβη επ’αυτούς, και απέκτεινεν εν τοις πλείοσιν αυτών, και τους εκλεκτούς τους Ισραήλ συνεπόδισεν. Εν πάσι τούτοις ήμαρτον έτι και ούκ επίστευσαν εν τοις θαυμασίοις αυτού. Και εξέλιπον εν ματαιότητι αι ημέραι αυτών και τα έτη αυτών μετά σπουδής. ’Οταν απέκτεινεν αυτούς, τότε εξεζήτουν αυτόν, και επέστρεφον και ώρθριζον προς τον Θεόν. Και εμνήσθησαν ότι ο Θεός βοηθός αυτών έστι και ο Θεός ο Ύψιστος λυτρωτής αυτών έστι. Και ηγάπησαν αυτόν εν τω στόματι αυτών και τη γλώσση αυτών εψεύσαντο αυτώ. Η δε καρδία αυτών ούκ ευθεία μετ’αυτού, ουδέ επιστώθησαν εν τη διαθήκη αυτού. Αυτός δε έστιν οικτίρμων και ιλάσκεται ταις αμαρτίαις αυτών. Και ού διαφθερεί και πληθυνεί του αποστρέψαι τον θυμόν αυτού και ουχί εκκαύσει πάσαν την οργήν αυτού. Και εμνήσθη ότι σάρξ είσι, πνεύμα πορευόμενον, και ούκ επιστρέφον. Ποσάκις παρεπίκραναν αυτόν εν τη ερήμω, παρώργισαν αυτόν εν γη ανύδρω; Και επέστρεψαν και επείρασαν τον Θεόν και τον άγιον του Ισραήλ παρώξυναν. Και ούκ εμνήσθησαν της χειρός αυτού, ημέρας ης ελυτρώσατο αυτούς εκ χειρός θλίβοντος. Ως έθετο εν Αιγύπτω τα σημεία αυτού και τα τέρατα αυτού εν πεδίω Τάνεως. Και μετέστρεψεν εις αίμα τους ποταμούς αυτών και τα ομβρήματα αυτών, όπως μη πίωσι. Εξαπέστειλεν εις αυτούς κυνόμυιαν, και κατέφαγεν αυτούς· και βάτραχον και διέφθειρεν αυτούς. Και έδωκε τη ερυσίβη τους καρπούς αυτών και τους πόνους αυτών τη ακρίδι. Απέκτεινεν εν χαλάζη την άμπελον αυτών και τους συκαμίνους αυτών εν τη πάχνη. Και παρέδωκεν εις χάλαζαν τα κτήνη αυτών και την ύπαρξιν αυτών τω πυρί. Εξαπέστειλεν εις αυτούς οργήν θυμού αυτού, θυμόν και οργήν και θλίψιν, αποστολήν δι’αγγέλων πονηρών. Ωδοποίησε τρίβον τη οργή αυτού· και ούκ εφείσατο από θανάτου των ψυχών αυτών και τα κτήνη αυτών εις θάνατον συνέκλεισε. Και επάταξε παν πρωτότοκον εν γη Αιγύπτω, απαρχήν παντός πόνου αυτών, εν τοις σκηνώμασι Χαμ. Και απήρεν ως πρόβατα τον λαόν αυτού και ανήγαγεν αυτούς ως ποίμνιον εν ερήμω. Και ωδήγησεν αυτούς επ’ελπίδι, και ούκ έδειλίασαν· και τους εχθρούς αυτών εκάλυψε θάλασσα. Και εισήγαγεν αυτούς εις όρος αγιάσματος αυτού, όρος τούτο, ό εκτήσατο η δεξιά αυτού. Και εξέβαλεν από προσώπου αυτών έθνη και εκληροδότησεν αυτούς εν σχοινίω κληροδοσίας. Και κατεσκήνωσεν εν τοις σκηνώμασιν αυτών τας φυλάς του Ισραήλ. Και επείρασαν και παρεπίκραναν τον Θεόν τον Ύψιστον, και τα μαρτύρια αυτού ούκ εφυλάξαντο. Και απέστρεψαν και ηθέτησαν, καθώς και οι πατέρες αυτών· μετεστράφησαν εις τόξον στρεβλόν. Και παρώργισαν αυτόν εν τοις βουνοίς αυτών και εν τοις γλυπτοίς αυτών παρεζήλωσαν αυτόν. ’Ηκουσεν ο Θεός και υπερείδε και εξουδένωσε σφόδρα τον Ισραήλ. Και απώσατο την σκηνήν Σηλώμ, σκήνωμα, ό κατεσκήνωσεν εν ανθρώποις. Και παρέδωκεν εις αιχμαλωσίαν την ισχύν αυτών και την καλλονήν αυτών εις χείρας εχθρών. Και συνέκλεισεν εν ρομφαία τον λαόν αυτού. και την κληρονομίαν αυτού υπερείδε. Τους νεανίσκους αυτών κατέφαγε πυρ και αι παρθένοι αυτών ούκ επένθησαν. Οι ιερείς αυτών εν ρομφαία έπεσον, και αι χήραι αυτών ου κλαυθήσονται. Και εξηγέρθη ως ο υπνών Κύριος, ως δυνατός κεκραιπαληκώς εξ οίνου. Και επάταξε τους εχθρούς αυτού εις τα οπίσω, όνειδος αιώνιον έδωκεν αυτοίς. Και απώσατο το σκήνωμα Ιωσήφ και την φυλήν Εφραίμ ούκ εξελέξατο. Και εξελέξατο την φυλήν του Ιούδα, το όρος το Σιών, ό ηγάπησε. Και ωκοδόμησεν ως μονοκέρωτος το αγίασμα αυτού· εν τη γη εθεμελίωσεν αυτήν εις τον αιώνα. Και εξελέξατο Δαυίδ τον δούλον αυτού και ανέλαβεν αυτόν εκ των ποιμνίων των προβάτων. Εξόπισθεν των λοχευομένων έλαβεν αυτόν, ποιμαίνειν Ιακώβ τον δούλον αυτού, και Ισραήλ την κληρονομίαν αυτού. Και εποίμανεν αυτούς εν τη ακακία της καρδίας αυτού, και εν ταις συνέσεσι των χειρών αυτού ωδήγησεν αυτούς.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός ΟΗ΄ 78

Ο Θεός, ήλθοσαν έθνη εις κληρονομίαν σου, εμίαναν τον ναόν τον άγιον σου, έθεντο Ιερουσαλήμ ως οπωροφυλάκιον. ’Εθεντο τα θνησιμαία των δούλων σου βρώματα τοις πετεινοίς του ουρανού, τας σάρκας των οσίων σου τοις θηρίοις της γης. Εξέχεαν το αίμα αυτών ωσεί ύδωρ κύκλω Ιερουσαλήμ, και ούκ ην ο θάπτων. Εγενήθημεν όνειδος τοις γείτοσιν ημών, μυκτηρισμός και χλευασμός τοις κύκλω ημών. ’Εως πότε, Κύριε, οργισθήση εις τέλος, εκκαυθήσεται ως πύρ ο ζήλος σου; ’Εκχεον την οργήν σου επί τα έθνη τα μη γινώσκοντα σε και επί βασιλείας, αί το όνομα σου ούκ επεκαλέσαντο. ’Οτι κατέφαγον τον Ιακώβ, και τον τόπον αυτού ηρήμωσαν. Μη μνησθής ημών ανομιών αρχαίων· ταχύ προκαταλαβέτωσαν ημάς οι οικτιρμοί σου, Κύριε, ότι επτωχεύσαμεν σφόδρα. Βοήθησον ημίν, ο Θεός ο Σωτήρ ημών, ένεκεν της δόξης του ονόματος σου· Κύριε, ρύσαι ημάς και ιλάσθητι ταις αμαρτίαις ημών ένεκεν του ονόματος σου. Μήποτε είπωσι τα έθνη· Πού έστιν ο Θεός αυτών; Και γνωσθήτω εν τοις έθνεσιν ενώπιον των οφθαλμών ημών η εκδίκησις του αίματος των δούλων σου εκκεχυμένου. Εισελθέτω ενώπιον σου ο στεναγμός των πεπεδημένων, κατά την μεγαλωσύνην του βραχίονος σου περιποίησαι τους υιούς των τεθανατωμένων. Απόδος τοις γείτοσιν ημών επταπλασίονα εις τον κόλπον αυτών τον ονειδισμόν αυτών, όν ωνείδισαν σε, Κύριε. Ημείς δε λαός σου και πρόβατα νομής σου, ανθομολογησόμεθα σοι, ο Θεός, εις τον αιώνα, εις γενεάν και γενεάν εξαγελλούμεν την αίνεσιν σου.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός ΟΘ΄ 79

Ο ποιμάινων τον Ισραήλ πρόσχες, ο οδηγών ωσεί πρόβατον τον Ιωσήφ. Ο καθήμενος επί των Χερουβείμ εμφάνηθι, εναντίον Εφραίμ, και Βενιαμίν, και Μανασσή, Εξέγειρον την δυναστείαν σου και ελθέ εις το σώσαι ημάς. Ο Θεός, επίστρεψον ημάς και επίφανον το πρόσωπον σου και σωθησόμεθα. Κύριε ο Θεός των δυνάμεων, έως πότε οργίζη επί την προσευχήν των δούλων σου; Ψωμιείς ημάς άρτον δακρύων; και ποτιείς ημάς εν δάκρυσιν εν μέτρω; ’Εθου ημάς εις αντιλογίαν τοις γείτοσιν ημών, και οι εχθροί ημών εμυκτήρισαν ημάς. Κύριε ο Θεός των δυνάμεων, επίστρεψον ημάς και επίφανον το πρόσωπον σου και σωθησόμεθα. ’Αμπελον εξ Αιγύπτου μετήρας· εξέβαλες έθνη και κατεφύτευσας αυτήν. Ωδοποίησας έμπροσθεν αυτής και κατεφύτευσας τας ρίζας αυτής, και επλήρωσε την γην. Εκάλυψεν όρη η σκιά αυτής και αι αναδενδράδες αυτής τας κέδρους του Θεού. Εξέτεινε τα κλήματα αυτής έως θαλάσσης και έως ποταμών τας παραφυάδας αυτής. Ινατί καθείλες τον φραγμός αυτής και τρυγώσιν αυτήν πάντες οι παραπορευόμενοι την οδόν; Ελυμήνατο αυτήν σύς εκ δρυμού, και μονιός άγριος κατενεμήσατο αυτήν. Ο Θεός των δυνάμεων, επίστρεψον δη, και επίβλεψον εξ ουρανού και ίδε και επίσκεψε την άμπελον ταύτην. Και κατάρτισαι αυτήν, ή εφύτευσεν η δεξιά σου, και επί υιόν ανθρώπου, όν εκραταίωσας σεαυτώ. Εμπεπυρισμένη πυρί και ανεσκαμμένη· από επιτιμήσεως του προσώπου σου απολούνται. Γενηθήτω η χείρ σου επ’άνδρα δεξιάς σου και επι υιόν ανθρώπου, όν εκραταίωσας σεαυτώ. Και ου μη αποστώμεν από σου· ζωώσεις ημάς, και το όνομα σου επικαλεσόμεθα. Κύριε, ο Θεός των δυνάμεων, επίστρεψον ημάς και επίφανον το πρόσωπον σου, και σωθησόμεθα.

Ψαλμός Π΄ 80

Αγαλλιάσθε τω Θεώ βοηθώ ημών, αλαλάξατε τω Θεώ Ιακώβ. Λάβετε ψαλμόν, και δότε τύμπανον, ψαλτήριον τερπνόν μετά κιθάρας. Σαλπίσατε εν νεομηνία σάλπιγγι, εν ευσήμω ημέρα εορτής υμών. ’Οτι πρόσταγμα τω Ισραήλ έστι και κρίμα τω Θεώ Ιακώβ. Μαρτύριον εν τω Ιωσήφ έθετο αυτον, εν τω εξελθείν αυτόν εκ γής Αιγύπτου· γλώσσαν, ήν ούκ έγνω, ήκουσε. Απέστησεν από άρσεων τον νώτον αυτού, αι χείρες αυτού εν τω κοφίνω εδούλευσαν Εν θλίψει επεκαλέσω με και ερρυσάμην σε· επήκουσα σου εν αποκρύφω καταιγίδος, εδοκίμασα σε επί ύδατος αντιλογίας. ’Ακουσον, λαός μου, και λαλήσω σοι, Ισραήλ, και διαμαρτύρομαι σοι. Εάν ακούσης μου, ούκ έσται εν σοι Θεός πρόσφατος, ουδέ προσκυνήσεις Θεώ αλλοτρίω. Εγώ γαρ είμι Κύριος ο Θεός σου, ο αναγαγών σε εκ γης Αιγύπτου· πλάτυνον το στόμα σου, και πληρώσω αυτό. Και ούκ ήκουσεν ο λαός μου της φωνής μου, και Ισραήλ ού προσέσχε μοι. Και εξαπέστειλα αυτούς κατά τα επιτηδεύματα των καρδιών αυτών, πορεύσονται εν τοις επιτηδεύμασι αυτών. Ει ο λαός μου ήκουσε μου, Ισραήλ ταις οδοίς μου εί επορεύθη. Εν τω μηδενί αν τους εχθρούς αυτών εταπείνωσα και επί τους θλίβοντες αυτούς επέβαλον αν την χείρα μου. Οι εχθροί Κυρίου εψεύσαντο αυτώ, και έσται ο καιρός αυτών εις τον αιώνα. Και εψώμισεν αυτούς εκ στέατος πυρού και εκ πέτρας μέλι εχόρτασεν αυτούς.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός ΠΑ΄  81

Ο Θεός έστη εν συναγωγή θεών, εν μέσω δε θεούς διακρινεί. ’Εως πότε κρίνετε αδικίαν και πρόσωπα αμαρτωλών λαμβάνετε; Κρίνατε ορφανώ και πτωχώ, ταπεινόν και πένητα δικαιώσατε. Εξέλεσθε πένητα και πτωχόν, εκ χειρός αμαρτωλού ρύσασθε αυτόν. Ούκ έγνωσαν, ουδέ συνήκαν, εν σκότει διαπορεύονται, σαλευθήτωσαν πάντα τα θεμέλια της γης. Εγώ είπα· Θεοί έστε και υιοί Υψίστου πάντες. Υμείς δε ως άνθρωποι αποθνήσκετε και ως εις των αρχόντων πίπτετε. Ανάστα, ο Θεός, κρίνων την γην, ότι συ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις έθνεσι.

Ψαλμός ΠΒ΄  82

Ο Θεός, τίς ομοιωθήσεται σοι; μη σιγήσης, μηδέ καταπραϋνης, ο Θεός. ’Οτι ιδού οι εχθροί σου ήχησαν, και οι μισούντες σε ήραν κεφαλήν. Επί τον λαόν σου κατεπανουργεύσαντο γνώμην και εβουλεύσαντο κατά των αγίων σου. Είπον· Δεύτε και εξολοθρεύσωμεν αυτούς εξ έθνους, και ου μη μνησθή το όνομα Ισραήλ έτι. ’Οτι εβουλεύσαντο εν ομονοία επί το αυτό, κατά σου διαθήκην διέθεντο· τα σκηνώματα των Ιδουμαίων και οι Ισμαηλίται. Μωάβ και οι Αγαρηνοί, Γεβάλ, και Αμμών, και Αμαλήκ, αλλόφυλοι μετά των κατοικούντων Τύρον. Και γαρ Ασσούρ συμπαρεγένετο μετ’αυτών, εγενήθησαν εις αντίληψην τοις υιοίς Λωτ. Ποίησον αυτοίς ως τη Μαδιάμ και τω Σισάρα, εν τω Ιαβείμ εν τω χειμάρρω Κισσών. Εξωλοθρεύθησαν εν Αενδώρ, εγενήθησαν ωσεί κόπρος τη γη. Θού τους άρχοντας αυτών ως τον Ωρήβ και Ζήβ και Ζεβεέ και Σαλμανάν· πάντας τους άρχοντας αυτών, οίτινες είπον· Κληρονομήσωμεν εαυτοίς το αγιαστήριον του Θεού. Ο Θεός μου, θού αυτούς ως τροχόν, ως καλάμην κατά πρόσωπον ανέμου. Ωσεί πυρ, ό διαφλέξει δρυμόν, ωσεί φλόξ, ή κατακαύσει όρη. Ούτω καταδιώξεις αυτούς εν τη καταιγίδι σου, και εν τη οργή σου συνταράξεις αυτούς. Πλήρωσον τα πρόσωπα αυτών ατιμίας, και ζητήσουσι το όνομα σου, Κύριε. Αισχυνθήτωσαν και ταραχθήτωσαν εις τον αιώνα του αιώνος και εντραπήτωσαν και απολέσθωσαν. Και γνώτωσαν, ότι όνομα σοι Κύριος, συ μόνος  Ύψιστος επί πάσαν την γήν.

Ψαλμός ΠΓ΄  83

Ως αγαπητά τα σκηνώματα σου, Κύριε, των δυνάμεων. Επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου· η καρδία μου και η σαρξ μου ηγαλλιάσαντο επί Θεόν ζώντα. Και γαρ στρουθίον εύρεν εαυτώ οικίαν και τρυγών νοσσιάν εαυτή, ού θήσει τα νοσσία εαυτής· τα θυσιαστήρια σου, Κύριε των δυνάμεων, ο Βασιλεύς μου και ο Θεός μου. Μακάριοι οι κατοικούντες εν τω οίκω σου, εις τους αιώνας των αιώνων αινέσουσι σε. Μακάριος ανήρ, ώ έστιν αντίληψις αυτώ παρά σου· αναβάσεις εν τη καρδία αυτού διέθετο, εις την κοιλάδα του κλαυθμώνος, εις τον τόπον, ον έθετο. Και γαρ ευλογίας δώσει ο νομοθετών· πορεύσονται εκ δυνάμεως εις δύναμιν, οφθήσεται ο Θεός των θεών εν Σιών. Κύριε ο Θεός των δυνάμεων, εισάκουσον της προσευχής μου, ενώτισαι ο Θεός Ιακώβ. Υπερασπιστά ημών ιδε, ο Θεός, και επίβλεψον εις το πρόσωπον του χριστού σου. ’Οτι κρείσσων ημέρα μία εν ταις αυλαίς σου υπέρ χιλιάδας· εξελεξάμην παραρριπτείσθαι εν τω οίκω του Θεού μου μάλλον ή οικείν με εν σκηνώμασιν αμαρτωλών. ’Οτι έλεος και αλήθειαν αγαπά Κύριος ο Θεός, χάριν και δόξαν δώσει· Κύριος ού στερήσει τα αγαθά τοις πορευομένοις εν ακακία. Κύριε, ο Θεός των δυνάμεων, μακάριος άνθρωπος ο ελπίζων επί σε.

Ψαλμός ΠΔ΄  84

Ευδόκησας, Κύριε την γην σου, απέστρεψας την αιχμαλωσίαν Ιακώβ. Αφήκας τας ανομίας τω λαώ σου, εκάλυψας πάσας τας αμαρτίας αυτών. Κατέπαυσας πάσαν την οργήν σου, απέστρεψας απο οργής θυμού σου. Επίστρεψον ημάς, ο Θεός των σωτηρίων ημών, και απόστρεψον τον θυμόν σου αφ’ημών. Μή εις τους αιώνας οργισθής ημίν; ή διατενείς την οργήν σου από γενεάς εις γενεάν; Ο Θεός, συ επιστρέψας ζωώσεις ημάς,  και ο λαός σου ευφρανθήσεται επί σοι. Δείξον ημίν, Κύριε, το έλεος σου και το σωτήριον σου δώης ημίν. Ακούσομαι τί λαλήσει εν εμοί Κύριος ο Θεός· ότι λαλήσει ειρήνην επί τον λαόν αυτού, και επί τους οσίους αυτού και επί τους επιστρέφοντας καρδίαν επ’αυτόν. Πλην εγγύς των φοβουμένων αυτόν το σωτήριον αυτού, του κατασκηνώσαι δόξαν εν τη γη ημών. ’Ελεος και αλήθεια συνήντησαν, δικαιοσύνη και ειρήνη κατεφίλησαν. Αλήθεια εκ της γης ανέτειλε, και δικαιοσύνη εκ του ουρανού διέκυψε. Και γαρ ο Κύριος δώσει χρηστότητα, και η γη ημών δώσει τον καρπόν αυτής. Δικαιοσύνη ενώπιον αυτού προπορεύσεται και θήσει εις οδόν τα διαβήματα αυτού.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.


ΚΑΘΙΣΜΑ ΔΩΔΕΚΑΤΟΝ

Ψαλμός ΠΕ΄  85

 Κλίνον, Κύριε, το ούς σου, και επάκουσον μου, ότι πτωχός και πένης ειμί εγώ. Φύλαξον την ψυχήν μου, ο Θεός μου, τον ελπίζοντα επί σε. Ελέησον με, Κύριε, ότι προς σε κεκράξομαι όλην την ημέραν. Εύφρανον την ψυχήν του δούλου σου, ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου. ’Οτι συ, Κύριε, χρηστός και επιεικής και πολυέλεος πάσι τοις επικαλουμένοις σε. Ενώτισαι, Κύριε, την προσευχήν μου και πρόσχες τη φωνή της δεήσεως μου. Εν ημέρα θλίψεως μου εκέκραξα προς σε, ότι επήκουσας μου. Ούκ έστιν όμοιος σοι εν θεοις, Κύριε, και ουκ έστι κατά τα έργα σου. Πάντα τα έθνη, όσα εποίησας, ήξουσι και προσκυνήσουσιν ενώπιον σου, Κύριε, και δοξάσουσι το όνομα σου. ’Οτι μέγας εί συ και ποιών θαυμάσια· συ εί Θεός μόνος. Οδήγησον με, Κύριε, εν τη οδώ σου, και πορεύσομαι εν τη αληθεία σου· ευφρανθήτω η καρδία μου του φοβείσθαι το όνομα σου. Εξομολογήσομαι σοι, Κύριε, ο Θεός μου, εν όλη καρδία μου και δοξάσω το όνομα σου εις τον αιώνα. ’Οτι το έλεος σου μέγα επ’εμέ και ερρύσω την ψυχήν μου εξ άδου κατωτάτου. Ο Θεός, παράνομοι επανέστησαν επ’εμέ και συναγωγή κραταιών εζήτησαν την ψυχήν μου, και ού προέθεντο σε ενώπιον αυτών. Και συ, Κύριε ο Θεός μου, οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και αληθινός. Επίβλεψον επ’εμέ και ελέησον με· δός το κράτος σου τω παιδί σου και σώσον τον υιόν της παιδίσκης σου. Ποίησον μετ’εμού σημειον εις αγαθόν, και ιδέτωσαν οι μισούντες με και αισχυνθήτωσαν· ότι συ, Κύριε, εβοήθησας μοι και παρεκάλεσας με.

Ψαλμός ΠΣΤ΄  86

Οι θεμέλιοι αυτού εν τοις όρεσι τοις αγίοις. Αγαπά Κύριος τας πύλας Σιών, υπέρ πάντα τα σκηνώματα Ιακώβ. Δεδοξασμένα ελαλήθη περί σου, η πόλις του Θεού. Μνησθήσομαι Ραάβ και Βαβυλώνος τοις γινώσκουσι με· και ιδού αλλόφυλοι, και Τύρος και λαός των Αιθιόπων, ούτοι εγενήθησαν εκεί. Μήτηρ Σιών ερεί άνθρωπος, και άνθρωπος εγενήθη εν αυτή, και αυτός εθεμελίωσεν αυτήν ο Ύψιστος. Κύριος διηγήσεται εν γραφή λαών και αρχόντων τούτων των γεγενημένων εν αυτή. Ως ευφραινομένων πάντων η κατοικία εν σοι.

Ψαλμός ΠΖ΄  87

Κύριε, ο Θεός της σωτηρίας μου, ημέρας εκέκραξα και εν νυκτί εναντίον σου. Εισελθέτω ενώπιον σου η προσευχή μου, κλίνον το ους σου εις την δέησιν μου. ’Οτι επλήσθη κακών η ψυχή μου, και η ζωή μου τω άδη ήγγισε. Προσελογίσθην μετά των καταβαινόντων εις λάκκον, εγενήθην ωσεί άνθρωπος αβοήθητος, εν νεκροίς ελεύθερος. Ωσεί τραυματίαι καθεύδοντες εν τάφω, ων ούκ εμνήσθης έτι, και αυτοί εκ της χειρός  σου απώσθησαν. ’Εθεντο με εν λάκκω κατωτάτω, εν σκοτεινοίς και εν σκιά θανάτου. Επ’εμέ επεστηρίχθη ο θυμός σου, και πάντας τους μετεωρισμούς σου επήγαγες επ’εμέ. Εμάκρυνας τους γνωστούς μου απ’εμού, έθεντο με βδέλυγμα εαυτοίς. Παρεδόθην, και ούκ εξεπορευόμην· οι οφθαλμοί μου ησθένησαν από πτωχείας. Εκέκραξα προς σε, Κύριε, όλην την ημέραν, διεπέτασα προς σε τας χείρας μου. Μή τοις νεκροίς ποιήσεις θαυμάσια; ή ιατροί αναστήσουσι, και εξομολογήσονται σοι; Μη διηγήσεται τις εν τω τάφω το έλεος σου και την αλήθειαν σου εν τη απωλεία; Μη γνωσθήσεται εν τω σκότει τα θαυμάσια σου και η δικαιοσύνη σου εν γη επιλελησμένη; Καγώ προς σε, Κύριε, εκέκραξα, και το πρωί η προσευχή μου προφθάσει με. Ινατί, Κύριε, απωθείς την ψυχήν μου, αποστρέφεις το πρόσωπον σου απ’εμού; Πτωχός ειμί εγώ και εν κόποις εκ νεότητος μου·. υψωθείς δε εταπεινώθην και εξηπορήθην.  Επ’εμέ διήλθον αι οργαί σου, οι φοβερισμοί σου εξετάραξαν με· εκύκλωσαν με ωσεί ύδωρ, όλην την ημέραν περιέσχον με άμα. Εμάκρυνας απ’εμού φίλον και πλησίον και τους γνωστούς μου από ταλαιπωρίας.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός ΠΗ΄  88

Τα ελέη σου, Κύριε, εις τον αιώνα άσομαι, εις γενεάν και γενεάν απαγγελώ την αλήθειαν σου εν τω στόματι μου. ’Οτι είπας· Εις τον αιώνα έλεος οικοδομηθήσεται, εν τοις ουρανοίς ετοιμασθήσεται η αλήθεια σου. Διεθέμην διαθήκην τοις εκλεκτοίς μου, ώμοσα Δαυίδ τω δούλω σου. ’Εως του αιώνος ετοιμάσω το σπέρμα σου και οικοδομήσω εις γενεάν και γενεάν τον θρόνον σου. Εξομολογήσονται οι ουρανοί τα θαυμάσια σου, Κύριε, και την αλήθειαν σου εν εκκλησία αγίων. ’Οτι τίς εν νεφέλαις ισωθήσεται τω Κυρίω; και τίς ομοιωθήσεται τω Κυρίω εν υοις Θεού; Ο Θεός, ο ενδοξαζόμενος εν βουλή αγίων, μέγας και φοβερός έστιν επί πάντας τους περικύκλω αυτού. Κύριε ο Θεός των δυνάμεων, τίς όμοιος σοι; δυνατός εί, Κύριε, και η αλήθεια σου κύκλω σου. Σύ δεσπόζεις του κράτους της θαλάσσης, τον δε σάλον των κυμάτων αυτής σύ καταπραύνεις. Συ εταπείνωσας ως τραυματίαν υπερήφανον, εν τω βραχίονι της δυνάμεως σου διεσκόρπισας τους εχθρούς σου. Σοί εισίν οι ουρανοί, και σή έστιν η γη· την οικουμένην και το πλήρωμα αυτής σύ εθεμελίωσας. Τον βορράν και την θάλασσαν σύ έκτισας·. Θαβώρ και Ερμών εν τω ονόματι σου αγαλλιάσονται. Σός ο βραχίων μετά δυναστείας· κραταιωθήτω η χείρ σου, υψωθήτω η δεξιά σου. Δικαιοσύνη και κρίμα ετοιμασία του θρόνου σου· έλεος και αλήθεια προπορεύσονται προ προσώπου σου· μακάριος ο λαός ο γινώσκων αλαλαγμόν. Κύριε, εν τω φωτί του προσώπου σου προπορεύσονται και εν τω ονόματι σου αγαλλιάσονται όλην την ημέραν και εν τη δικαιοσύνη σου υψωθήσονται. ’Οτι καύχημα της δυνάμεως αυτών συ εί, και εν τη ευδοκία σου υψωθήσεται το κέρας ημών. ’Οτι του Κυρίου η αντίληψις και του αγίου Ισραήλ βασιλέως ημών. Τότε ελάλησας εν οράσει τοις υιοίς σου και είπας· εθέμην βοήθειαν επί δυνατόν, ύψωσα εκλεκτόν εκ του λαού μου. Εύρον Δαυίδ τον δούλον μου, εν ελαίω αγίω μου έχρισα αυτόν. Η γαρ χείρ σου συναντιλήψεται αυτώ και ο βραχίων μου κατισχύσει αυτόν. Ούκ ωφελήσει εχθρός εν αυτώ, και υιός ανομίας ου προσθήσει του κακώσαι αυτόν. Και συγκόψω από προσώπου αυτού τους εχθρούς αυτού και τους μισούντας αυτόν τροπώσομαι. Και η αλήθεια μου και το έλεος μου μετ’αυτού, και εν τω ονόματι μου υψωθήσεται το κέρας αυτού. Και θήσομαι εν θαλάσση χείρα αυτού και εν ποταμοίς δεξιάν αυτού. Αυτός επικαλέσεται με· Πατήρ μου ει σύ, Θεός μου, και αντιλήπτωρ της σωτηρίας μου. Καγώ πρωτότοκον θήσομαι αυτόν, υψηλόν παρά τοις βασιλεύσι της γης. Εις τον αιώνα φυλάξω αυτώ το έλεος μου, και η διαθήκη μου πιστή αυτώ. Και θήσομαι εις τον αιώνα του αιώνος το σπέρμα αυτού και τον θρόνον αυτού εις τας ημέρας του ουρανού. Εάν εγκαταλίπωσιν οι υιοί αυτού τον νόμον μου και τοις κρίμασι μου μη πορευθώσι, εάν τα δικαιώματα μου βεβηλώσωσι και τας εντολάς μου μή φυλάξωσι, επισκέψομαι εν ράβδω τας ανομίας αυτών και εν μάστιξι τας αδικίας αυτών. Το δε έλεος μου ου μη διασκεδάσω απ’αυτών, ουδ’ού μη αδικήσω εν τη αληθεία μου. Ουδ’ού μη βεβηλώσω την διαθήκην μου και τα εκπορευόμενα δια των χειλέων μου ού μη αθετήσω. ’Απαξ ώμοσα εν τω αγίω μου, εί τω Δαυίβ ψεύσομαι. Το σπέρμα αυτού εις τον αιώνα μενεί και ο θρόνος αυτού, ως ο ήλιος εναντίον μου και ως η σελήνη κατηρτισμένη εις τον αιώνα· και ο μάρτυς εν ουρανώ πιστός. Σύ δε απώσω και εξουδένωσας, ανεβάλου τον χριστόν σου. Κατέστρεψας την διαθήκην του δούλου σου, εβεβήλωσας εις την γην το αγίασμα αυτού. Καθείλες πάντας τους φραγμούς αυτού, έθου τα οχυρώματα αυτού δειλίαν. Διήρπαζον αυτόν πάντες οι διοδεύοντες οδόν, εγενήθη όνειδος τοις γείτοσιν αυτού. Ύψωσας την δεξιάν των θλιβόντων αυτόν, εύφρανας πάντας τους εχθρούς αυτού. Απέστρεψας την βοήθειαν της ρομφαίας αυτού και ούκ αντελάβου αυτού εν τω πολέμω. Κατέλυσας από καθαρισμού αυτού, τον θρόνον αυτού εις την γην κατέρραξας. Εσμίκρυνας τας ημέρας του χρόνου αυτού, κατέχεας αυτού αισχύνην. ’Εως πότε, Κύριε, αποστρέφη εις τέλος; εκκαυθήσεται ως πύρ η οργή σου; Μνήσθητι τίς μου η υπόστασις· μη γαρ ματαίως έκτισας πάντας τους υιούς των ανθρώπων; Τίς έστιν άνθρωπος, ος ζήσεται, και ούκ όψεται θάνατον; ρύσεται την ψυχήν αυτού εκ χειρός άδου; Πού είσι τα ελέη σου τα αρχαία, Κύριε, ά ώμοσας τω Δαυίδ εν τη αλήθεια σου; Μνήσθητι, Κύριε, του ονειδισμού των δούλων σου, ού υπέσχον εν τω κόλπω πολλών εθνών. Ου ωνείδισαν οι εχθροί σου, Κύριε, ού ωνείδισαν το αντάλλαγμα του χριστού σου. Ευλογητός Κύριος εις τον αιώνα. Γένοιτο. Γένοιτο.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός ΠΘ΄  89

Κύριε, καταφυγή εγενήθης ημίν εν γενεά και γενεά. Προ του όρη γενηθήναι και πλασθήναι την γην και την οικουμένην, και από του αιώνος και έως του αιώνος συ ει. Μή αποστρέψης άνθρωπον εις ταπείνωσιν και είπας· Επιστρέψατε υιοί των ανθρώπων. ’Οτι χίλια έτη εν οφθαλμοίς σου, Κύριε, ως ημέρα η εχθές, ήτις διήλθε, και φυλακή εν νυκτί.  Τα εξουδενώματα αυτών έτη έσονται, το πρωί ωσεί χλόη παρέλθοι. Το πρωί ανθήσαι και παρέλθοι, το εσπέρας αποπέσοι, σκληρυνθείη και ξηρανθείη. ’Οτι εξελίπομεν εν τη οργή σου και εν τω θυμώ σου εταράχθημεν. ’Εθου τας ανομίας ημών εναντίον σου· ο αιών ημών εις φωτισμόν του προσώπου σου. ’Οτι πάσαι αι ημέραι ημών εξέλιπον, και εν τη οργή σου εξελίπομεν· τα έτη ημών ωσεί αράχνη εμελέτων. Αι ημέραι των ετών ημών εν αυτοίς εβδομήκοντα έτη, εάν δε εν δυναστείαις, ογδοήκοντα έτη, και το πλείον αυτών κόπος και πόνος· ότι επήλθε πραότης εφ’ ημάς και παιδευθησόμεθα. Τίς γινώσκει το κράτος της οργής σου; και από του φόβου σου τον θυμόν σου εξαριθμήσασθαι; Την δεξιάν σου ούτω γνώρισον μοι και τους πεπαιδευμένους τη καρδία εν σοφία. Επίστρεψον, Κύριε, έως πότε; και παρακλήθητι επί τοις δούλοις σου. Ενεπλήσθημεν το πρωί του ελέους σου, Κύριε, και ηγαλιασσάμεθα και ευφράνθημεν. Εν πάσαις ταις ημέραις ημών ευφρανθείημεν· ανθ’ων ημερών εταπείνωσας ημάς, ετών, ών είδομεν κακά. Και ίδε επί τους δούλους σου και επί τα έργα σου και οδήγησον τους υιούς αυτών. Και έστω η λαμπρότης Κυρίου του Θεού ημών εφ’ ημάς, και τα έργα των χειρών ημών κατεύθυνον εφ’ ημάς και το έργο των χειρών ημών κατεύθυνον.

Ψαλμος 90

Ο κατοικών εν βοηθεία του Υψίστου, εν σκέπη του Θεού του ουρανού αυλισθήσεται. Ερεί τω Κυρίω· Αντιλήπτωρ μου ει και καταφυγή μου, ο Θεός μου, και ελπιώ επ’ αυτόν. ’Οτι αυτός ρύσεται σε εκ παγίδος θηρευτών και από λόγου ταραχώδους. Εν τοις μεταφρένοις αυτού επισκιάσει σοι, και υπό τας πτέρυγας αυτού ελπιείς· όπλω κυκλώσει σε η αλήθεια αυτού. Ού φοβηθήσει από φόβου νυκτερινού, από βέλους πετομένου ημέρας, από πράγματος εν σκότει διαπορευομένου, από συμπτώματος και δαιμονίου μεσημβρινού. Πεσείται εκ του κλίτους σου χιλιάς και μυριάς εκ δεξιών σου, προς σε δε ούκ εγγιεί. Πλήν τοις οφθαλμοίς σου κατανοήσεις και ανταπόδοσιν αμαρτωλών όψει. ’Οτι συ, Κύριε, η ελπίς μου· τον ’Υψιστον έθου καταφυγήν σου. Ού προσελεύσεται προς σε κακά, και μάστιξ ούκ εγγιεί εν τω σκηνώματί σου. ’Οτι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται περί σου, του διαφυλάξαι σε εν πάσαις ταις οδοίς σου. Επί χειρών αρούσι σε, μήποτε προσκόψης προς λίθον τον πόδα σου. Επί ασπίδα και βασιλίσκον επιβήση και καταπατήσεις λέοντα και δράκοντα. ’Οτι επ’ εμέ ήλπισε και ρύσομαι αυτόν, σκεπάσω αυτόν, ότι έγνω το όνομα μου. Κεκράξεται προς με, και επακούσομαι αυτού· μετ’ αυτού είμι εν θλίψει, εξελούμαι αυτόν, και δοξάσω αυτόν. Μακρότητα ημερών εμπλήσω αυτόν και δείξω αυτώ το σωτήριον μου.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.



ΚΑΘΙΣΜΑ ΔΕΚΑΤΟΝ ΤΡΙΤΟΝ


Ψαλμός 91

Αγαθόν το εξομολογείσθαι τω Κυρίω και ψάλλειν τω ονόματι σου, Ύψιστε. Του αναγγέλλειν το πρωί το έλεος σου και την αλήθειαν σου κατά νύκτα, εν δεκαχόρδω ψαλτηρίω μετ’ ωδής εν κιθάρα. ’Οτι εύφρανας με, Κύριε, εν τοις ποιήμασι σου, και εν τοις έργοις των χειρών σου αγαλλιάσομαι. Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε· σφόδρα εβαθύνθησαν οι διαλογισμοί σου. Ανήρ άφρων ου γνώσεται, και ασύνετος ού συνήσει ταύτα. Εν τω ανατείλαι αμαρτωλούς ωσεί χόρτον και διέκυψαν πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν. ’Οπως αν εξολοθρευθώσιν εις τον αιώνα του αιώνος. Συ δε Ύψιστος εις τον αιώνα, Κύριε. ’Οτι ιδού οι εχθροί σου, Κύριε, ότι ιδού οι εχθροί σου απολούνται, και διασκορπισθήσονται πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν. Και υψωθήσεται ως μονοκέρωτος το κέρας μου και το γήρας μου εν ελαίω πίονι. Και επείδεν ο οφθαλμός μου εν τοις εχθροίς μου, και εν τοις επανισταμένοις επ’ εμέ πονηρευομένοις ακούσεται το ούς μου. Δίκαιος ως φοίνιξ ανθήσει και ωσεί κέδρος η εν τω Λιβάνω πληθυνθήσεται. Πεφυτευμένοι εν τω οίκω Κυρίου, εν ταις αυλαίς του Θεού ημών εξανθήσουσιν. ’Οτι πληθυνθήσονται εν γήρει πίονι και ευπαθούντες έσονται, του αναγγείλαι ότι ευθύς Κύριος ο Θεός ημών και ούκ έστιν αδικία εν αυτώ.

Ψαλμός 92

Ο Κύριος εβασίλευσεν, ευπρέπειαν ενεδύσατο· ενεδύσατο Κύριος δύναμιν και περιεζώσατο· και γαρ εστερέωσε την οικουμένην, ήτις ού σαλευθήσεται. ’Ετοιμος ο θρόνος σου από τότε, από του αιώνος συ εί. Επήραν οι ποταμοί, Κύριε, επήραν οι ποταμοί φωνάς αυτών· αρούσιν οι ποταμοί επιτρίψεις αυτών, από φωνών υδάτων πολλών. Θαυμαστοί οι μετεωρισμοί της θαλάσσης, θαυμαστός εν υψηλοίς ο Κύριος. Τα μαρτύρια σου επιστώθησαν σφόδρα· τω οίκω σου πρέπει αγίασμα, Κύριε, εις μακρότητα ημερών.

Ψαλμός 93

Θεός εκδικήσεων Κύριος· Θεός εκδικήσεων επαρρησιάσατο. Υψώθητι ο κρίνων την γην, απόδος ανταπόδοσιν τοις υπερηφάνοις. ’Εως πότε αμαρτωλοί, Κύριε, έως πότε αμαρτωλοί καυχήσονται; Φθέγξονται και λαλήσουσιν αδικίαν, λαλήσουσι πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν; Τον λαόν σου, Κύριε, εταπείνωσαν και την κληρονομίαν σου εκάκωσαν. Χήραν και ορφανόν απέκτειναν, και προσήλυτον εφόνευσαν. Και είπον· Ούκ όψεται Κύριος, ουδέ συνήσει ο Θεός· του Ιακώβ. Σύνετε δη άφρονες εν τω λαώ· και μωροί ποτέ φρονήσατε. Ο φυτεύσας το ούς ουχί ακούει; ή ο πλάσας τον οφθαλμόν ουχί κατανοεί; Ο παιδεύων έθνη ούχί ελέγξει; ο διδάσκων άνθρωπον γνώσιν; Κύριος γινώσκει τους διαλογισμούς των ανθρώπων ότι εισί μάταιοι. Μακάριος άνθρωπος, όν άν παιδεύσης, Κύριε, και εκ του νόμου σου διδάξης αυτόν. Του πραϋναι αυτόν αφ’ ημερών πονηρών, έως ου ορυγή τω αμαρτωλώ βόθρος. ’Οτι ούκ απώσεται Κύριος τον λαόν αυτού και την κληρονομίαν αυτού ούκ εγκαταλείψει. ’Εως ου δικαιοσύνη επιστρέψη εις κρίσιν και εχόμενοι αυτής πάντες οι ευθεις τη καρδία. Τίς αναστήσεται μοι επί πονηρευομένοις; ή τις συμπαραστήσεται μοι επί τοις εργαζομένοις την ανομίαν; Ει μή ότι Κύριος εβοήθησε μοι, παρά βραχύ παρώκησε τω άδη η ψυχή μου. Εί έλεγον· Σεσάλευται ο πούς μου, το έλεος σου, Κύριε, εβοήθει μοι. Κύριε, κατά το πλήθος των οδυνών μου εν τη καρδία μου αι παρακλήσεις σου εύφραναν την ψυχήν μου. Μή συμπροσέστω σοι θρόνος ανομίας, ο πλάσσων κόπον επί πρόσταγμα. Θηρεύσουσιν επί ψυχήν δικαίου και αίμα αθώον καταδικάσονται.  Και εγένετο μοι Κύριος εις καταφυγήν και ο Θεός μου εις βοηθόν ελπίδος μου. Και αποδώσει αυτοίς Κύριος την ανομίαν αυτών, και κατά την πονηρίαν αυτών αφανιεί αυτούς Κύριος ο Θεός.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός 94

’Ασατε τω Κυρίω άσμα καινόν, άσατε τω Κυρίω πάσα η γη. ’Ασατε τω Κυρίω, ευλογήσατε το όνομα αυτού· ευαγγελίζεσθε ημέραν εξ ημέρας το σωτήριον αυτού. Αναγγείλατε εν τοις έθνεσι την δόξαν αυτού, εν πάσι τοις λαοίς τα θαυμάσια αυτού. ’Οτι μέγας Κύριος και αινετός σφόδρα· φοβερός έστιν υπέρ πάντας τους θεούς. ’Οτι πάντες οι θεοί των εθνών δαιμόνια· ο δε Κύριος τους ουρανούς εποίησε. Εξομολόγησις και ωραιότης ενώπιον αυτού· αγιωσύνη και μεγαλοπρέπεια εν τω αγιάσματι αυτού. Ενέγκατε τω Κυρίω αι πατριαί των εθνών, ενέγκατε τω Κυρίω δόξαν και τιμήν· ενέγκατε τω Κυρίω δόξαν ονόματι αυτού, άρατε θυσίας και εισπορεύεσθε εις τας αυλάς αυτού· προσκυνήσατε τω Κυρίω εν αυλή αγία αυτού· σαλευθήτω από προσώπου αυτού πάσα η γη. Είπατε εν τοις έθνεσι· ’Οτι Κύριος εβασίλευσε, και γαρ κατώρθωσε την οικουμένην, ήτις ου σαλευθήσεται· κρινεί λαούς εν ευθύτητι. Ευφραινέσθωσαν οι ουρανοί, και αγαλλιάσθω η γη· σαλευθήτω η θάλασσα και το πλήρωμα αυτής, χαρήσεται τα πεδία και πάντα τα εν αυτοίς. Τότε αγαλλιάσονται πάντα τα ξύλα του δρυμού από προσώπου Κυρίου, ότι έρχεται, ότι έρχεται κρίναι την γην. Κρινεί την οικουμένην εν δικαιοσύνη και λαούς εν τη αληθεία αυτού.

Ψαλμός 96.

Ο Κύριος εβασίλευσεν, αγαλλιάσθω η γη·. ευφρανθήτωσαν νήσοι πολλαί. Νέφη και γνόφος κύκλω αυτού· δικαιοσύνη και κρίμα κατόρθωσις του θρόνου αυτού. Πυρ ενώπιον αυτού προπορεύσεται και φλογιεί κύκλω τους εχθρούς αυτού. ’Εφαναν αι αστραπαί αυτού τη οικουμένη· είδε και εσαλεύθη η γη. Τα όρη ωσεί κηρός ετάκησαν από προσώπου Κυρίου, από προσώπου Κυρίου πάσης της γης. Ανήγγειλαν οι ουρανοί την δικαιοσύνην αυτού, και είδοσαν πάντες οι λαοί την δόξαν αυτού. Αισχυνθήτωσαν πάντες οι προσκυνούντες τοις γλυπτοίς, οι εγκαυχώμενοι εν τοις ειδώλοις αυτών· προσκυνήσατε αυτώ πάντες οι άγγελοι αυτού. ’Ηκουσε και ευφράνθη η Σιών, και ηγαλλιάσαντο οι θυγατέρες της Ιουδαίας ένεκεν των κριμάτων σου, Κύριε. ’Οτι σύ Κύριος ύψιστος επί πάσαν την γην, σφόδρα υπερυψώθης υπέρ πάντας τους θεούς. Οι αγαπώντες τον Κύριον μισείτε πονηρά· φυλάσσει Κύριος τας ψυχάς των οσίων αυτού, εκ χειρός αμαρτωλού ρύσεται αυτούς. Φως ανέτειλε τω δικαίω και τοις ευθέσι τη καρδία ευφροσύνη. Ευφράνθητε δίκαιοι εν τω Κυρίω, και εξομολογείσθε τη μνήμη της αγιωσύνης αυτού.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός 97

’Ασατε τω Κυρίω άσμα καινόν, ότι θαυμαστά εποίησεν ο Κύριος· έσωσεν αυτόν η δεξιά αυτού, και ο βραχίων ο άγιος αυτού. Εγνώρισε Κύριος το σωτήριον αυτού, εναντίον των εθνών απεκάλυψε την δικαιοσύνην αυτού. Εμνήσθη του ελέους αυτού τω Ιακώβ και της αληθείας αυτού τω οίκω Ισραήλ· είδοσαν πάντα τα πέρατα της γης το σωτήριον του Θεού ημών. Αλαλάξατε τω Θεώ πάσα η γη· άσατε και αγαλλιάσθε και ψάλατε. Ψάλατε τω Κυρίω εν κιθάρα, εν κιθάρα και φωνή ψαλμού, εν σάλπιγξιν ελαταίς και φωνή σάλπιγγος κερατίνης, αλαλάξατε ενώπιον του Βασιλέως Κυρίου· σαλευθήτω η θάλασσα και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή. Ποταμοί κροτήσουσι χειρί επί το αυτό· τα όρη αγαλλιάσονται από προσώπου Κυρίου· ότι έρχεται ότι ήκει κρίναι την γην. Κρινεί την οικουμένην εν δικαιοσύνη και λαούς εν ευθύτητι.

Ψαλμός 98

Ο Κύριος εβασίλευσεν, οργιζέσθωσαν λαοι· ο καθήμενος επί των Χερουβείμ, σαλευθήτω η γη. Κύριος εν Σιών μέγας και υψηλός έστιν επί πάντας τους λαούς. Εξομολογησάσθωσαν τω ονόματι σου τω μεγάλω, ότι φοβερόν και άγιον έστι· και τιμή βασιλέως κρίσιν αγαπά. Σύ ητοίμασας ευθύτητας· κρίσιν και δικαιοσύνην εν Ιακώβ συ εποίησας. Υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών και προσκυνείτε τω υποποδίω των ποδών αυτού, ότι άγιος έστι. Μωυσής και Ααρών εν τοις ιερεύσιν αυτού και Σαμουήλ εν τοις επικαλουμένοις το όνομα αυτού· επεκαλούντο τον Κύριον, και αυτός εισήκουσεν αυτών. Εν στύλω νεφέλης ελάλει προς αυτούς· ότι εφύλασσον τα μαρτύρια αυτού και τα προστάγματα αυτού, ά έδωκεν αυτοίς. Κύριε ο Θεός ημών, σύ επήκουσας αυτών· ο Θεός, σύ ευϊλατος εγίνου αυτοίς και εκδικών επί πάντα τα επιτηδεύματα αυτών. Υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών και προσκυνείτε εις όρος άγιον αυτού, ότι άγιος Κύριος ο Θεός ημών.

Ψαλμός 99

Αλαλάξατε τω Θεώ πάσα η γη, δουλεύσατε τω Κυρίω εν ευφροσύνη· εισέλθετε ενώπιον αυτού εν αγαλλιάσει. Γνώτε ότι Κύριος αυτός έστιν ο Θεός ημών, αυτός εποίησεν ημάς και ούχ ημείς· ημείς δε λαός αυτού και πρόβατα νομής αυτού. Εισέλθετε εις τας πύλας αυτού εν εξομολογήσει, εις τας αυλάς αυτού εν ύμνοις, εξομολογείσθε αυτώ· αινείτε το όνομα αυτού. ’Οτι χρηστός Κύριος· εις τον αιώνα το έλεος αυτού, και έως γενεάς και γενεάς η αλήθεια αυτού.


Ψαλμός Ρ΄  100

’Ελεος και κρίσιν άσομαι σοι, Κύριε. Ψαλώ και συνήσω εν οδώ αμώμω· πότε ήξεις προς με; διεπορευόμην εν ακακία καρδίας μου, εν μέσω του οίκου μου. Ού προετιθέμην προ οφθαλμών μου πράγμα παράνομον, ποιούντας παραβάσεις εμίσησα. Ούκ εκολλήθη μοι καρδία σκαμβή·. εκκλίνοντος απ’ εμού του πονηρού, ούκ εγίνωσκον. Τον καταλαλούντα λάθρα τον πλησίον αυτού, τούτον εξεδίωκον· υπερηφάνω οφθαλμώ και απλήστω καρδία τούτω ού συνήσθιον. Οι οφθαλμοί μου επί τους πιστούς της γης, του συγκαθήσθαι αυτούς μετ’ εμού· πορευόμενος εν οδώ αμώμω, ούτος μοι ελειτούργει. Ου κατώκει εν μέσω της οικίας μου ποιών υπερηφανίαν· λαλών άδικα ου κατεύθυνεν ενώπιον των οφθαλμών μου. Εις τας πρωίας απέκτεινον πάντας τους αμαρτωλούς της γης, εξολοθρεύσαι εκ πόλεως Κυρίου πάντας τους εργαζομένους την ανομίαν.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.



ΚΑΘΙΣΜΑ ΔΕΚΑΤΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ

Ψαλμός ΡΑ΄  101

Κύριε, εισάκουσον της προσευχής μου, και η κραυγή μου προς σε ελθέτω. Μή αποστρέψης το πρόσωπον σου απ’ εμού εν ή αν ημέρα θλίβωμαι, κλίνον προς με το ούς σου· εν ή αν ημέρα επικαλέσωμαι σε, ταχύ επάκουσον μου. ’Οτι εξέλιπον ωσεί καπνός αι ημέραι μου, και τα οστά μου ωσεί φρύγιον συνεφρύγησαν. Επλήγην ωσεί χόρτος και εξηράνθη η καρδία μου, ότι επελαθόμην του φαγείν τον άρτον μου. Από φωνής του στεναγμού μου εκολλήθη το οστούν μου τη σαρκί μου. Ωμοιώθην πελεκάνι ερημικώ, εγενήθην ωσεί νυκτικόραξ εν οικοπέδω. Ηγρύπνησα και εγενόμην  ως στρουθίον μονάζον επί δώματος. ’Ολην την ημέραν ωνείδιζον με οι εχθροί μου, και οι επαινούντες με κατ’εμού ώμνυον. ’Οτι σποδόν ωσεί άρτον έφαγον και το πόμα μου μετά κλαυθμού εκίρνων. Από προσώπου της οργής σου και του θυμού σου, ότι επάρας κατέρραξας με. Αι ημέραι μου ωσεί σκιά εκλίθησαν, καγώ ωσεί χόρτος εξηράνθην. Σύ δε, Κύριε, εις τον αιώνα μένεις, και το μνημόσυνον σου εις γενεάν και γενεάν. Σύ αναστάς οικτειρήσεις την Σιών, ότι καιρός του οικτειρήσαι αυτήν, ότι ήκει καιρός. ’Οτι ευδόκησαν οι δούλοι σου τους λίθους αυτής· και τον χούν αυτής οικτειρήσουσι. Και φοβηθήσονται τα έθνη το όνομα σου, Κύριε, και πάντες οι βασιλείς της γης την δόξαν σου. ’Οτι οικοδομήσει Κύριος την Σιών και οφθήσεται εν τη δόξη αυτού. Επέβλεψεν επί την προσευχήν των ταπεινών και ούκ εξουδένωσε την δέησιν αυτών. Γραφήτω αύτη εις γενεάν ετέραν και λαός, ο κτιζόμενος, αινέσει τον Κύριον. ’Οτι εξέκυψεν εξ ύψους αγίου αυτού, Κύριος εξ ουρανού επί την γην επέβλεψε. Του ακούσαι του στεναγμού των πεπεδημένων, του λύσαι τους υιούς των τεθανατωμένων. Του αναγγείλαι εν Σιών το όνομα Κυρίου και την αίνεσιν αυτού εν Ιερουσαλήμ. Εν τω επισυναχθήναι λαούς επί το αυτό και βασιλείς του δουλεύειν τω Κυρίω. Απεκρίθη αυτώ εν οδώ ισχύος αυτού· την ολιγότητα των ημερών μου ανάγγειλον μοι. Μη αναγάγης με εν ημίσει ημερών μου· εν γενεά γενεών τα έτη σου. Κατ’ αρχάς σύ, Κύριε, την γην εθεμελίωσας, και έργα των χειρών σου είσιν οι ουρανοί. Αυτοί απολούνται συ δε διαμένεις· και πάντες ως ιμάτιον παλαιωθήσονται, και ωσεί περιβόλαιον ελίξεις αυτούς και αλλαγήσονται. Συ δε ο αυτός ει και τα έτη σου ούκ εκλείψουσι. Οι υιοί των δούλων σου κατασκηνώσουσι, και το σπέρμα αυτών εις τον αιώνα κατευθυνθήσεται.




Ψαλμός ΡΒ΄  102

Ευλόγει η ψυχή μου, τον Κύριον, και πάντα τα εντός μου το όνομα το άγιον αυτού. Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον, και μή επιλανθάνου πάσας τας ανταποδόσεις αυτού. Τον ευϊλατεύοντα πάσας τας ανομίας σου, τον ιώμενον πάσας τας νόσους σου. Τον λυτρούμενον εκ φθοράς την ζωήν σου, τον στεφανούντα σε εν ελέει και οικτιρμοίς. Τον εμπιπλώντα εν αγαθοίς την επιθυμίαν σου, ανακαινισθήσεται ως αετού η νεότης σου. Ποιών ελεημοσύνας ο Κύριος, και κρίμα πάσι τοις αδικουμένοις. Εγνώρισε τας οδούς αυτού τω Μωϋσή, τοις υιοίς Ισραήλ τα θελήματα αυτού. Οικτίρμων και ελεήμων ο Κύριος, μακρόθυμος και πολυέλεος· ούκ εις τέλος οργισθήσεται, ουδέ εις τον αιώνα μηνιεί. Ού κατά τας ανομίας ημών εποίησεν ημίν, ουδέ κατά τας αμαρτίας ημών ανταπέδωκεν ημίν. ’Οτι κατά το ύψος του ουρανού από της γης εκραταίωσε Κύριος το έλεος αυτού επί τους φοβουμένους αυτόν. Καθόσον απέχουσιν ανατολαί από δυσμών, εμάκρυνεν αφ’ ημών τας ανομίας ημών. Καθώς οικτείρει πατήρ υιούς, ωκτείρησε Κύριος τους φοβουμένους αυτόν, ότι αυτός εγνω το πλάσμα ημών, εμνήσθη ότι χούς έσμεν. ’Ανθρωπος, ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού, ωσεί άνθος του αγρού ούτως εξανθήσει. ’Οτι πνεύμα διήλθεν εν αυτώ, και ούχ υπάρξει και ούκ επιγνώσεται έτι τον τόπον αυτού. Το δε έλεος του Κυρίου από του αιώνος και έως του αιώνος επί τους φοβουμένους αυτόν. Και η δικαιοσύνη αυτού επί υιοίς υιών, τοις φυλάσσουσι την διαθήκην αυτού και μεμνημένοις των εντολών αυτού του ποιήσαι αυτάς. Κύριος εν τω ουρανώ ητοίμασε τον θρόνον αυτού, και η βασιλεία αυτού πάντων δεσπόζει. Ευλογείτε τον Κύριον, πάντες οι άγγελοι αυτού, δυνατοί ισχύϊ ποιούντες τον λόγον αυτού, του ακούσαι της φωνής των λόγων αυτού. Ευλογείτε τον Κύριον, πάσαι αι δυνάμεις αυτού, λειτουργοί αυτού οι ποιούντες το θέλημα αυτού. Ευλογείτε τον Κύριον, πάντα τα έργα αυτού, εν παντί τόπω της δεσποτείας αυτού· ευλόγει η ψυχή μου, τον Κύριον.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός ΡΓ΄  103

Ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον· Κύριε, ο Θεός μου, εμεγαλύνθης σφόδρα. Εξομολόγησιν και μεγαλοπρέπειαν ενεδύσω, αναβαλλόμενος φως ως ιμάτιον. Εκτείνων τον ουρανόν ωσεί δέρριν, ο στεγάζων εν ύδασι τα υπερώα αυτού. Ο τιθείς νέφη την επίβασιν αυτού, ο περιπατών επί πτερύγων ανέμων. Ο ποιών τους αγγέλους αυτού πνεύματα, και τους λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα. Ο θεμελιών την γην επί την ασφάλειαν αυτής, ού κλιθήσεται εις τον αιώνα του αιώνος. ’Αβυσσος ως ιμάτιον το περιβόλαιον αυτού, επί τω ορέων στήσονται ύδατα. Από επιτιμήσεως σου φεύξονται, από φωνής βροντής σου δειλιάσουσιν. Αναβαίνουσιν όρη και καταβαίνουσι πεδία εις τον τόπον, όν εθεμελίωσας αυτά. ’Οριον έθου, ό ού παρελεύσονται, ουδέ επιστρέψουσι καλύψαι την γην. Ο εξαποστέλλων πηγάς εν φάραγξιν, αναμέσον των ορέων διελεύσονται ύδατα. Ποτιούσι πάντα τα θηρία του αγρού, προσδέξονται όναγροι εις δίψαν αυτών. Επ’αυτά τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσει, εκ μέσου των πετρών δώσουσι φωνήν. Ποτίζων όρη εκ των υπερώων αυτού· από καρπού των έργων σου χορτασθήσεται η γη. Ο εξανατέλλων χόρτον τοις κτήνεσι, και χλόην τη δουλεία των ανθρώπων, του εξαγαγείν άρτον εκ της γης. Και οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου· του ιλαρύναι πρόσωπον εν ελαίω, και άρτος καρδίαν ανθρώπου στηρίζει. Χορτασθήσονται τα ξύλα του πεδίου, αι κέδροι του Λιβάνου άς εφύτευσας. Εκεί στρουθία εννοσσεύσουσι· του ερωδιού η κατοικία ηγείται αυτών. ’Ορη τα υψηλά ταις ελάφοις, πέτρα καταφυγή τοις λαγωοίς. Εποίησε σελήνην εις καιρούς· ο ήλιος έγνω την δύσιν αυτού. ’Εθου σκότος, και εγένετο νύξ, εν αυτή διελεύσονται πάντα τα θηρία του δρυμού. Σκύμνοι ωρυόμενοι του αρπάσαι και ζητήσαι παρά τω Θεώ βρώσιν αυτοίς. Ανέτειλεν ο ήλιος, και συνήχθησαν, και εις τας μάνδρας αυτών κοιτασθήσονται. Εξελεύσεται άνθρωπος επί το έργον αυτού και επί την εργασίαν αυτού έως εσπέρας. Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας· επληρώθη η γη της κτίσεως σου. Αύτη η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρος, εκεί ερπετά, ών ούκ έστιν αριθμός, ζώα μικρά μετά μεγάλων. Εκεί πλοία διαπορεύονται· δράκων ούτος όν έπλασας, εμπαίζειν αυτή. Πάντα προς σε προσδοκώσι, δούναι την τροφήν αυτών εις εύκαιρον· δόντος σου αυτοίς, συλλέξουσιν. Ανοίξαντος σου την χείρα, τα σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος. Αποστρέψαντος δε σου το πρόσωπον, ταραχθήσονται· αντανελείς το πνεύμα αυτών, και εκλείψουσι, και εις τον χούν αυτών επιστρέψουσιν. Εξαποστελείς το πνεύμα σου, και κτισθήσονται, και ανακαινιείς το πρόσωπον της γης. ’Ητω η δόξα Κυρίου εις τους αιώνας· ευφρανθήσεται Κύριος επί τοις έργοις αυτού. Ο επιβλέπων επί την γην και ποιών αυτήν τρέμειν, ο απτόμενος των ορέων και καπνίζονται. ’Ασω τω Κυρίω, εν τη ζωή μου, ψαλώ τω Θεώ μου έως υπάρχω. Ηδυνθείη αυτώ η διαλογή μου, εγώ δε ευφρανθήσομαι επί τω Κυρίω. Εκλείποιεν αμαρτωλοί από της γης και άνομοι, ώστε μη υπάρχειν αυτούς. Ευλόγει η ψυχή μου, τον Κύρίον.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός ΡΔ΄  104

Εξομολογείσθε τω Κυρίω και επικαλείσθε το όνομα αυτού, απαγγείλατε εν τοις έθνεσι τα έργα αυτού. ’Ασατε αυτώ και ψάλατε αυτώ· διηγήσασθε πάντα τα θαυμάσια αυτού. Επαινείσθε εν τω ονόματι τω αγίω αυτού· ευφρανθήτω καρδία ζητούντων τον Κυριον. Ζητήσατε τον Κύριον και κραταιώθητε· ζητήσατε το πρόσωπον αυτού διαπαντός. Μνήσθητε των θαυμασίων αυτού, ών εποίησε, τα τέρατα αυτού και τα κρίματα του στόματος αυτού. Σπέρμα Αβραάμ δουλοι αυτού, υιοί Ιακώβ εκλεκτοί αυτού. Αυτός Κύριος ο Θεός ημών· εν πάση τη γη τα κρίματα αυτού. Εμνήσθη εις τον αιώνα διαθήκης αυτού, λόγου ού ενετείλατο εις χιλίας γενεάς. ’Ον διέθετο τω Αβραάμ, και του όρκου αυτού τω Ισαάκ. Και έστησεν αυτόν τω Ιακώβ εις πρόσταγμα και τω Ισραήλ εις διαθήκην αιώνιον, λέγων· Σοί δώσω την γην Χαναάν, σχοίνισμα κληρονομίας υμών. Εν τω είναι αυτούς αριθμώ βραχείς, ολιγοστούς και παροίκους εν αυτή. Και διήλθεν εξ έθνους εις έθνος, και εκ βασιλείας εις λαόν έτερον. Ούκ αφήκεν άνθρωπον αδικήσαι αυτούς και ήλεγξεν υπερ αυτών βασιλείς. Μη άπτεσθε των χριστών μου και εν τοις προφήταις μου μη πονηρεύεσθε. Και εκάλεσε λιμόν επί την γην, πάν στήριγμα άρτου συνέτριψε. Απέστειλεν έμπροσθεν αυτών άνθρωπον, εις δούλον επράθη Ιωσήφ. Εταπείνωσαν εν πέδαις τους πόδας αυτού, σίδηρον διήλθε η ψυχή αυτού μέχρι του ελθείν τον λόγον αυτού. Το λόγιον του Κυρίου επύρωσεν αυτόν· απέστειλε βασιλεύς και έλυσεν αυτόν, άρχων λαού και αφήκεν αυτόν. Κατέστησεν αυτόν κύριον του οίκου αυτού και άρχοντα πάσης της κτήσεως αυτού. Του παιδεύσαι τους άρχοντας αυτού ως εαυτόν και τους πρεσβυτέρους αυτού σοφίσαι. Και εισήλθεν Ισραήλ εις Αίγυπτον, και Ιακώβ παρώκησεν εν γη Χαμ. Και ηύξησε τον λαόν αυτού σφόδρα και εκραταίωσεν αυτόν υπέρ τους εχθρούς αυτού. Μετέστρεψε την καρδίαν αυτού του μισήσαι τον λαόν αυτού, του δολιούσθαι εν τοις δούλοις αυτού. Εξαπέστειλε Μωϋσής τον δούλον αυτού, Ααρών, όν εξελέξατο εαυτώ. ’Εθετο εν αυτοίς τους λόγους των σημείων αυτού και των τεράτων αυτού εν γη Χαμ. Εξαπέστειλε σκότος και εσκότασεν, ότι παρεπίκραναν τους λόγους αυτού. Μετέστρεψε τα ύδατα αυτών εις αίμα, και απέκτεινε τους ιχθύας αυτών. Εξύρψεν η γή αυτών βατράχους εν τοις ταμείοις των βασιλέων αυτών. Είπε, και ήλθε κυνόμυια και σκνίπες εν πάσι τοις ορίοις αυτών. ’Εθετο τας βροχάς αυτών χάλαζαν, πύρ καταφλέγον εν τη γη αυτών. Και επάταξε τας αμπέλους αυτών και τας συκάς αυτών· και συνέτριψε παν ξύλον ορίου αυτών. Είπε, και ήλθεν ακρίς και βρούχος, ού ούκ ην αριθμός. Και κατέφαγε πάντα χόρτον εν τη γη αυτών, και κατέφαγε πάντα τον καρπόν της γής αυτών. Και επάταξε πάν πρωτότοκον εν τη γη αυτών· απαρχήν παντός πόνου αυτών. Και εξήγαγεν αυτούς εν αργυρίω και χρυσίω, και ούκ ην εν ταις φυλαίς αυτών ο ασθενών. Ευφράνθη Αίγυπτος εν τη εξόδω αυτών, ότι επέπεσεν ο φόβος αυτών επ’αυτούς.  Διεπέτασε νεφέλην εις σκέπην αυτοίς και πυρ του φωτισμού αυτοίς την νύκτα. ’Ητησαν και ήλθεν ορτυγομήτρα, και άρτον ουρανού ενέπλησεν αυτούς. Διέρρηξε πέτραν, και ερρύησαν ύδατα, επορεύθησαν εν ανύδροις ποταμοί. ’Οτι εμνήσθη του λόγου του αγίου αυτού, του προς Αβραάμ τον δούλον αυτού. Και εξήγαγε τον λαόν αυτού εν αγαλλιάσει, και τους εκλεκτούς αυτού εν ευφροσύνη. Και έδωκεν αυτοίς χώρας εθνών, και πόνους λαών κατεκληρονόμησαν. ’Οπως αν φυλάξωσι τα δικαιώματα αυτού, και τον νόμον αυτού εκζητήσωσιν.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.




ΚΑΘΙΣΜΑ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟΝ

Ψαλμός ΡΕ΄  105

Εξομολογείσθε τω Κυρίω, ότι χρηστός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τίς λαλήσει τας δυναστείας του Κυρίου, ακουστάς ποιήσει πάσας τας αινέσεις αυτού; Μακάριοι οι φυλάσσοντες κρίσιν και ποιούντες δικαιοσύνην εν παντί καιρώ. Μνήσθητι ημών, Κύριε, εν τη ευδοκία του λαού σου, επίσκεψαι ημάς εν τω σωτηρίω σου. Του ιδείν εν τη χρηστότητι των εκλεκτών σου, του ευφρανθήναι εν τη ευφροσύνη του έθνου σου, του επαινείσθαι μετά της κληρονομίας σου. Ημάρτομεν μετά των πατέρων ημών, ηνομήσαμεν, ηδικήσαμεν. Οι πατέρες ημών εν Αιγύπτω ου συνήκαν τα θαυμάσια σου και ούκ εμνήσθησαν του πλήθους του ελέους σου και παρεπίκραναν αναβαίνοντες εν τη ερυθρά θαλάσση. Και έσωσεν αυτούς ένεκεν του ονόματος αυτού, του γνωρίσαι την δυναστείαν αυτού. Και επετίμησε τη ερυθρά θαλάσση, και εξηράνθη· και ωδήγησεν αυτούς εν αβύσσω, ώς εν ερήμω. Και έσωσεν αυτούς εκ χειρός μισούντος και ελυτρώσατο αυτους εκ χειρός εχθρών. Εκάλυψεν ύδωρ τους θλίβοντας αυτούς· είς εξ αυτών ούχ υπελείφθη.  Και επίστευσαν τω λόγω αυτού και ήσαν την αίνεσιν αυτού. Ετάχυναν, επελάθοντο των έργων αυτού, ούχ υπέμειναν την βουλήν αυτού. Και επεθύμησαν επιθυμίαν εν τη ερήμω και επείρασαν τον Θεόν εν ανύδρω. Και έδωκεν αυτοίς το αίτημα αυτών, και εξαπέστειλε πλησμονήν εις τας ψυχάς αυτών. Και παρώργισαν τον Μωϋσήν εν τη παρεμβολή, τον Ααρών τον άγιον Κυρίου. Ηνοίχθη η γη και κατέπιε Δαθάν και εκάλυψεν επί την συναγωγήν Αβειρών. Και εξεκαύθη πυρ εν τη συναγωγή αυτών, φλόξ κατέφλεξεν αμαρτωλούς. Και εποίησαν μόσχον εν Χωρήβ και προσεκύνησαν τω γλυπτώ. Και ηλλάξαντο την δόξαν αυτού εν ομοιώματι μόσχου εσθίοντος χόρτον. Και επελάθοντο του Θεού του σώζοντος αυτούς· του ποιήσαντος μεγάλα εν Αιγύπτω. Θαυμάσια εν γη Χάμ, φοβερά επί θαλάσσης ερυθράς. Και είπε τους εξολοθρεύσαι αυτούς, ει μη Μωϋσής ο εκλεκτός αυτου έστη εν τη θραύσει ενώπιον αυτού, του αποστρέψαι τον θυμόν αυτού, του μη εξολοθρεύσαι αυτούς. Και εξουδένωσαν γην επιθυμητήν, ούκ επίστευσαν τω λόγω αυτού. Και εγόγγυσαν εν τοις σκηνώμασιν αυτών, ούκ εισήκουσαν της φωνής Κυρίου. Και επήρε την χείρα αυτού επ’αυτούς, του καταβαλείν αυτούς εν τη ερήμω και του καταβαλείν το σπέρμα αυτών εν τοις έθνεσι και διασκορπίσαι αυτούς εν ταις χώραις. Και ετελέσθησαν τω Βεελφεγώρ και έφαγον θυσίας νεκρών. Και παρώξυναν αυτόν εν τοις επιτηδεύμασιν αυτών, και επληθύνθη εν αυτοίς η πτώσις. Και έστη Φινεές και εξιλάσατο· και εκόπασεν η θραύσις· και ελογίσθη αυτώ εις δικαιοσύνην, εις γενεάν και γενεάν έως του αιώνος. Και παρώργισαν αυτόν επί ύδατος αντιλογίας και εκακώθη Μωϋσής δι’αυτούς. ’Οτι παρεπίκραναν το πνεύμα αυτού, και διέστειλεν εν τοις χείλεσιν αυτού. Ούκ εξωλόθρευσαν τα έθνη, ά είπε Κύριος αυτοίς. Και εμίγησαν εν τοις έθνεσι και έμαθον τα έργα αυτών· και εδούλευσαν τοις γλυπτοίς αυτών, και εγενήθη αυτοίς εις σκάνδαλον. Και έθυσαν τους υιούς αυτών και τας θυγατέρας αυτών τοις δαιμονίοις. Και εξέχεαν αίμα αθώον, αίμα υιών αυτών και θυγατέρων, ών έθυσαν τοις γλυπτοίς Χαναάν. Και εφονοκτονήθη η γη εν τοις αίμασι και εμιάνθη εν τοις έργοις αυτών, και επόρνευσαν εν τοις  επιτηδεύμασι αυτών. Και ωργίσθη θυμώ Κύριος επί τον λαόν αυτού και εβδελύξατο την κληρονομίαν αυτού. Και παρέδωκεν αυτούς εις χείρας εχθρών, και εκυρίευσαν αυτών οι μισούντες αυτούς. Και έθλιψαν αυτούς οι εχθροί αυτών, και εταπεινώθησαν υπό τας χείρας αυτών. Πλεονάκις ερρύσατο αυτούς, αυτοί δε παρεπίκραναν αυτόν εν τη βουλή αυτών και εταπεινώθησαν εν ταις ανομίαις αυτών. Και είδε Κύριος εν τω θλίβεσθαι αυτούς, εν τω αυτόν εισακούσαι της δεήσεως αυτών. Και εμνήσθη της διαθήκης αυτού και μετεμελήθη κατά το πλήθος τους ελέους αυτού. Και έδωκεν αυτούς εις οικτιρμούς εναντίον πάντων των αιχμαλωτευσάντων αυτούς. Σώσον ημάς Κύριε ο Θεός ημών, και επισυνάγαγε ημάς εκ των εθνών, του εξομολογήσασθαι τω ονόματι σου τω αγίω, του εγκαυχάσθαι εν τη αινέσει σου. Ευλογητός Κύριος ο Θεός Ισραήλ, από του αιώνος και έως του αιώνος· και ερεί πας ο λαός· Γένοιτο. Γένοιτο.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός ΡΣΤ΄  106

Εξομολογείσθε τω Κυρίω ότι χρηστός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Ειπάτωσαν οι λελυτρωμένοι υπό Κυρίου, ούς ελυτρώσατο εκ χειρός εχθρού· και εκ των χωρών συνήγαγεν αυτούς, από ανατολών και δυσμών, και βορρά και θαλάσσης. Επλανήθησαν εν τη ερήμω εν γη ανύδρω, οδόν πόλεως κατοικητηρίου ούχ εύρον. Πεινώντες και διψώντες, η ψυχή αυτών εν αυτοίς εξέλιπε. Και εκέκραξαν προς Κύριον εν τω θλίβεσθαι αυτούς, και εκ των αναγκών αυτών ερρύσατο αυτούς. Και ωδήγησεν αυτούς εις οδόν ευθείαν, του πορευθήναι εις πόλιν κατοικητηρίου. Εξομολογησάσθωσαν τω Κυρίω τα ελέη αυτού και τα θαυμάσια αυτού τοις υιοίς των ανθρώπων. ’Οτι εχόρτασε ψυχήν κενήν και ψυχήν πεινώσαν ενέπλησεν αγαθών. Καθημένους εν σκότει και σκιά θανάτου, πεπεδημένους εν πτωχεία και σιδήρω. ’Οτι παρεπίκραναν τα λόγια του Θεού, και την βουλήν του Υψίστου παρώξυναν. Και εταπεινώθη εν κόποις η καρδία αυτών, ησθένησαν και ούκ ην ο βοηθών. Και εκέκραξαν προς Κύριον, εν τω θλίβεσθαι αυτούς, και εκ των αναγκών αυτών έσωσεν αυτούς. Και εξήγαγεν αυτούς εκ σκότους και σκιάς θανάτου και τους δεσμούς αυτών διέρρηξε. Εξομολογησάσθωσαν τω Κυρίω τα ελέη αυτού και τα θαυμάσια αυτού τοις υιοίς ανθρώπων. ’Οτι συνέτριψε πύλας χαλκάς και μοχλούς σιδηρούς συνέθλασε. Αντελάβετο αυτών εξ οδού ανομίας αυτών· δια γαρ τας ανομίας αυτών εταπεινώθησαν. Παν βρώμα εβδελύξατο η ψυχή αυτών, και ήγγισαν έως των πυλών του θανάτου. Και εκέκραξαν προς Κύριον εν τω θλίβεσθαι αυτούς και εκ των αναγκών αυτών έσωσεν αυτούς. Απέστειλε τον λόγον αυτού και ιάσατο αυτούς και ερρύσατο αυτούς εκ των διαφθορών αυτών. Εξομολογησάσθωσαν τω Κυρίω τα ελέη αυτού και τα θαυμάσια αυτού τοις υιοις των ανθρώπων. Και θυσάτωσαν αυτώ θυσίαν αινέσεως και εξαγγειλάτωσαν τα έργα αυτού εν αγαλλιάσει. Οι καταβαίνοντες εις θάλασσαν εν πλοίοις, ποιούντες εργασίαν εν ύδασι πολλοίς. Αυτοί είδον τα έργα Κυρίου και τα θαυμάσια αυτού εν τω βυθώ. Είπε, και έστη πνεύμα καταιγίδος, και υψώθη τα κύματα αυτής. Αναβαίνουσιν έως των ουρανών και καταβαίνουσιν έως των αβύσσων· η ψυχή αυτών εν κακοίς ετήκετο. Εταράχθησαν, εσαλεύθησαν ως ο μεθύων, και πάσα η σοφία αυτών κατεπόθη. Και εκέκραξαν προς Κύριον εν τω θλίβεσθαι αυτούς, και εκ των αναγκών αυτών εξήγαγεν αυτούς. Και επέταξε τη καταιγίδι, και έστη εις αύραν, και εσίγησαν τα κύματα αυτής. Και ευφράνθησαν, ότι ησύχασαν, και ωδήγησεν αυτούς επί λιμένα θελήματος αυτού. Εξομολογησάσθωσαν τω Κυρίω τα ελέη αυτού και τα θαυμάσια αυτού τοις υιοίς των ανθρώπων. Υψωσάτωσαν αυτόν εν εκκλησία λαού και εν καθέδρα πρεσβυτέρων αινεσάτωσαν αυτόν. ’Εθετο ποταμούς εις έρημον και διεξόδους υδάτων εις δίψαν. Γήν καρποφόρον εις άλμην από κακίας των κατοικούντων εν αυτή. ’Εθετο έρημον εις λίμνας υδάτων και γην άνυδρον εις διεξόδους υδάτων. Και κατώκισεν εκεί πεινώντας, και συνεστήσαντο πόλεις κατοικεσίας. Και έσπειραν αγρούς και εφύτευσαν αμπελώνας και εποιησαν καρπόν γεννήματος. Και ευλόγησεν αυτούς, και επληθύνθησαν σφόδρα, και τα κτήνη αυτών ούκ εσμίκρυνε. Και ωλιγώθησαν και εκακώθησαν από θλίψεως κακών και οδύνης. Εξεχύθη εξουδένωσις επ’ άρχοντας αυτών, και επλάνησεν αυτούς εν αβάτω και ούχ οδώ. Και εβοήθησε πένητι εκ πτωχείας και έθετο ως πρόβατα πατριάς. ’Οψονται ευθείς και ευφρανθήσονται, και πάσα ανομία εμφράξει το στόμα αυτής. Τίς σοφός και φυλάξει ταύτα και συνήσει τα ελέη του Κυρίου;

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός ΡΖ΄  107

Ετοίμη η καρδία μου, ο Θεός, ετοίμη η καρδία μου· άσομαι και ψαλώ εν τη δόξη μου. Εξεγέρθητι, η δόξα μου, εξεγέρθητι, ψαλτήριον και κιθάρα· εξεγερθήσομαι όρθρου. Εξομολογήσομαι σοι εν λαοίς, Κύριε, ψαλώ σοι εν έθνεσι. ’Οτι μέγα επάνω των ουρανών το έλεος σου και έως των νεφελών η αλήθεια σου. Υψώθητι επί τους ουρανούς, ο Θεός, και επί πάσαν την γην η δόξα σου. ’Οπως αν ρυσθώσιν οι αγαπητοί σου, σώσον τη δεξιά σου, και επάκουσον μου. Ο Θεός ελάλησεν εν τω αγίω αυτού· υψωθήσομαι και διαμεριώ Σίκιμα, και την κοιλάδα των σκηνών διαμετρήσω. Εμός έστι Γαλαάδ, και εμός έστι Μανασσής, και Εφραίμ αντίληψις της κεφαλής μου· Ιούδας βασιλεύς μου. Μωάβ λέβης της ελπίδος μου· επί την Ιδουμαίαν επιβαλώ το υπόδημα μου· εμοί αλλόφυλοι υπετάγησαν. Τίς απάξει με εις πόλιν περιοχής; ή τίς οδηγήσει με έως της Ιδουμαίας; Ουχί σύ, ο Θεός, ο απωσάμενος ημάς; και ούκ εξελεύση, ο Θεός, εν ταις δυνάμεσιν ημών; Δός ημίν βοήθειαν εκ θλίψεως, και ματαία σωτηρία ανθρώπου. Εν τω Θεώ ποιήσομεν δύναμιν, και αυτός εξουδενώσει τους εχθρούς ημών.

Ψαλμός ΡΗ΄  108

Ο Θεός την αίνεσιν σου μη παρασιωπήσης· ότι στόμα αμαρτωλού και στόμα δολίου επ’ εμέ ηνοίχθη. Ελάλησαν κατ’ εμού γλώσση δολία και λόγοις μίσους εκύκλωσαν με και επολέμησαν με δωρεάν. Αντί του αγαπάν με, ενδιέβαλλον με, εγώ δε προσηυχόμην. Και έθεντο κατ’ εμού κακά αντί αγαθών και μίσος αντί της αγαπήσεως μου. Κατάστησον επ’ αυτόν αμαρτωλόν, και διάβολος στήτω εκ δεξιών αυτού. Εν τω κρίνεσθαι αυτόν εξέλθοι καταδεδικασμένος, και η προσευχή αυτού γενέσθω εις αμαρτίαν. Γενηθήτωσαν αι ημέραι αυτού ολίγαι, και την επισκοπήν αυτού λάβοι έτερος. Γενηθήτωσαν οι υιοί αυτού ορφανοί και η γυνή αυτού χήρα. Σαλευόμενοι μεταναστήτωσαν οι υιοί αυτού και επαιτησάτωσαν· εκβληθήτωσαν εκ των οικοπέδων αυτών. Εξερευνησάτω δανειστής πάντα, όσα υπάρχει αυτώ· και διαρπασάτωσαν αλλότριοι τούς πόνους αυτού· Μη υπαρξάτω αυτώ αντιλήπτωρ, μηδέ γενηθήτω οικτίρμων τοις ορφανοίς αυτού. Γενηθήτω τα τέκνα αυτού εις εξολόθρευσιν, εν γενεά μιά εξαλειφθείη το όνομα αυτού. Αναμνησθείη η ανομία των πατέρων αυτού έναντι Κυρίου, και η αμαρτία της μητρός αυτού μη εξαλειφθείη. Γενηθήτωσαν εναντίον Κυρίου διαπαντός, και εξολοθρευθείη εκ γης το μνημόσυνον αυτών. Ανθ’ων ούκ εμνήσθη ποιήσαι έλεος και κατεδίωξεν άνθρωπον πένητα και πτωχόν και κατανενυγμένον τη καρδία του θανατώσαι. Και ηγάπησε κατάραν, και ήξει αυτώ· και ούκ ηθέλησεν ευλογίαν, και μακρυνθήσεται απ’ αυτού. Και ενεδύσατο κατάραν ως ιμάτιον, και εισήλθεν ωσεί ύδωρ εις τα έγκατα αυτού και ωσεί έλαιον εν τοις οστέοις αυτού. Γενηθήτω αυτώ ως ιμάτιον, ό περιβάλλεται, και ωσεί ζώνη, ήν διαπαντός περιζώννυται. Τούτο το έργον των ενδιαβαλλόντων με παρά Κυρίου και των λαλούντων πονηρά κατά της ψυχής μου. Και σύ, Κύριε, Κύριε, ποίησον μετ’ εμού, ένεκεν του ονόματος σου, ότι χρηστόν το έλεος σου. Ρύσαι με, ότι πτωχός και πένης ειμί εγώ, και η καρδία μου τετάρακται εντός μου. Ωσεί σκιά εν τω εκκλίναι αυτήν αντανηρέθην, εξετινάχθην ωσεί ακρίδες. Τα γόνατα μου ησθένησαν από νηστείας, και η σαρξ μου ηλλοιώθη δι’έλαιον. Καγώ εγενήθην όνειδος αυτοίς· είδοσαν με, εσάλευσαν κεφαλάς αυτών. Βοήθησον μοι, Κύριε ο Θεός μου, και σώσον με κατά το έλεος σου. Και γνώτωσαν, ότι η χείρ σου αύτη, και σύ, Κύριε, εποίησας αυτήν. Καταράσονται αυτοί, και σύ ευλογήσεις· οι επανιστάμενοι μοι αισχυνθήτωσαν, ο δε δούλος σου ευφρανθήσεται. Ενδυσάσθωσαν οι ενδιαβάλλοντες με εντροπήν και περιβαλέσθωσαν ως διπλοίδα αισχύνην αυτών. Εξομολογήσομαι τω Κυρίω σφόδρα εν τω στόματι μου και εν μέσω πολλών αινέσω αυτόν. ’Οτι πάρεστη εκ δεξιών πένητος, του σώσαι εκ των καταδιωκόντων την ψυχήν μου.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.



ΚΑΘΙΣΜΑ ΔΕΚΑΤΟΝ ΕΚΤΟΝ

Ψαλμός ΡΘ΄  109

Είπεν ο Κύριος τω Κυρίω· Κάθου εκ δεξιών μου, έως αν θω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου. Ράβδον δυνάμεως εξαποστελεί σοι Κύριος εκ Σιών, και κατακυρίευε εν μέσω των εχθρών σου. Μετά σου η αρχή εν ημέρα της δυνάμεως σου, εν ταις λαμπρότησι των αγίων σου. Εκ γαστρός προ εωσφόρου εγέννησα σε. Ώμοσε Κύριος και ού μεταμεληθήσεται· συ ιερεύς εις τον αιώνα, κατά την τάξιν Μελχισεδέκ. Κύριος εκ δεξιών σου συνέθλασεν εν ημέρα οργής αυτού βασιλείς. Κρινεί εν τοις έθνεσι, πληρώσει πτώματα, συνθλάσει κεφαλάς επί γης πολλών. Εκ χειμάρρου εν οδώ πίεται· δια τούτο υψώσει κεφαλήν.

Ψαλμός ΡΙ΄  110

Εξομολογήσομαι σοι, Κύριε, εν όλη καρδία μου, εν βουλή ευθέων και συναγωγή. Μεγάλα τα έργα Κυρίου, εξεζητημένα εις πάντα τα θελήματα αυτού. Εξομολόγησις και μεγαλοπρέπεια το έργον αυτού, και η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα του αιώνος. Μνείαν εποιήσατο των θαυμασίων αυτού· ελεήμων και οικτίρμων ο Κύριος. Τροφήν έδωκε τοις φοβουμένοις αυτόν· μνησθήσεται εις τον αιώνα διαθήκης αυτού. Ισχύν έργων αυτού ανήγγειλε τω λαώ αυτού, του δούναι αυτοίς κληρονομίαν εθνών. ’Εργα χειρών αυτού αλήθεια και κρίσις· πισταί πάσαι αι εντολαί αυτού, εστηριγμέναι εις τον αιώνα του αιώνος, πεποιημέναι εν αληθεία και ευθύτητι. Λύτρωσιν απέστειλε τω λαώ αυτού· ενετείλατο εις τον αιώνα διαθήκην αυτού· άγιον και φοβερόντο όνομα αυτού. Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου, σύνεσις δε αγαθή πάσι τοις ποιούσιν αυτήν. Η αίνεσις αυτού μένει εις τον αιώνα του αιώνος.

Ψαλμός ΡΙΑ΄ 111

Μακάριος ανήρ, ο φοβούμενος τον Κύριον, εν ταις εντολαίς αυτού θελήσει σφόδρα. Δυνατόν εν τη γη έσται το σπέρμα αυτού· γενεά ευθέων ευλογηθήσεται. Δόξα και πλούτος, εν τω οίκω αυτού, και η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα του αιώνος. Εξανέτειλεν εν σκότει φώς τοις ευθέσιν· ελεήμων και οικτίρμων και δίκαιος. Χρηστός ανήρ ο οικτείρων και κιχρών· οικονομήσει τους λόγους αυτού εν κρίσει· ότι εις τον αιώνα ου σαλευθήσεται. Εις μνημόσυνον αιώνιον έσται δίκαιος. από ακοής πονηράς ού φοβηθήσεται· ετοίμη η καρδία αυτού ελπίζειν επί Κύριον· Εστήρικται η καρδία αυτού, ου μη φοβηθή, έως ου επίδη επί τους εχθρούς αυτού. Εσκόρπισεν, έδωκε τοις πένησιν, η δικαιοσύνη αυτού μένεις εις τον αιώνα του αιώνος· το κέρας αυτού υψωθήσεται εν δόξη. Αμαρτωλός όψεται και οργισθήσεται, τους οδόντας αυτού βρύξει και τακήσεται· επιθυμία αμαρτωλού απολείται.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούια.

Ψαλμός ΡΙΒ΄  112

Αινείτε, παίδες, Κύριον, αινείτε το όνομα Κυρίου. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον από του νυν και έως του αιώνος. Από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών αινετόν το όνομα Κυρίου. Υψηλός επί πάντα τα έθνη ο Κύριος· επί τους ουρανούς η δόξα αυτού. Τίς ως Κύριος ο Θεός ημών; Ο εν υψηλοίς κατοικών και τα ταπεινά εφορών, εν τω ουρανώ και εν τη γη. Ο εγείρων από γης πτωχόν και από κοπρίας ανυψών πένητα. Του καθίσαι αυτόν μετά αρχόντων, μετά αρχόντων λαού αυτού. Ο κατοικίζων στείραν εν οίκω, μητέρα επί τέκνοις ευφραινομένην.

Ψαλμός ΡΙΓ΄ 113

Εν εξόδω Ισραήλ εξ Αιγύπτου, οίκου Ιακώβ εκ λαού βαρβάρου. Εγενήθη Ιουδαία αγίασμα αυτού, Ισραήλ εξουσία αυτού. Η θάλασσα είδε και έφυγεν· ο Ιορδάνης εστράφη εις τα οπίσω. Τα όρη εσκίρτησαν ωσεί κριοί και οι βουνοί ως αρνία προβάτων. Τί σοι έστι, θάλασσα, ότι έφυγες; και συ, Ιορδάνη, ότι εστράφης εις τα οπίσω; Τα όρη, ότι εσκιρτήσατε ωσεί κριοί, και οι βουνοί ως αρνία προβάτων; Από προσώπου Κυρίου εσαλεύθη η γη, από προσώπου του Θεού Ιακώβ. Του στρέψαντος την πέτραν εις λίμνας υδάτων και την ακρότομον εις πηγάς υδάτων. Μή ημίν, Κύριε, μη ημίν, αλλ’ ή τω ονόματι σου δος δόξαν, επί τω ελέει σου και τη αληθεία σου. Μήποτε είπωσι τα έθνη· Πού έστιν ο Θεός αυτών; Ο δε Θεός ημών εν τω ουρανώ και εν τη γη· πάντα, όσα ηθέλησεν, εποίησε. Τα είδωλα των εθνών, αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων. Στόμα έχουσι και ού λαλήσουσιν·. οφθαλμούς έχουσι και ούκ όψονται. Ώτα έχουσι και ούκ ακούσονται· ρίνας έχουσι και ούκ οσφρανθήσονται. Χείρας έχουσι και ού ψηλαφήσουσι, πόδας έχουσι και ού περιπατήσουσιν· ού φωνήσουσιν εν τω λάρυγγι αυτών. ’Ομοιοι αυτοίς γένοιτο οι ποιούντες αυτά και πάντες οι πεποιθότες επ’αυτοίς. Οίκος Ισραήλ ήλπισεν επί Κύριον· βοηθός και υπερασπιστής αυτών έστι. Οίκος Ααρών ήλπισεν επί Κύριον· βοηθός και υπερασπιστής αυτών έστι. Οι φοβούμενοι τον Κύριον ήλπισαν επί Κύριον· βοηθός και υπερασπιστής αυτών έστι. Κύριος, μνησθείς ημών, ευλόγησεν ημάς, ευλόγησε τον οίκον Ισραήλ, ευλόγησε τον οίκον Ααρών. Ευλόγησε τους φοβουμένους τον Κύριον, τους μικρούς μετά των μεγάλων. Προσθείη Κύριος εφ’ υμάς, εφ’ υμάς και επί τους υιούς υμών. Ευλογημένοι υμείς τω Κυρίω, τω ποιήσαντι τον ουρανόν και την γην. Ο ουρανός του ουρανού τω Κυρίω, την δε γήν έδωκε τοις υοίς των ανθρώπων. Ούχ οι νεκροί αινέσουσι σε, Κύριε, ουδέ πάντες οι καταβαίνοντες εις άδου. Αλλ’ ημείς οι ζώντες ευλογήσομεν τον Κύριον από του νύν και έως του αιώνος.

Ψαλμός ΡΙΔ΄  114

Ηγάπησα, ότι εισακούσεται Κύριος της φωνής της δεήσεως μου. ’Οτι έκλινε το ούς αυτού εμοί, και εν ταις ημέραις μου επικαλέσομαι. Περιέσχον με ωδίνες θανάτου, κίνδυνοι άδου εύροσαν με· θλίψιν και οδύνη εύρον, και το όνομα Κυρίου επεκαλεσάμην. Ω Κύριε, ρύσαι την ψυχήν μου. Ελεήμων ο Κύριος και δίκαος, και ο Θεός ημών ελεεί. Φυλάσσων τα νήπια ο Κύριος· εταπεινώθην και έσωσε με. Επίστρεψον, ψυχή μου, εις την ανάπαυσιν σου, ότι Κύριος ευηργέτησέ σε. ’Οτι εξείλετο την ψυχήν μου εκ θανάτου, τους οφθαλμούς μου από δακρύων και τους πόδας μου από ολισθήματος. Ευαρεστήσω ενώπιον Κυρίου, εν χώρα ζώντων.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός ΡΙΕ΄  115

Επίστευσα, διό ελάλησα· εγώ δε εταπεινώθην σφόδρα. Εγώ δε είπα εν τη εκστάσει μου· Πας άνθρωπος ψεύστης. Τί ανταποδώσω τω Κυρίω περί πάντων, ων ανταπέδωκε μοι; Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι και το όνομα Κυρίου επικαλέσομαι. Τας ευχάς μου τω Κυρίω αποδώσω εναντίον παντός του λαού αυτού. Τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος των οσίων αυτού. Ω Κύριε, εγώ δούλος σος, εγώ δούλος σος και υιός της παιδίσκης σου· διέρρηξας τους δεσμούς μου. Σοί θύσω θυσίαν αινέσεως και εν ονόματι Κυρίου επικαλέσομαι. Τας ευχάς μου τω Κυρίω αποδώσω εναντίον παντός του λαού αυτού, εν αυλαίς οίκου Κυρίου, εν μέσω σου, Ιερουσαλήμ.

Ψαλμός ΡΙΣΤ΄  116

Αινείτε τον Κύριον, πάντα τα έθνη, επαινέσατε αυτόν, πάντες οι λαοί. ’Οτι εκραταιώθη το έλεος αυτού εφ’ ημάς, και η αλήθεια του Κυρίου μένει εις τον αιώνα.

Ψαλμός ΡΙΖ΄  117

Εξομολογείσθε τω Κυρίω, ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Ειπάτω δη οίκος Ισραήλ, ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Ειπάτω δη οίκος Ααρών, ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Ειπάτωσαν δη πάντες οι φοβούμενοι τον Κύριον, ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Εκ θλίψεως επεκαλεσάμην τον Κύριον, και επήκουσέ μου εις πλατυσμόν. Κύριος εμοί βοηθός, και ού φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι άνθρωπος. Κύριος εμοί βοηθός, καγώ επόψομαι τους εχθρούς μου. Αγαθόν πεποιθέναι επί Κύριον ή πεποιθέναι επ’ άνθρωπον. Αγαθόν ελπίζειν επί Κύριον ή ελπίζειν επ’ άρχουσι. Πάντα τα έθνη εκύκλωσαν με, και τω ονόματι Κυρίου ημυνάμην αυτούς. Κυκλώσαντες εκύκλωσαν με, και το ονόματι Κυρίου ημυνάμην αυτούς. Εκύκλωσαν με ωσεί μέλισσαι κηρίον και εξεκαύθησαν ως πυρ εν ακάνθαις, και τω ονόματι Κυρίου ημυνάμην αυτούς. Ωσθείς ανετράπην του πεσείν, και ο Κύριος αντελάβετο μου. Ισχύς μου και ύμνησις μου ο Κύριος και εγένετο μοι εις σωτηρίαν. Φωνή αγαλλιάσεως και σωτηρίας εν σκηναίς δικαίων. Δεξιά Κυρίου εποίησε δύναμιν, δεξιά Κυρίου ύψωσε με, δεξιά Κυρίου εποίησε δύναμιν. Ουκ αποθανούμαι, αλλά ζήσομαι και διηγήσομαι τα έργα Κυρίου. Παιδεύων επαίδευσε με ο Κύριος και τω θανάτω ού παρέδωκε με. Ανοίξατε μοι πύλας δικαιοσύνης· εισελθών εν αυταίς, εξομολογήσομαι τω Κυρίω. Αύτη η πύλη του Κυρίου, δίκαιοι εισελεύσονται εν αυτή. Εξομολογήσομαι σοι, ότι επήκουσας μου και εγένου μοι εις σωτηρίαν. Λίθον, ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας. Παρά Κυρίου εγένετο αύτη και έστι θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών. Αύτη η ημέρα, ήν εποίησεν ο Κύριος, αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή. Ω Κύριε, σώσον δη· ω Κύριε, ευόδωσον δη. Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου· ευλογήκαμεν υμάς εξ οίκου Κυρίου. Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν· συστήσασθε εορτήν εν τοις πυκάζουσιν εως των κεράτων του θυσιαστηρίου. Θεός μου ει σύ, και εξομολογήσομαι σοι· Θεός μου ει σύ, και υψώσω σε· εξομολογήσομαι σοι, ότι επήκουσας μου και εγένου μοι εις σωτηρίαν. Εξομολογείσθε τω Κυρίω, ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.


ΚΑΘΙΣΜΑ ΔΕΚΑΤΟΝ ΕΒΔΟΜΟΝ
Ψαλμος ΡΙΗ΄  118

 Μακάριοι οι άμωμοι εν οδώ, οι πορευόμενοι εν νόμω Κυρίου. Μακάριοι οι εξερευνώντες τα μαρτύρια αυτού, εν όλη καρδία εκζητήσουσιν αυτόν. Ού γαρ οι εργαζόμενοι την ανομίαν εν ταις οδοίς αυτού επορεύθησαν. Συ ενετείλω τας εντολάς σου, του φυλάξασθαι σφόδρα. ’Οφελον κατευθυνθείησαν αι οδοί μου, του φυλάξασθαι τα δικαιώματα σου. Τότε ού μη αισχυνθώ, εν τω με επιβλέπειν επί πάσας τας εντολάς σου. Εξομολογήσομαί σοι εν ευθύτητι καρδίας, εν τω μεμαθηκέναι με τα κρίματα της δικαιοσύνης σου. Τα δικαιώματα σου φυλάξω, μή με εγκαταλίπης έως σφόδρα. Εν τίνι κατορθώσει νεώτερος την οδόν αυτού; εν τω φυλάξασθαι τους λόγους σου. Εν όλη καρδία μου εξεζήτησα σε, μή απώση με από των εντολών σου. Εν τη καρδία μου έκρυψα τα λόγια σου, όπως αν μη αμάρτω σοι. Ευλογητός εί, Κύριε, δίδαξον με τα δικαιώματα σου. Εν τοις χείλεσί σου εξήγγειλα πάντα τα κρίματα του στόματος σου. Εν τη οδώ των μαρτυρίων σου ετέρφθην, ως επί παντί πλούτω.Εν ταις εντολαίς σου αδολεσχήσω και κατανοήσω τας οδούς σου. Εν τοις δικαιώμασι σου μελετήσω, ούκ επιλήσομαι των λόγων σου. Ανταπόδος τω δούλω σου· ζήσον με και φυλάξω τους λόγους σου. Αποκάλυψον τους οφθαλμούς μου, και κατανοήσω τα θαυμάσια εκ του νόμου σου. Πάροικος εγώ ειμί εν τη γη· μη αποκρύψης απ’ εμού τας εντολάς σου. Επεπόθησεν η ψυχή μου, του επιθυμήσαι τα κρίματα σου εν παντί καιρώ. Επετίμησας υπερηφάνοις· επικατάρατοι οι εκκλίνοντες από των εντολών σου. Περίελε απ’ εμού όνειδος και εξουδένωσιν, ότι τα μαρτύρια σου εξεζήτησα. Και γαρ εκάθησαν άρχοντες και κατ’ εμού κατελάλουν, ο δε δούλος σου ηδολέσχει εν τοις δικαιώμασί σου. Και γαρ τα μαρτύρια σου μελέτη μου έστι, και αι συμβουλίαι μου τα δικαιώματα σου. Εκολλήθη τω εδάφει η ψυχή μου· ζήσον με κατά τον λόγον σου. Τας οδούς μου εξήγγειλα, και επήκουσας μου· δίδαξον με τα δικαιώματα σου. Οδόν δικαιωμάτων σου συνέτισον με, και αδολεσχήσω εν τοις θαυμασίοις σου. Ενύσταξεν η ψυχή μου από ακηδίας, βεβαίωσον με εν τοις λόγοις σου. Οδόν αδικίας απόστησον απ’ εμού και τω νόμω σου ελέησον με. Οδόν αληθείας ηρετισάμην, και τα κρίματα σου ούκ επελαθόμην. Εκολλήθην τοις μαρτυρίοις σου, Κύριε· μη με καταισχύης. Οδόν εντολών σου έδραμον, όταν επλάτυνας την καρδίαν μου. Νομοθέτησον με, Κύριε, την οδόν των δικαιωμάτων σου, και εκζητήσω αυτήν δια παντός. Συνέτισον με, και εξερευνήσω τον νόμον σου και φυλάξω αυτόν εν όλη καρδία μου. Οδήγησον με εν τη τρίβω των εντολών σου, ότι αυτήν ηθέλησα. Κλίνον την καρδίαν μου εις τα μαρτύρια σου και μη εις πλεονεξίαν. Απόστρεψον τους οφθαλμούς μου, του μή ιδείν ματαιότητα· εν τη οδώ σου ζήσον με. Στήσον τω δούλω σου το λόγιον σου εις τον φόβον σου. Περίελε τον ονειδισμόν μου, όν υπώπτευσα· ότι τα κρίματα σου χρηστά. Ιδού επεθύμησα τας εντολάς σου· εν τη δικαιοσύνη σου ζήσον με. Και έλθοι επ’ εμέ το έλεος σου, Κύριε, το σωτήριον σου κατά τον λόγον σου. Και αποκριθήσομαι τοις ονειδίζουσι μοι λόγον, ότι ήλπισα επί τοις λόγοις σου. Και μη περιέλης εκ του στόματος μου λόγον αληθείας έως σφόδρα, ότι επί τοις κρίμασι σου επήλπισα. Και φυλάξω τον νόμον σου διαπαντός, εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος. Και επορευόμην εν πλατυσμώ, ότι τας εντολάς σου εξεζήτησα. Και ελάλουν εν τοις μαρτυρίοις σου εναντίον βασιλέων και ούκ ησχυνόμην. Και εμελέτων εν ταις εντολαίς σου, άς ηγάπησα σφόδρα. Και ήρα τας χείρας μου προς τας εντολάς σου άς ηγάπησα, και ηδολέσχουν εν τοις δικαιώμασι μου. Μνήσθητι των λόγων σου τω δούλω σου, ών επήλπισας με. Αύτη με παρεκάλεσεν εν τη ταπεινώσει μου, ότι το λόγιον σου έζησε με. Υπερήφανοι παρηνόμουν έως σφόδρα· από δε του νόμου  σου ούκ εξέκλινα. Εμνήσθην των κριμάτων σου απ’ αιώνος, Κύριε και παρεκλήθην. Αθυμία κατέσχε με από αμαρτωλών, των εγκαταλιμπανόντων τον νόμον σου. Ψαλτά ήσαν μοι τα δικαιώματα σου εν τόπω παροικίας μου. Εμνήσθην εν νυκτί του ονόματος σου, Κύριε, και εφύλαξα τον νόμον σου. Αύτη εγενήθη μοι, ότι τα δικαιώματα σου εξεζήτησα. Μερίς μου εί, Κύριε· είπα του φυλάξασθαι τον νόμον σου. Εδεήθην του προσώπου σου εν όλη καρδία μου· ελέησον με κατά το λόγιον σου. Διελογισάμην τας οδούς σου και επέστρεψα τους πόδας μου εις τα μαρτύρια σου. Ητοιμάσθην και ούκ εταράχθην, του φυλάξασθαι τας εντολάς σου. Σχοινία αμαρτωλών περιεπλάκησαν μοι, και του νόμου σου ούκ επελαθόμην. Μεσονύκτιον εξηγειρόμην του εξομολογείσθαι σοι επί τα κρίματα της δικαιοσύνης σου. Μέτοχος εγώ ειμί πάντων των φοβουμένων σε και των φυλασσόντων τας εντολάς σου. Του ελέους σου, Κύριε, πλήρης η γη· τα δικαιώματα οσυ δίδαξον με. Χρηστότητα εποίησας μετά του δούλου σου, Κύριε, κατά τον λόγον σου. Χρηστότητα και παιδείαν και γνώσιν δίδαξον με, ότι ταις εντολαίς σου επίστευσα. Προ του με ταπεινωθήναι, εγώ επλημμέλησα· δια τούτο το λόγιον σου εφύλαξα. Χρηστός ει συ, Κύριε, και εν τη χρηστότητι σου δίδαξον με τα δικαιώματα σου. Επληθύνθη επ’ εμέ αδικία υπερηφάνων, εγώ δε εν όλη καρδία μου εξερευνήσω τας εντολάς σου. Ετυρώθη ως γάλα η καρδία αυτώ· εγώ δε τον νόμον σου εμελέτησα. Αγαθόν οι ότι εταπείνωσας με, όπως αν μάθω τα δικαιώματα σου. Αγαθός μοι ο νόμος του στόματος σου υπέρ χιλιάδας χρυσίου και αργύριου.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.
ΣΤΑΣΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ

Αι χείρες σου εποίησαν με και έπλασαν με· συνέτισον με και μαθήσομαι τας εντολάς σου. Οι φοβούμενοι σε όψονται με και ευφρανθήσονται, ότι εις τους λόγους σου επήλπισα. ’Εγνων, Κύριε, ότι δικαιοσύνη τα κρίματα σου, και αληθεία εταπείνωσας με. Γενηθήτω δη το έλεος σου του παρακαλέσαι με, κατά το λόγιον σου τω δούλω σου. Ελθέτωσαν μοι οι οικτιρμοί σου, και ζήσομαι, ότι ο νόμος σου μελέτη μου έστι. Αισχυνθήτωσαν υπερήφανοι, ότι αδίκως ηνόμησαν εις εμέ, εγώ δε αδολεσχήσω εν ταις εντολαίς σου. Επιστρεψάτωσαν με οι φοβούμενοι σε  και οι γινώσκοντες τα μαρτύρια σου. Γενηθήτω η καρδία μου άμωμος εν τοις δικαιώμασι σου, όπως αν μη αισχυνθώ. Εκλείπει εις το σωτήριον σου η ψυχή μου, εις τους λόγους σου επήλπισα. Εξέλιπον οι οφθαλμοί μου εις το λόγιον σου, λέγοντες. Πότε παρακαλέσεις με; ότι εγενήθην ως ασκός εν πάχνη, τα δικαιώματα σου ούκ επελαθόμην. Πόσαι εισίν αι ημέραι του δούλου σου; πότε ποιήσεις μοι εκ των καταδιωκόντων με κρίσιν; Διηγήσαντο μοι παράνομοοι αδολεσχίας, αλλ’ ούχ ως ο νόμος σου, Κύριε. Πάσαι αι εντολαί σου αλήθεια. Αδίκως κατεδίωξαν με, βοήθησον μοι. Παρά βραχύ συνετέλεσαν με εν τη γη, εγώ δε ούκ εγκατέλιπον τας εντολάς σου. Κατά το έλεος σου ζήσον με, και φυλάξω τα μαρτύρια του στόματος σου. Εις τον αιώνα, Κύριε, ο λόγος σου διαμένει εν τω ουρανώ. Εις γενεάν και γενεάν η αλήθεια σου. Εθεμελίωσας την γην και διαμένει. Τη διατάξει σου διαμένει ημέρα. Οτι τα σύμπαντα δούλα σα. Ει μη ότι ο νόμος σου μελέτη μου έστι, τότε αν απωλόμην εν τη ταπεινώσει μου. Εις τον αιώνα ού μη επιλάθωμαι των δικαιωμάτων σου, ότι εν αυτοίς έζησας με.

ΜΕΣΗ

  Σος ειμί εγώ, σώσον με, ότι τα δικαιώματα σου εξεζήτησα. Εμέ υπέμειναν αμαρτωλοί του απολέσαι· Τα μαρτύρια σου συνήκα. Πάσης συντελείας είδον πέρας, πλατεία η εντολή σου σφόδρα. Ως ηγάπησα τον νόμον σου, Κύριε· όλην την ημέραν μελέτη μου έστι. Υπέρ τους εχθρούς μου εσόφισας με την εντολήν σου, ότι εις τον αιώνα εμή έστι. Υπέρ πάντας τους διδάσκοντας με συνήκα, ότι τα μαρτύρια σου μελέτη μου έστι. Υπέρ πρεσβυτέρους συνήκα, ότι τας εντολάς σου εξεζήτησα. Εκ πάσης οδού πονηράς εκώλυσα τους πόδας μου, όπως αν φυλάξω τους λόγους σου. Από των κριμάτων σου ούκ εξέκλινα, ότι συ ενομοθέτησας με. Ως γλυκέα τω λάρυγγι μου τα λόγια σου, υπέρ μέλι τω στόματι μου. Από των εντολών σου σου συνήκα· δια τούτο εμίσησα πάσαν οδόν αδικίας. Λύχνος τοις ποσί μου ο νόμος σου και φως ταις τρίβοις μου. Ώμοσα και έστησα του φυλάξασθαι τα κρίματα της δικαιοσύνης σου. Εταπεινώθην έως σφόδρα· Κύριε ζήσον με κατά τον λόγον σου. Τα εκούσια του στόματος μου ευδόκησον δη, Κύριε, και τα κρίματα σου δίδαξον με. Η ψυχή μου εν ταις χερσί σου διαπαντός, και του νόμου σου ούκ  επελαθόμην.  Εθεντο αμαρτωλοί  παγίδα μοι, και εκ των εντολών σου ούκ επλανήθην. Εκληρονόμησα τα μαρτύρια σου εις τον αιώνα, ότι αγαλλίαμα της καρδίας μου είσι. Εκλινα την καρδίαν μου του ποιήσαι τα δικαιώματα σου εις τον αιώνα δι’ αντάμειψιν. Παρανόμους εμίσησα, τον δε νόμον σου ηγάπησα. Βοηθός μου και αντιλήπτωρ μου ει συ· εις τους λόγους σου επήλπισα. Εκκλίνατε απ’ εμού, πονηρευόμενοι, και εξερευνήσω τας εντολάς του Θεού μου. Αντιλαβού μου κατά το λόγιον σου, και ζήσον με, και μη καταισχύνης με από της προσδοκίας μου. Βοήθησον μοι, και σωθήσομαι και μελετήσω εν τοις δικαιώμασι σου διαπαντός. Εξουδένωσας πάντας τους αποστατούντας από των δικκαιωμάτων σου, ότι άδικον το ενθύμημα αυτών. Παραβαίνοντας ελογισάμην πάντας τους αμαρτωλούς της γης· δια τούτο ηγάπησα τα μαρτύρια σου. Καθήλωσον εκ του φόβου σου τας σάρκας μου· από γαρ των κριμάτων σου εφοβήθην. Εποίησα κρίμα και δικαιοσύνην· μη παραδώς με τοις αδικούσι με. Εκδεξαι τον δούλον σου εις αγαθόν· μη συκοφαντησάτωσαν με υπερήφανοι. Οι οφθαλμοί μου εξέλιπον εις το σωτήριον σου και εις το λόγιον της δικαιοσύνης σου. Ποίησον μετά του δούλου σου κατά το έλεος σου και τα δικαιώματα σου δίδαξον με. Δούλος σου ειμί εγώ· συνέτισον με, και γνώσομαι τα μαρτύρια σου. Καιρός του ποιήσαι τω Κυρίω· διεσκέδασαν τον νόμον σου. Δια τούτο ηγάπησα τας εντολάς σου υπέρ χρυσίον και τοπάζιον. Δια τούτο προς πάσας τας εντολάς σου κατωρθούμην, πάσαν οδόν άδικον εμίσησα. Θαυμαστά τα μαρτύρια σου· δια τούτο εξηρεύνησεν αυτά η ψυχή μου. Η δήλωσις των λόγων σου φωτιεί και συνετιεί νηπίους. Το στόμα μου ήνοιξα και είλκυσα πνεύμα, ότι  τας εντολάς σου επεπόθουν.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

ΣΤΑΣΙΣ ΤΡΙΤΗ

Επίβλεψον επ’ εμέ και ελέησον με κατά το κρίμα των αγαπώντων το όνομα σου. Τα διαβήματα μου κατεύθυνον κατά το λόγιον σου, και μη κατακυριευσάτω μου πάσα ανομία. Λύτρωσαι με από συκοφαντίας ανθρώπων, και φυλάξω τας εντολάς σου. Το πρόσωπον σου επίφανον επί τον δούλον σου και δίδαξον με τα δικαιώματα σου. Διεξόδους υδάτων κατέδυσαν οι οφθαλμοί μου, επεί ούκ εφύλαξα τον νόμον σου. Δίκαιος εί, Κύριε, και ευθείαι αι κρίσεις σου. Ενετείλω δικαιοσύνην τα μαρτύρια σου και αλήθειαν σφόδρα. Εξέτηξε με ο ζήλος σου, ότι επελάθοντο των λόγων σου οι εχθροί μου. Πεπυρωμένον το λόγιον σου σφόδρα, και ο δούλος σου ηγάπησεν αυτό. Νεώτερος εγώ ειμί και εξουδενωμένος· τα δικαιώματα σου ούκ επελαθόμην. Η δικαιοσύνη σου δικαιοσύνη εις τον αιώνα, και ο νόμος σου αλήθεια. Θλίψεις και ανάγκαι εύροσαν με, αι εντολαί σου μελέτη μου. Δικαιοσύνη τα μαρτύρια σου εις τον αιώνα· συνέτισον με, και ζήσομαι. Εκέκραξα εν όλη καρδία μου· επάκουσον μου, Κύριε, τα δικαιώματα σου εκζητήσω. Εκέκραξα σοι· σώσον με, και φυλάξω τα μαρτύρια σου. Προέφθασα εν αωρία και εκέκραξα, εις τους λόγους σου επήλπισα. Προέφθασαν οι οφθαλμοί μου προς όρθρον, του μελετάν τα λόγια σου. Της φωνής μου άκουσον, Κύριε, κατά το έλεος σου, κατά το κρίμα σου ζήσον με. Προσήγγισαν οι καταδιώκοντες με ανομία, από δε του νόμου σου εμακρύνθησαν. Εγγύς εί Κύριε, και πάσαι αι οδοί σου αλήθεια. Κατ’ αρχάς έγνων εκ των μαρτυρίων σου, ότι εις τον αιώνα εθεμελίωσας αυτά. ’Ιδε την ταπείνωσιν μου και εξελού με, ότι του νόμου σου ούκ επελαθόμην. Κρίνον την κρίσιν μου και λύτρωσαι με· δια τον λόγον σου ζήσον με. Μακράν από αμαρτωλών σωτηρία, ότι τα δικαιώματα σου ούκ εξεζήτησαν. Οι οικτιρμοί σου πολλοί, Κύριε· κατά το κρίμα σου ζήσον με. Πολλοί οι εκδιώκοντες με και θλίβοντες με· εκ των μαρτυρίων σου ούκ εξέκλινα. Είδον ασυνετούντας και εξετηκόμην, ότι τα λόγια σου ούκ εφυλάξαντο. ’Ιδε, ότι τας εντολάς σου ηγάπησα· Κύριε, εν των ελέει σου ζήσον με. Αρχή των λόγων σου αλήθεια· και εις τον αιώνα πάντα τα κρίματα της δικαιοσύνης σου.’Αρχοντες κατεδίωξαν με δωρεάν, και από των λόγων σου εδειλίασεν η καρδία μου. Αγαλλιάσομαι εγώ επί τα λόγια σου ως ο ευρίσκων σκύλα πολλά. Αδικίαν εμίσησα και εβδελυξάμην, τον δε νόμον σου ηγάπησα. Επτάκις της ημέρας ήνεσα σε επί τα κρίματα της δικαιοσύνης σου.  Ειρήνη πολλή τοις αγαπώσι τον νόμον σου, και ούκ έστιν αυτοίς σκάνδαλον. Προσεδόκων το σωτήριον σου, Κύριε, και τας εντολάς σου ηγάπησα. Εφύλαξεν η ψυχή μου τα μαρτύρια σου, και ηγάπησεν αυτά σφόδρα. Εφύλαξα τας εντολάς σου και τα μαρτύρια σου, ότι πάσαι αι οδοί μου εναντίον σου, Κύριε. Εγγισάτω η δέησις μου ενώπιον σου, Κύριε· κατά το λόγιον σου ρύσαι με. Εξερεύξαιντο τα χείλη μου ύμνον, όταν διδάξης με τα δικαιώματα σου. Φθέγξαιτο η γλώσσα μου τα λόγια σου, ότι πάσαι αι εντολαί σου δικαιοσύνη. Γενέσθω η χείρ σου του σώσαι με, ότι τας εντολάς σου ηρετισάμην. Επεπόθησα το σωτήριον σου, Κύριε, και ο νόμους σου μελέτη μου έστι. Ζήσεται η ψυχή μου και αινέσει σε, και τα κρίματα σου βοηθήσει μοι. Επλανήθην ως πρόβατον απολωλος· ζήτησον τον δούλον σου, ότι τας εντολάς σου ούκ επελαθόμην.
Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.



ΚΑΘΙΣΜΑ ΔΕΚΑΤΟΝ ΟΓΔΟΟΝ


Ψαλμός ΡΙΘ΄  119

Προς Κύριον εν τω θλίβεσθαι με εκέκραξα, και εισήκουσε μου. Κύριε, ρύσαι την ψυχήν μου από χειλέων αδίκων και από γλώσσης δολίας. Τί δοθείη σοι και τί προστεθείη σοι προς γλώσσαν δολίαν; Τα βέλη του δυνατού ηκονημένα, συν τοις άνθραξι τοις ερημικοίς. Οίμοι! Οτι η παροικία μου εμακρύνθη, κατεσκήνωσα μετά των σκηνωμάτων Κηδάρ· πολλά  παρώκησεν η ψυχή μου. Μετά των μισούντων την ειρήνην ήμην ειρηνικός· όταν ελάλουν αυτοίς, επολέμουν με δωρεάν.

Ψαλμός ΡΚ΄  120

’Ηρα τους οφθαλμούς μου εις τα όρη. Πόθεν ήξει η βοήθεια μου; Η βοήθεια μου παρά Κυρίου του ποιήσαντος τον ουρανόν και την γην. Μη δώης εις σάλον τον πόδα σου, μηδέ νυστάξη ο φυλάσσων σε. Ιδού ου νυστάξει, ουδέ υπνώσει ο φυλάσσων τον Ισραήλ. Κύριος φυλάξει σε, Κύριος σκέπη σοι επί χείρα δεξιάν σου. Ημέρας ο ήλιος ου συγκαύσει σε, ουδέ η σελήνη την νύκτα. Κύριος φυλάξει σε από παντός κακού, φυλάξει την ψυχήν σου ο Κύριος. Κύριος φυλάξει την είσοδον σου και την έξοδον σου, από του νυν και έως του αιώνος.

Ψαλμός ΡΚΑ΄  121

Ευφράνθην επί τοις ειρηκόσι μοι· εις οίκον Κυρίου πορευσόμεθα. Εστώτες ήσαν οι πόδες ημών εν ταις αυλαίς σου, Ιερουσαλήμ. Ιερουσαλήμ οικοδομουμένη ως πόλις, ης η μετοχή αυτής επί το αυτό. Εκεί γαρ ανέβησαν αι φυλαί, φυλαί Κυρίου, μαρτύριον τω Ισραήλ, του εξομολογήσασθαι τω ονόματι Κυρίου. ’Οτι εκεί εκάθησαν θρόνοι εις κρίσιν, θρόνοι επί οίκον Δαυίδ. Ερωτήσατε δη τα εις ειρήνην την Ιερουσαλήμ, και ευθηνία τοις αγαπώσι σε. Γενέσθω δη ειρήνη εν τη δυνάμει σου και ευθηνία εν ταις πυργοβάρεσι σου. ’Ενεκα των αδελφών μου και των πλησίον μου, ελάλουν δη ειρήνην περί σου. ’Ενεκα του οίκου Κυρίου του Θεού ημών, εξεζήτησα αγαθά σοι.

Ψαλμός ΡΚΒ΄  122

Προς σε ήρα τους οφθαλμούς μου, τον κατοικούντα εν τω ουρανώ. Ιδού ως οφθαλμοί δούλων εις χείρας των κυρίων αυτών· ως οφθαμοί παιδίσκης εις χείρας της κυρίας αυτής, ούτως οι οφθαλμοί ημών προς Κύριον τον Θεόν ημών, έως ου οικτειρήσαι ημάς. Ελέησον ημάς, Κύριε, ελέησον ημας, ότι επί πολύ επλήσθημεν εξουδενώσεως, επί πλείον επλήσθη η ψυχή ημών. Το όνειδος τοις ευθηνούσι, και η εξουδένωσις τοις υπερηφάνοις.

Ψαλμός ΡΚΓ΄  123

Ει μη ότι Κύριος ην εν ημίν, ειπάτω δη Ισραήλ· ει μη ότι Κύριος ήν εν ημίν εν τω επαναστήναι ανθρώπους εφ’ ημάς, άρα ζώντας αν κατέπιον ημάς, εν τω οργισθήναι τον θυμόν  αυτών εφ’ ημάς· άρα το ύδωρ αν κατεπόντισεν ημάς, χείμαρρον διήλθεν η ψυχή ημών· άρα διήλθεν η ψυχή ημών το ύδωρ το ανυπόστατον. Ευλογητός Κύριος, ος ούκ έδωκεν ημάς εις θήραν τοις οδούσιν αυτών. Η ψυχή ημών ως στρουθίον ερρύσθη εκ της παγίδος των θηρευόντων· η παγίς συνετρίβη, και ημείς ερρύσθημεν. Η βοήθεια ημών εν ονόματι Κυρίου του ποιήσαντος τον ουρανόν και την γην

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός ΡΚΔ΄  124

Οι πεποιθότες επί Κύριον, ως όρος Σιών· ου σαλευθήσεται εις τον αιώνα ο κατοικών Ιερουσαλήμ. ’Ορη κύκλω αυτής, και ο Κύριος κύκλω του λαού αυτού από του νυν και έως του αιώνος. ’Οτι ουκ αφήσει Κύριος την ράβδον των αμαρτωλών επί τον κλήρον των δικαίων, όπως αν μη εκτείνωσιν οι δίκαιοι εν ανομίαις χείρας αυτών. Αγάθυνον, Κύριε, τοις αγαθοίς και τοις ευθέσι τη καρδία· τους δε εκκλίνοντας εις τας στραγγαλιάς απάξει Κύριος μετά των εργαζομένων την ανομίαν· ειρήνη επί τον Ισραήλ.

Ψαλμός ΡΚΕ΄  125

Εν τω επιστρέψαι Κύριον την αιχμαλωσίαν Σιών εγενήθημεν ωσεί παρακεκλημένοι. Τότε επλήσθη χαράς το στόμα ημών και η γλώσσα ημών αγαλλιάσεως. Τότε ερούσιν εν τοις έθνεσιν· Εμεγάλυνε Κύριος του ποιήσαι μετ’ αυτών. Εμεγάλυνε Κύριος του ποιήσαι μεθ’ημών, εγενήθημεν ευφραινόμενοι. Επίστρεψον, Κύριε, την αιχμαλωσίαν ημών ως χειμάρρους εν τω νότω. Οι σπείροντες εν δάκρυσιν, εν αγαλλιάσει θεριούσι. Πορευόμενοι επορεύοντο και έκλαιον, βάλλοντες τα σπέρματα αυτών. Ερχόμενοι δε ήξουσιν εν αγαλλιάσει, αίροντες τα δράγματα αυτών.

Ψαλμός ΡΚΣΤ΄  126

Εάν μη Κύριος οικοδομήση οίκον, εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες. Εάν μη Κύριος φυλάξη πόλιν, εις μάτην ηγρύπνησεν ο φυλάσσων. Εις μάτην υμίν έστι το ορθρίζειν, εγείρεσθε μετά το καθήσθαι, οι εσθίοντες άρτον οδύνης, όταν δω τοις αγαπητοίς αυτού ύπνον· ιδού η κληρονομία Κυρίου, υιοί, ο μισθός του καρπού της γαστρός. Ωσεί βέλη εν χειρί δυνατού, ούτως οι υιοί των εκτετιναγμένων. Μακάριος ός πληρώσει την επιθυμίαν αυτού εξ αυτών· ού καταισχυνθήσονται, όταν λαλώσι τοις εχθροίς αυτών εν πύλαις.

Ψαλμός ΡΚΖ΄  127

Μακάριοι πάντες οι φοβούμενοι τον Κύριον, οι πορευόμενοι εν ταις οδοίς αυτού. Τους πόνους των καρπών σου φάγεσαι· μακάριος εί, και καλώς σοι έσται. Η γυνή σου ως άμπελος ευθηνούσα εν τοις κλίτεσι της οικίας σου. Οι υιοί σου ως νεόφυτα ελαιών κύκλω της τραπέζης σου. Ιδού ούτως ευλογηθήσεται άνθρωπος, ο φοβούμενος τον Κύριον. Ευλογήσαι σε Κύριος εκ Σιών, και ίδοις τα αγαθά Ιερουσαλήμ πάσας τας ημέρας της ζωής σου. Και ίδοις υιούς των υιών σου. Ειρήνη επί τον Ισραήλ.

Ψαλμός ΡΚΗ΄  128

Πλεονάκις επολέμησαν με εκ νεότητος μου, ειπάτω δη Ισραήλ. Πλεονάκις επολέμησαν με εκ νεότητος μου, και γαρ ούκ ηδυνήθησαν μοι. Επι τον νώτον μου ετέκταινον οι αμαρτωλοί, εμάκρυναν την ανομίαν αυτών. Κύριος δίκαιος συνέκοψεν αυχένας αμαρτωλών. Αισχυνθήτωσαν και αποστραφήτωσαν εις τα οπίσω πάντες οι μισούντες Σιών. Γενηθήτωσαν ωσεί χόρτος δωμάτων, ός προ του εκσπασθήναι εξηράνθη· ού ούκ επλήρωσε την χείρα αυτού ο θερίζων και τον κόλπον αυτού ο τα δράγματα συλλέγων, και ούκ είπον οι παράγοντες· Ευλογία Κυρίου εφ’ υμάς, ευλογήκαμεν υμάς εν ονόματι Κυρίου.

Ψαλμός ΡΚΘ΄ 129

Εκ βαθέων εκέκραξα σοι, Κύριε· Κύριε, εισάκουσον της φωνής μου· γενηθήτω τα ώτα σου προσέχοντα εις την φωνήν της δεήσεως μου. Εάν ανομίας παρατηρήσης, Κύριε Κύριε, τίς υποστήσεται; ’Οτι παρά σοι ο ιλασμός έστιν. ’Ενεκεν του ονόματος σου υπέμεινα σε, Κύριε· υπέμεινεν η ψυχή μου εις τον λόγον σου, ήλπισεν η ψυχή μου επί τον Κύριον. Από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός· από φυλακής πρωίας ελπισάτω Ισραήλ επί τον Κύριον. ’Οτι παρά τω Κυρίω το έλεος και πολλή παρ’ αυτώ λύτρωσις· και αυτός λυτρώσεται τον Ισραήλ εκ πασών των ανομιών αυτού.

Ψαλμός ΡΛ΄ 130

Κύριε, ούχ υψώθη η καρδία μου, ουδέ εμετεωρίσθησαν οι οφθαλμοί μου, ουδέ επορεύθην εν μεγάλοις, ουδέ εν θαυμασίοις υπέρ εμέ. Ει μη εταπεινοφρόνουν, αλλά ύψωσα την ψυχήν μου, ως το απογεγαλακτισμένον επί την μητέρα αυτού, ως ανταποδώσεις επι την ψυχήν μου. Ελπισάτω Ισραήλ επί τον Κύριον, από του νύν και έως του αιώνος.

Ψαλμός ΡΛΑ΄ 131

Μνήσθητι, Κύριε, του Δαυίδ και πάσης της πραότητος αυτού, ως ώμοσε τω Κυρίω, ηύξατο τω Θεώ Ιακώβ· ει εισελεύσομαι εις σκήνωμα οίκου μου, εί αναβήσομαι επί κλίνης στρωμνής μου, ει δώσω ύπνον τοις οφθαλμοίς μου και τοις βλεφάροις μου νυσταγμόν και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις μου, έως ου εύρω τόπον τω Κυρίω, σκήνωμα τω Θεώ Ιακώβ. Ιδού ηκούσαμεν αυτήν εν Ευφραθά, εύρομεν αυτήν εν τοις πεδίοις του δρυμού. Εισελευσόμεθα εις τα σκηνώματα αυτού, προσκυνήσομεν εις τον τόπον, ού έστησαν οι πόδες αυτού. Ανάστηθι, Κύριε, εις την ανάπαυσιν σου, σύ και η κιβωτός του αγιάσματος σου. Οι ιερείς σου ενδύσονται δικαιοσύνην, και οι όδιοι σου αγαλλιάσονται. ’Ενεκεν Δαυίδ του δούλου σου, μη αποστρέψης το πρόσωπον του χριστού σου. Ώμοσε Κύριος τω Δαυίδ αλήθειαν και ου μη αθετήσει αυτήν· Εκ καρπού της κοιλίας σου θήσομαι επί του θρόνου σου. Εάν φυλάξωνται οι υιοί σου την διαθήκην και τα μαρτύρια μου ταύτα, ά διδάξω αυτούς. Και οι υιοί αυτών έως του αιώνος καθιούνται επί του θρόνου σου. ’Οτι εξελέξατο Κύριος την Σιών, ηρετίσατο αυτήν εις κατοικίαν εαυτώ· αύτη η κατάπαυσις μου εις αιώνα αιώνος, ώδε κατοικήσω, ότι ηρετισάμην αυτήν. Την θύραν αυτής ευλογών ευλογήσω, τους πτωχούς αυτής χορτάσω άρτων, τους ιερείς αυτής ενδύσω σωτηρίαν, και οι όσιοι αυτής αγαλλιάσει αγαλλιάσονται. Εκεί εξανατελώ κέρας τω Δαυίδ· ητοίμασα λύχνον τω χριστώ μου. Τους εχθρούς αυτού ενδύσω αισχύνην, επί δε αυτόν εξανθήσει το αγίασμα μου.

Ψαλμός ΡΛΒ΄ 132

Ιδού δη τι καλόν η τί τερπνόν, αλλ’ ή το κατοικείν αδελφούς επί το αυτό; Ως μύρον επί κεφαλής, το καταβαίνον επί πώγωνα,τον πώγωνα του Ααρών, το καταβαίνον επί την ώαν του ενδύματος αυτού· ως δρόσος Αερμών, η καταβαίνουσα επί τα όρη Σιών· ότι εκεί ενετείλατο Κύριος την ευλογίαν, ζωήν έως του αιώνος.

Ψαλμος ΡΛΓ΄ 133

Ιδού δη ευλογείτε τον Κύριον, πάντες οι δούλοι Κυρίου, οι εστώτες εν οίκω Κυρίου, εν αυλαίς οίκου Θεού ημών. Εν ταις νυξίν επάρατε τας χείρας υμών εις τα άγια, και ευλογείτε τον Κύριον. Ευλογήσαι σε Κύριος εκ Σιών, ο ποιήσας τον ουρανόν και την γην.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.


ΚΑΘΙΣΜΑ ΔΕΚΑΤΟΝ ΕΝΑΤΟΝ

Ψαλμός ΡΛΔ΄  134

Αινείτε το όνομα Κυρίου· αινείτε, δούλοι, Κύριον. Οι εστώτες εν οίκω Κυρίου, εν αυλαίς οίκου Θεού ημών. Αινείτε τον Κύριον, ότι αγαθός Κύριος· ψάλατε τω όνοματι αυτού, ότι καλόν· ότι τον Ιακώβ εξελέξατο εαυτώ ο Κύριος, Ισραήλ εις περιουσιασμόν εαυτώ. ’Οτι εγώ έγνωκα, ότι μέγας ο Κύριος, και ο Κύριος ημών παρά πάντας τους θεούς. Πάντα, όσα ήθελησεν ο Κύριος εποίησεν εν τω ουρανώ και εν τη γη, εν ταις θαλάσσαις και εν πάσαις ταις αβύσσοις· ανάγων νεφέλας εξ εσχάτου της γης, αστραπάς εις υετόν εποίησεν· ο εξάγων ανέμους εκ θησαυρών αυτού, ός επάταξε τα πρωτότοκα Αιγύπτου, από ανθρώπου έως κτήνους. Εξαπέστειλε σημεία και τέρατα εν μέσω σου, Αίγυπτε, εν Φαραώ και εν πάσι τοις δούλοις αυτού. ’Ος  επάταξεν έθνη πολλά και απέκτεινε βασιλείς κραταιούς. Τον Σηών βασιλέα των Αμορραίων και τον Ωγ βασιλέα γης Βασάν και πάσας τας βασιλείας Χαναάν, και έδωκε την γην αυτών κληρονομίαν, κληρονομίαν Ισραήλ λαώ αυτού. Κύριε, το όνομα σου εις τον αιώνα και το μνημόσυνον σου εις γενεάν και γενεάν. ’Οτι κρινεί Κύριος τον λαόν αυτού και επί τοις δούλοις αυτού παρακληθήσεται. Τα είδωλα των εθνών αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων· στόμα έχουσι και ού λαλήσουσιν· οφθλαμούς έχουσι και ούκ όψονται, ώτα έχουσι και ούκ ενωτισθήσονται· ουδέ γαρ έστι πνεύμα εν τω στόματι αυτών. ’Ομοιοι αυτοίς γένοιντο οι ποιούντες αυτά και πάντες οι πεποιθότες απ’ αυτοίς. Οίκος Ισραήλ, ευλογήσατε τον Κύριον· οίκος Ααρών, ευλογήσατε τον Κύριον· οίκος Λευί, ευλογήσατε τον Κύριον· οι φοβούμενοι τον Κύριον, ευλογήσατε τον Κύριον. Ευλογητός Κύριος εκ Σιών, ο κατοικών Ιερουσαλήμ.

Ψαλμός ΡΛΕ΄  135

Εξομολογείσθε τω Κυρίω, ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Εξομολογείσθε τω Θεώ των θεών, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Εξομολογείσθε τω Κυρίω των κυρίων, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τω ποιήσαντι θαυμάσια μεγάλα μόνω, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τω ποιήσαντι τους ουρανούς εν συνέσει, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τω στερεώσαντι την γην επί των υδάτων, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τω ποιήσαντι φώτα μεγάλα μόνω, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τον ήλιον εις εξουσίαν της ημέρας, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Την σελήνην και τους αστέρας εις εξουσίαν της νυκτός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τω πατάξαντι Αίγυπτον συν τοις πρωτοτόκοις αυτών, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Και εξαγαγόντι τον Ισραήλ εκ μέσου αυτών, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Εν χειρί κραταιά και εν βραχίονι υψηλώ, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τω καταδιελόντι την Ερυθράν θάλασσαν εις διαιρέσεις, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Και εκτινάξαντι Φαραώ και την δύναμιν αυτού εις θάλασσαν Ερυθράν, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τω διαγαγόντι τον λαόν αυτού εν τη ερήμω, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τω πατάξαντι βασιλείς μεγάλους, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Και αποκτείναντι βασιλείς κραταιούς, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τον Σηών βασιλέα των Αμορραίων, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Και τον Ωγ βασιλέα γης Βασάν, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Και δόντι την γην αυτών κληρονομίαν, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Κληρονομίαν Ισραήλ δούλω αυτού, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. ’Οτι εν τη ταπεινώσει ημών εμνήσθη ημών ο Κύριος, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Και ελυτρώσατο ημάς εκ των εχθρών ημών, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Ο διδούς τροφήν πάση σαρκί, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Εξομολογείσεθε τω Θεώ του ουρανού, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού.

Ψαλμός ΡΛΣΤ΄  136

Επί των ποταμών Βαβυλώνος, εκεί εκαθίσαμεν και εκλαύσαμεν εν τω μνησθήναι ημάς της Σιών.  Επί ταις ιτέαις εν μέσω αυτής εκρεμάσαμεν τα όργανα ημών· ότι εκεί επηρώτησαν ημάς οι αιχμαλωτεύσαντες ημάς λόγους ωδών και οι απαγαγόντες ημάς, ύμνον· ’Ασατε ημίν εκ των ωδών Σιών. Πώς άσωμεν την ωδήν Κυρίου επί γης αλλοτρίας; Εάν επιλάθωμαι σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου· κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν μη σου μνησθώ, εάν μη προανατάξωμαι την Ιερουσαλήμ, ως εν αρχή της ευφροσύνης μου. Μνήσθητι, Κύριε, των υιών Εδώμ, την ημέραν Ιερουσαλήμ, των λεγόντων· Εκκενούτε, εκκενούτε, έως των θεμελίων αυτής. Θυγάτηρ Βαβυλώνος η ταλαίπωρος, μακάριος, ός ανταποδώσει σοι το ανταπόδομα σου, ό ανταπέδωκας ημίν. Μακάριος, ός κρατήσει και εδαφιεί τα νήπια σου προς την πέτραν.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός ΡΛΖ΄  137

Εξομολογήσομαι σοι, Κύριε, εν όλη καρδία μου, και εναντίον αγγέλων ψαλώ σοι, ότι ήκουσας πάντα τα ρήματα του στόματος μου. Προσκυνήσω προς ναόν άγιον σου και εξομολογήσομαι τω ονόματι σου, επί τω ελέει σου, και τη αληθεία σου· ότι εμεγάλυνας επί παν το όνομα το άγιον σου. Εν ή αν ημέρα επικαλέσωμαι σε, ταχύ επάκουσον μου· πολυωρήσεις με εν ψυχή μου δυνάμει σου. Εξομολογησάσθωσαν σοι, Κύριε, πάντες οι βασιλείς της γης, ότι ήκουσαν πάντα τα ρήματα του στόματος σου. Και ασάτωσαν εν ταις ωδαίς Κυρίου, ότι μεγάλη η δόξα Κυρίου, ότι υψηλός Κύριος και τα ταπεινά εφορά και τα υψηλά από μακρόθεν γινώσκει. Εάν πορευθώ εν μέσω θλίψεων, ζήσεις με· επ’ οργήν εχθρών μου εξέτεινας χείρας σου, και έσωσε με η δεξιά σου. Κύριος ανταποδώσει υπέρ εμού. Κύριε, το έλεος σου εις τον αιώνα, τα έργα των χειρών σου μη παρίδης.

Ψαλμός ΡΛΗ΄  138

Κύριε, εδοκίμασας με, και έγνως με· συ έγνως την καθέδραν μου και την έγερσίν μου· συ συνήκας τους διαλογισμους μου από μακρόθεν· την τρίβον μου και την σχοίνον μου συ εξιχνίασας και πάσας τας οδούς μου προείδες, ότι ούκ έστι δόλος εν γλώσση μου. Ιδού, Κύριε, συ έγνως πάντα, τα έσχατα και τα αρχαία· συ έπλασάς με και έθηκας επ’ εμέ την χείρα σου. Εθαυμαστώθη η γνώσις μου εξ εμού· εκραταιώθη, ου μη δύνωμαι προς αυτήν. Πού πορευθώ από του πνεύματος σου; και από του προσώπου σου πού φύγω; Εάν αναβώ εις τον ουρανόν, συ εκεί εί· εάν καταβώ εις τον άδην, πάρει· εάν αναλάβοιμι τας πτέρυγας μου κατ’ όρθρον, και κατασκηνώσω εις τα έσχατα της θαλάσσης, και γαρ εκεί η χείρ σου οδηγήσει με, και καθέξει με η δεξιά σου. Και είπα· ’Αρα σκότος καταπατήσει με· και νύξ φωτισμός εν τη τρυφή μου· ότι σκότος ού σκοτισθήσεται από σου, και νύξ ως ημέρα φωτισθήσεται· ως το σκότος αυτής, ούτω και το φώς αυτής. ’Οτι συ εκτήσω τους νεφρούς μου, Κύριε, αντελάβου μου εκ γαστρός μητρός μου. Εξομολογήσομαι σοι, ότι φοβερώς εθαυμαστώθης· θαυμάσια τα έργα σου, και η ψυχή μου γινώσκει σφόδρα. Ούκ εκρύβη το οστούν μου από σου, ό εποίησας εν κρυφή, και η υπόστασις μου εν τοις κατωτάτοις της γης· το ακατέργαστόν μου είδον οι οφθαλμοί σου, και επί το βιβλίον σου πάντες γραφήσονται· ημέρας πλασθήσονται και ουδείς εν αυτοίς. Εμοί δε λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου, ο Θεός· λίαν εκραταιώθησαν αι αρχαί αυτών· εξαριθμήσομαι αυτούς, και υπέρ άμμον πληθυνθήσονται· εξηγέρθην, και έτι ειμί μετά σου. Εάν αποκτείνης αμαρτωλούς, ο Θεός, άνδρες αιμάτων , εκλίνατε απ’ εμού, ότι ερισταί έστε εις διαλογισμούς· λήψονται εις ματαιότητα τας πόλεις σου. Ουχί τους μισούντας σε, Κύριε, εμίσησα; και επί τους εχθρούς σου εξετηκόμην; Τέλειον μίσος εμίσουν αυτούς· εις εχθρούς εγένοντο μοι. Δοκίμασον με, ο Θεός, και γνώθι την καρδίαν μου· έτασον με και γνώθι τας τρίβους μου. Και ίδε ει οδός ανομίας εν εμοί, και οδήγησον με εν οδώ αιωνία.




Ψαλμός ΡΛΘ΄  139

Εξελού με, Κύριε, εξ ανθρώπου πονηρού, από ανδρός αδίκου ρύσαι με, οίτινες ελογίσαντο αδικίαν εν καρδία, όλην την ημέραν παρετάσσοντο πολέμους. Ηκόνησαν γλώσσαν αυτών ωσεί όφεως· ιός ασπίδων υπό τα χείλη αυτών. Φύλαξον με, Κύριε, εκ χειρός αμαρτωλού, από ανθρώπων αδίκων εξελού με, οίτινες διελογίσαντο του υποσκελίσαι τα διαβήματα μου· έκρυψαν υπερήφανοι παγίδα μοι, και σχοινίοις διέτειναν παγίδα τοις ποσί μου· εχόμενα τρίβου σκάνδαλα έθεντο μοι. Είπα τω Κυρίω· Θεός μου ει σύ· ενώτισαι, Κύριε, την φωνήν της δεήσεώς μου. Κύριε, Κύριε, δύναμις της σωτηρίας μου, επεσκίασας επί την κεφαλήν μου εν ημέρα πολέμου. Μη παραδώς με, Κύριε, από της επιθυμίας μου αμαρτωλώ· διελογίσαντο κατ’ εμού, μη εγκαταλίπης με, μήποτε υψωθώσι. Η κεφαλή του κυκλώματος αυτών, κόπος των χειλέων αυτών καλύψει αυτούς.  Πεσούνται επ’ αυτούς άνθρακες, εν πυρί καταβαλείς αυτούς, εν ταλαιπωρίαις ου μη υποστώσι. Ανήρ γλωσσώδης ού κατευθυνθήσεται επί της γης· άνδρα άδικον κακά θηρεύσει εις διαφθοράν. ’Εγνων, ότι ποιήσει Κύριος την κρίσιν των πτωχών και την δίκην των πενήτων. Πλην δίκαιοι εξομολογήσονται τω ονόματι σου, και κατοικήσουσιν ευθείς συν τω προσώπω σου.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός ΡΜ΄  140

Κύριε, εκέκραξα προς σε, εισάκουσον μου· πρόσχες τη φωνή της δεήσεως μου, εν τω κεκραγέναι με προς σε. Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου, έπαρσις των χειρών μου θυσία εσπερινή. Θού, Κύριε, φυλακήν τω στόματι μου και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου. Μη εκκλίνης την καρδίαν μου εις λόγους πονηρίας, του προφασίζεσθαι προφάσεις εν αμαρτίαις. Συν ανθρώποις εργαζομένοις την ανομίαν, και ου μη συνδυάσω μετά των εκλεκτών αυτών. Παιδεύσει με δίκαιος εν ελέει και ελέγξει με· έλαιον δε αμαρτωλού μη λιπανάτω την κεφαλήν μου. ’Οτι έτι και η προσευχή μου εν ταις ευδοκίαις αυτών· κατεπόθησαν εχόμενα πέτρας οι κριταί αυτών. Ακούσονται τα ρήματα μου ότι ηδύνθησαν· ωσεί πάχος γης ερράγη επί της γης, διεσκορπίσθη τα οστά αυτών παρά τον άδην. ’Οτι προς σε, Κύριε, Κύριε, οι οφθαλμοί μου· επί σοι ήλπισα, μη αντανέλης την ψυχήν μου. Φύλαξον με από παγίδος, ής συνεστήσαντο μοι, και από σκανδάλων των εργαζομένων την ανομίαν. Πεσούνται εν αμφιβλήστρω αυτών οι αμαρτωλοί κατά μόνας ειμί εγώ, έως αν παρέλθω.



Ψαλμός ΡΜΑ΄  141

Φωνή μου προς Κύριον εκέκραξα, φωνή μου προς Κύριον εδεήθην. Εκχεώ ενώπιον αυτού την δέησιν μου· την θλίψιν μου ενώπιον αυτού απαγγελώ. Εν τω εκλείπειν εξ εμού το πνεύμα μου, και συ έγνως τας τρίβους μου. Εν οδώ ταύτη, ή επορευόμην, έκρυψαν παγίδα μοι. Κατενόουν εις τα δεξιά και επέβλεπον,και ούκ ήν ο επιγινώσκων με. Απώλετο φυγή απ’ εμού,και ούκ έστιν ο εκζητών την ψυχήν μου. Εκέκραξα προς σε, Κύριε· είπα· Σύ εί η ελπίς μου, μερίς μου εί εν γη ζώντων. Πρόσχες προς την δέησιν μου, ότι εταπεινώθην σφόδρα. Ρύσαι με εκ των καταδιωκόντων με,ότι εκραταιώθησαν υπέρ εμέ. Εξάγαγε εκ φυλακής την ψυχήν μου, του εξομολογήσασθαι τω ονοματι σου. Εμέ υπομενουσι δίκαιοι, έως ου ανταποδώς μοι.

Ψαλμός ΡΜΒ΄  142

Κύριε, εισάκουσον της προσευχής μου, ενώτισαι την δέησιν μου εν τη αληθεία σου, εισάκουσον μου εν τη δικαιοσύνη σου· και μη εισέλθης εις κρίσιν μετά του δούλου σου, ότι ού δικαιωθήσεται ενώπιον σου πας ζων. ’Οτι κατεδίωξεν ο εχθρός την ψυχήν μου· εταπείνωσεν εις γην την ζωήν μου, εκάθισε με εν σκοτεινοίς ως νεκρούς αιώνος· και ηκηδίασεν επ’ εμέ το πνεύμα μου, εν εμοί εταράχθη η καρδία μου. Εμνήσθην ημερών αρχαίων, εμελέτησα εν πάσι τοις έργοις σου, εν ποιήμασι των χειρών σου εμελέτων. Διεπέτασα προς σε τας χείρας μου· η ψυχή μου ως γη άνυδρος σοι. Ταχύ εισάκουσον μου, Κύριε· εξέλιπε το πνεύμα μου. Μή αποστρέψης το πρόσωπον σου απ’ εμού, και ομοιωθήσομαι τοις καταβαίνουσιν εις λάκκον. Ακουστόν ποίησον μοι το πρωί το έλεος σου, ότι επί σοι ήλπισα· Γνώρισον μοι, Κύριε, οδόν, εν η πορεύσομαι, ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου. Εξελού με εκ των εχθρών μου, Κύριε· προς σε κατέφυγον· δίδαξον με του ποιείν το θέλημα σου, ότι συ εί ο Θεός μου. Το πνεύμα σου το αγαθόν οδηγήσει με εν γη ευθεία· ένεκεν του ονόματος σου, Κύριε, ζήσεις με. Εν τη δικαιοσύνη σου εξάξεις εκ θλίψεως την ψυχήν μου· και εν τω ελέει σου εξολοθρεύσεις τους εχθρούς μου. Και απολείς πάντας τους θλίβοντας την ψυχήν μου, ότι εγώ δούλος σου είμι.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.



ΚΑΘΙΣΜΑ ΕΙΚΟΣΤΟΝ

Ψαλμός ΡΜΓ΄  143

Ευλογητός Κύριος ο Θεός μου, ο διδάσκων τας χείρας μου εις παράταξιν, τους δακτύλους μου εις πόλεμον. ’Ελεος μου και καταφυγή μου, αντιλήπτωρ μου και ρύστης μου. Υπερασπιστής μου, και επ’ αυτώ ήλπισα· ο υποτάσσων τον λαόν μου υπ’ εμέ. Κύριε, τί έστιν άνθρωπος, ότι εγνώσθης αυτώ; ή υιός ανθρώπου, ότι λογίζη αυτώ; ’Ανθρωπος ματαιότητι ωμοιώθη· αι ημέραι αυτού ωσεί σκιά παράγουσι. Κύριε, κλίνον ουρανούς και κατάβηθι· άψαι των ορέων, και καπνισθήσονται. ’Αστραψον αστραπήν και σκορπιείς αυτούς· εξαπόστειλον τα βέλη σου και συνταράξεις αυτούς. Εξαπόστειλον την χείρα σου εξ ύψους· εξελού με και ρύσαι με εξ υδάτων πολλών, εκ χειρός υιών αλλοτρίων, ων το στόμα ελάλησε ματαιότητα, και η δεξιά αυτών δεξιά αδικίας. Ο Θεός, ωδήν καινήν άσομαι σοι, εν ψαλτηρίω δεκαχόρδω ψαλώ σοι. Τω διδόντι την σωτηρίαν τοις βασιλεύσι, τω λυτρουμένω Δαυίδ τον δούλον αυτού εκ ρομφαίας πονηράς. Ρύσαι με και εξελού με εκ χειρός υιών αλλοτρίων, ων το στόμα ελάλησε ματαιότητα, και η δεξιά αυτών δεξιά αδικίας. Ων οι υιοί ως νεόφυτα ιδρυμένα εν τη νεότητι αυτών· αι θυγατέρες αυτών κεκαλλωπισμέναι, περικεκοσμημέναι ως το ομοίωμα ναού. Τα ταμεία αυτών πλήρη, εξερευγόμενα εκ τούτου εις τούτο. Τα πρόβατα αυτών πολύτοκα, πληθύνοντα εν ταις εξόδοις αυτών· οι βόες αυτών παχείς. Ούκ έστι κατάπτωμα φραγμού, ουδέ διέξοδος, ουδέ κραυγή εν ταις πλατείαις αυτών. Εμακάρισαν τον λαόν, ω ταύτα έστι· μακάριος ο λαός, ου Κύριος ο Θεός αυτού.

Ψαλμός ΡΜΔ΄  144

Υψώσω σε, ο Θεός μου, ο Βασιλεύς μου, και ευλογήσω το όνομα σου εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος. Καθ’ εκάστην ημέραν ευλογήσω σε και αινέσω το όνομα σου εις τον αιώνα, και εις τον αιώνα του αιώνος. Μέγας Κύριος και αινετός σφόδρα, και της μεγαλωσύνης αυτού ούκ έστι πέρας. Γενεά και γενεά επαινέσει τα έργα σου και την δύναμιν σου απαγγελούσι. Την μεγαλοπρέπειαν της δόξης της αγιωσύνης σου λαλήσουσι και τα θαυμάσια σου διηγήσονται. Και την δύναμιν των φοβερών σου ερούσι και την μεγαλωσύνην σου διηγήσονται. Μνήμην του πλήθους της χρηστότητος σου εξερεύξονται και τη δικαιοσύνη σου αγαλλιάσονται. Οικτίρμων και ελεήμων ο Κύριος, μακρόθυμος και πολυέλεος. Χρηστός Κύριος τοις σύμπασι, και οι οικτιρμοί αυτού επί πάντα τα έργα αυτού. Εξομολογησάσθωσαν σοι, Κύριε, πάντα τα έργα σου, και οι όσιοι σου ευλογησάτωσαν σε. Δόξαν της βασιλείας σου ερούσι και την δυναστείαν σου λαλήσουσι. Του γνωρίσαι τοις υιοίς των ανθρώπων την δυναστείαν σου και την δόξαν της μεγαλοπρεπείας της βασιλείας σου. Η βασιλεία σου βασιλεία πάντων των αιώνων, και η δεσποτεία σου εν πάση γενεά και γενεά. Πιστός Κύριος εν πάσι τοις λόγοις αυτού και όσιος εν πάσι τοις έργοις αυτού. Υποστηρίζει Κύριος πάντας τους καταπίπτοντας και ανορθοί πάντας τους κατερραγμένους. Οι οφθαλμοί πάντων εις σε ελπίζουσι, και συ δίδως την τροφήν αυτών εν ευκαιρία. Ανοίγεις συ την χείρα σου και εμπιπλάς πάν ζώον ευδοκίας. Δίκαιος Κύριος εν πάσαις ταις οδοίς αυτού και όσιος εν πάσι τοις έργοις αυτού. Εγγύς Κύριος πάσι τοις επικαλουμένοις αυτόν, πάσι τοις επικαλουμένοις αυτόν εν αληθεία. Θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιήσει και της δεήσεως αυτών εισακούσεται και σώσει αυτούς. Φυλάσσει Κύριος πάντας τους αγαπώντας αυτόν και πάντας τους αμαρτωλούς εξολοθρεύσει. Αίνεσιν Κυρίου λαλήσει το στόμα μου· και ευλογείτω πάσα σαρξ το όνομα το άγιον αυτούς εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός ΡΜΕ΄  145

Αίνει, η ψυχή μου, τον Κύριον· αινέσω Κύριον εν τη ζωή μου· ψαλώ τω Θεώ μου έως υπάρχω. Μή πεποίθατε επ’ άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων, οίς ούκ έστι σωτηρία. Εξελεύσεται το πνεύμα αυτού, και επιστρέψει εις την γην αυτού. Εν εκείνη τη ημέρα απολούνται πάντες οι διαλογισμοί αυτού. Μακάριος, ού ο Θεός Ιακώβ βοηθός αυτού, η ελπίς αυτού επί Κύριον τον Θεόν αυτού. Τον ποιήσαντα τον ουρανόν και την γην, την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτοίς. Τον φυλάσσοντα αλήθειαν εις τον αιώνα, ποιούντα κρίμα τοις αδικουμένοις, διδόντα τροφήν τοις πεινώσι. Κύριος λύει πεπεδημένους· Κύριος σοφοί τυφλούς· Κύριος ανορθοί κατερραγμένους· Κύριος αγαπά δικαίους. Κύριος φυλάσσει τους προσηλύτους. Ορφανόν και χήραν αναλήψεται και οδόν αμαρτωλών αφανιεί. Βασιλεύσει Κύριος εις τον αιώνα, ο Θεός σου, Σιών, εις γενεάν και γενεάν.

Ψαλμός ΡΜΣΤ΄  146

Αινείτε τον Κύριον, ότι αγαθόν ψαλμός· τω Θεώ ημών ηδυνθείη αίνεσις. Οικοδομών Ιερουσαλήμ ο Κύριος, τας διασποράς του Ισραήλ επισυνάξει, ο ιώμενος τους συντετριμμένους την καρδίαν και δεσμεύων τα συντρίμματα αυτών, ο αριθμών πλήθη άστρων, και πάσιν αυτοίς ονόματα καλών. Μέγας ο Κύριος ημών, και μεγάλη η ισχύς αυτού, και της συνέσεως αυτού ούκ έστιν αριθμός. Αναλαμβάνων πραείς ο Κύριος, ταπεινών δε αμαρτωλούς έως της γης. Εξάρξατε τω Κυρίω εν εξομολογήσει, ψάλατε τω Θεώ ημών εν κιθάρα, τω περιβάλλοντι τον ουρανόν εν νεφέλαις, τω ετοιμάζοντι τη γη υετόν· τω εξανατέλλοντι έν όρεσι χόρτον και χλόην τη δουλεία των ανθρώπων, διδόντι τοις κτήνεσι τροφήν αυτών και τοις νεοσσοίς των κοράκων τοις επικαλουμένοις αυτόν. Ούκ εν τη δυναστεία του ίππου θελήσει, ουδέ εν ταις κνήμαις του ανδρός ευδοκεί· ευδοκεί Κύριος εν τοις φοβουμένοις αυτόν και εν πάσι τοις ελπίζουσιν επί το έλεος αυτού.

Ψαλμός ΡΜΖ΄  147

Επαίνει, Ιερουσαλήμ, τον Κύριον, αίνει τον Θεόν σου, Σιών, ότι ενίσχυσε τους μοχλούς των πυλών σου, ευλόγησε τους υιούς σου εν σοί. Ο τιθείς τα όρια σου ειρήνην και στέαρ πυρού εμπιπλών σε· ο αποστέλλων το λόγιον αυτού τη γη, έως τάχους δραμείται ο λόγος αυτού. Διδόντος χιόνα αυτού ωσεί έριον, ομιχλην ωσεί σποδόν πάσσοντος· βάλλοντος κρύσταλλον αυτού ωσεί ψωμούς, κατά πρόσωπον ψύχους αυτού τίς υποστήσεται; Εξαποστελεί τον λόγον αυτού και τήξει αυτά· πνεύσει το πνεύμα αυτού και ρυήσεται ύδατα. Ο απαγγέλλων το λόγιον αυτού τω Ιακώβ, δικαιώματα και κρίματα αυτού τω Ισραήλ. Ούκ εποίησεν ούτω παντί έθνει και τα κρίματα αυτού ούκ εδήλωσεν αυτοίς.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός ΡΜΗ΄  148

Αινείτε τον Κύριον εκ των ουρανών· αινείτε αυτόν εν τοις υψίστοις. Αινείτε αυτόν, πάντες οι ’Αγγελοι αυτού· αινείτε αυτόν πάσαι αι Δυνάμεις αυτού. Αινείτε αυτόν, ήλιος και σελήνη· αινείτε αυτόν, πάντα τα άστρα και το φως. Αινείτε αυτόν, οι ουρανοί των ουρανών και το ύδωρ το υπεράνω των ουρανών. Αινεσάτωσαν το όνομα Κυρίου· ότι αυτός είπε, και εγενήθησαν· αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν. ’Εστησεν αυτά εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος· πρόσταγμα έθετο, και ού παρελεύσεται. Αινείτε τον Κύριον εκ της γης, δράκοντες και πάσαι άβυσσοι. Πυρ, χάλαζα, χιών, κρύσταλλος, πνεύμα καταιγίδος, τα ποιούντα τον λόγον αυτού τα όρη και πάντες οι βουνοί, ξύλα καρποφόρα και πάσαι κέδροι· τα θηρία και πάντα τα κτήνη, ερπετά και πετεινά πτερωτά· βασιλείς της γης και πάντες λαοί, άρχοντες και πάντες κριταί γης. Νεανίσκοι και παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων· αινεσάτωσαν το όνομα Κυρίου, ότι υψώθη το όνομα αυτού μόνου. Η εξομολόγησις αυτού επί γης και ουρανού και υψώσει κέρας λαού αυτού. ’Υμνος πάσι τοις οσίοις αυτού, τοις υιοίς Ισραήλ, λαώ εγγίζοντι αυτώ.

Ψαλμός ΡΜΘ΄  149

’Ασατε τω Κυρίω άσμα καινόν, η αίνεσις αυτού εν εκκλησία οσίων. Ευφρανθήτω Ισραήλ επί τω ποιήσαντι αυτόν και οι υιοί Σιών αγαλλιάσθωσαν επί τω βασιλεί αυτών. Αινεσάτωσαν το όνομα αυτού εν χορώ, εν τυμπάνω και ψαλτηρίω ψαλάτωσαν αυτώ, ότι ευδοκεί Κύριος εν τω λαώ αυτού και υψώσει πραείς εν σωτηρία. Καυχήσονται όσιοι εν δόξη και αγαλλιάσονται επί των κοιτών αυτών. Αι υψώσεις του Θεού εν τω λάρυγγι αυτών, και ρομφαίαι δίστομοι εν ταις χερσίν αυτών. Του ποιήσαι εκδίκησιν εν τοις έθνεσιν, ελεγμούς εν τοις λαοίς. Του δήσαι τους βασιλείς αυτών εν πέδαις και τους ενδόξους αυτών εν χειροπέδαις σιδηραίς. Του ποιήσαι εν αυτοίς κρίμα έγγραπτον· δόξα αύτη έσται πάσι τοις οσίοις αυτού.

Ψαλμός ΡΝ΄  150

Αινείτε τον Θεόν εν τοις αγίοις αυτού· αινείτε αυτόν εν στερεώματι της δυνάμεως αυτού. Αινείτε αυτόν επί ταις δυναστείαις αυτού· αινείτε αυτόν κατά το πλήθος της μεγαλωσύνης αυτού. Αινείτε αυτόν εν ήχω σάλπιγγος· αινείτε αυτόν εν ψαλτηρίω και κιθάρα. Αινείτε αυτόν εν τυμπάνω και χορώ· αινείτε αυτον εν χορδαίς και οργάνω. Αινείτε αυτόν εν κυμβάλοις ευήχοις· αινείτε αυτόν εν κυμβάλοις αλαλαγμού. Πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον.

Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

* * *

(Ψαλμός ΡΝΑ΄ 151)

Μικρός ήμην εν τοις αδελφοίς μου και νεώτερος εν τω οίκω του πατρός μου· εποίμαινον τα πρόβατα του πατρός μου. Αι χείρες μου εποίησαν όργανον, και οι δάκτυλοι μου ήρμοσαν ψαλτήριον· και τίς αναγγελεί τω Κυρίω μου; αυτός Κύριος, αυτός εισακούσει. Αυτός εξαπέστειλε τον άγγελον αυτού και ήρε με εκ των προβάτων του πατρός μου και έχρισε με εν τω ελαίω της χρίσεως αυτού. Οι αδελφοί μου καλοί και μεγάλοι, και ούκ ευδόκησεν εν αυτοίς ο Κύριος. Εξήλθον εις συνάντησιν τω αλλοφύλω, και επικατηράσατο με εν τοις ειδώλοις αυτού· εγώ δε σπασάμενος την παρ’ αυτού μάχαιραν, απεκεφάλισα αυτόν και ήρα όνειδος εξ υιών Ισραήλ.




ΣΤΙΧΟΛΟΓΙΑ
ΤΩΝ ΕΝΝΕΑ ΩΔΩΝ

* * *

ΩΔΗ ΠΡΩΤΗ

Ωδή Μωσέως εν τη Εξόδω (Κεφ. ΙΕ’). ’Αρδην βυθίσας Φαραώ, Μωσής λέγει: τω Κυρίω άσωμεν, ενδόξως γαρ δεδόξασται.

’Ασωμεν τω Κυρίω, ενδόξως γαρ δεδόξασται· ίππον και αναβάτην έρριψεν εις θάλασσαν. Βοηθός και σκεπαστής εγένετο μοι εις σωτηρίας· ούτος μου Θεός και δοξάσω αυτόν· Θεός του Πατρός μου και υψώσω αυτόν. Κύριος συντρίβων πολέμους, Κύριος όνομα αυτώ. ’Αρματα Φαραώ και την δύναμιν αυτού έρριψεν εις θάλασσαν· επιλέκτους αναβάτας, τριστάτας κατεπόντισεν εν Ερυθρά θαλάσση. Πόντω εκάλυψεν αυτούς· κατέδυσαν εις βυθόν ωσεί λίθος. Η δεξιά σου, Κύριε δεδόξασται εν ισχύι· η δεξιά σου χείρ, Κύριε, έθραυσεν εχθρούς·  και τω πλήθει της δόξης σου συνέτριψας τους υπεναντίους. Απέστειλας την οργήν σου και κατέφαγεν αυτούς ως καλάμην. Και δια πνεύματος του θυμού σου διέστη το ύδωρ· επάγη ωσεί τείχος τα ύδατα, επάγη τα κύματα εν μέσω της θαλάσσης. Είπεν ο εχθρός· Διώξας καταλήψομαι, μεριώ σκύλα, εμπλήσω ψυχήν μου, ανελώ τη μαχαίρα μου, κυριεύσει η χείρ μου. Απέστειλας το πνεύμα σου, εκάλυψεν αυτούς θάλασσα· έδυσαν ωσεί μόλυβδος εν ύδατι σφοδρώ. Τίς όμοιος σοι εν θεοίς, Κύριε; Τίς όμοιος σοι; δεδοξασμένος εν αγίοις, θαυμαστός εν δόξαις, ποιών τέρατα. Εξέτεινας την δεξιάν σου, κατέπιεν αυτούς γη. Ωδήγησας τη δικαιοσύνη σου τον λαόν σου τούτον, ον ελυτρώσω· παρεκάλεσας τη ισχύι σου εις κατάλυμα άγιον σου. ’Ηκουσαν έθνη και ωργίσθησαν· ωδίνες έλαβον κατοικούντας Φιλιστιείμ. Τότε έσπευσαν ηγεμόνες Εδώμ, και άρχοντες Μωαβιτών· έλαβεν αυτούς τρόμος· ετάκησαν πάντες οι κατοικούντες Χαναάν. Επιπέσοι επ’ αυτούς τρόμος και φόβος, μεγέθει βραχίονος σου απολιθωθήτωσαν. ’Εως αν παρέλθη ο λαός σου, Κύριε· έως αν παρέλθη ο λαός σου ούτος, όν εκτήσω. Εισαγαγών καταφύτευσον αυτούς εις όρος κληρονομίας σου, εις έτοιμον κατοικητήριον σου, ό κατειργάσω, Κύριε, αγίασμα, ό ητοίμασαν αι χείρες σου. Κύριος βασιλεύων των αιώνων και επ’ αιώνα και έτι. ’Οτι εισήλθεν ίππος Φαραώ συν άρμασι και αναβάταις εις θάλασσαν, και επήγαγεν επ’ αυτούς Κύριος το ύδωρ της θαλάσσης· οι δε υιοί Ισραήλ επορεύθησαν δια ξηράς εν μέσω της θαλάσσης.


* * *
ΩΔΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Ωδή Μωσέως εν τω Δευτερονομίω (Κεφ. ΛΒ’, 1). Νόμου γραφέντος, αύθις ωδή Μωσέως.

Πρόσεχε, ουρανέ, και λαλήσω,και ακουέτω γη ρήματα εκ στόματος μου. Προσδοκάσθω ως υετός το απόφθεγμα μου, και καταβήτω ως δρόστος τα ρήματα μου, ως όμβρος επ’ άγρωστιν και ωσεί νιφετός επί χόρτον. ’Οτι το όνομα Κυρίου εκάλεσα· δότε μεγαλωσύνην τω Θεώ ημών. Θεός, αληθινά τα έργα αυτού, και πάσαι αι οδοί αυτού κρίσεις. Θεός πιστός, και ουκ έστιν αδικία εν αυτώ· δίκαιος και όσιος ο Κύριος. Ημάρτοσαν ούκ αυτώ τέκνα μωμητά· γενεά σκολιά και διεστραμμένη, ταύτα Κυρίω ανταποδίδετε; Ούτω λαός μωρός και ουχί σοφός· ουκ αυτός ούτος σου Πατήρ εκτήσατο σε και εποίησε σε και έπλασε σε; Μνήσθητι ημέρας αιώνος, σύνετε έτη γενεάς γενεών. Επερώτησον τον πατέρα σου, και αναγγελεί σοι, τους πρεσβυτέρους σου και ερούσι σοι. ’Οτε διεμέριζεν ο ’Υψιστος έθνη, ως διέσπειρεν υιούς Αδάμ, έστησεν όρια εθνών κατά αριθμόν Αγγέλων Θεού. Και εγενήθη μερίς Κυρίου, λαός αυτού Ιακώβ· Σχοίνισμα κληρονομίας αυτού Ισραήλ. Αυτάρκησεν αυτόν εν τη ερήμω· εν δίψει καύματος εν γη ανύδρω· εκύκλωσεν αυτόν και επαίδευσεν αυτόν και διεφύλαξεν αυτόν, ως κόρην οφθαλμού, ως αετός σκεπάσαι νοσσιάν αυτού και επί τοις νεοσσοίς αυτού επεπόθησε· διείς τας πτέρυγας αυτού, εδέξατο αυτούς, και ανέλαβεν αυτούς επί των μεταφρένων αυτού. Κύριος μόνος ήγεν αυτούς και ούκ ην μετ’ αυτών Θεός αλλότριος. Ανεβίβασεν  αυτούς επί την ισχύν της γης· εψώμισεν αυτούς γενήματα αγρών· εθήλασαν μέλι εκ πέτρας και έλαιον εκ στερεάς πέτρας, βούτυρον βοών και γάλα προβάτων, μετά στέατος αρνών και κριών, υιών ταύρων και τράγων, μετά στέατος νεφρών πυρού, και αίμα σταφυλής έπιον οίνον. Και έφαγεν Ιακώβ και ενεπλήσθη, και απελάκτισεν ο ηγαπημένος· ελιπάνθη, επαχύνθη, επλατύνθη· και εγκατέλιπε τον Θεόν τον ποιήσαντα αυτόν και απέστη από Θεού σωτήρος αυτού. Παρώξυναν με επ’ αλλοτρίοις, εν βδελύγμασιν αυτών εξεπίκραναν με· έθυσαν δαιμονίοις και ου Θεώ· θεοίς, οίς ουκ ήδεισαν· καινοί και πρόσφατοι ήκασιν, ούς ούκ ήδεισαν οι πατέρες αυτών. Θεόν τον γεννήσαντα σε εγκατέλιπες και επελάθου Θεού του τρέφοντος σε. Και είδε Κύριος και εζήλωσε και παρωξύνθη δι’ οργήν υιών αυτού και θυγατέρων. Και είπεν· Αποστρέψω το πρόσωπον μου απ’ αυτών και δείξω τί έσται αυτοίς επ’ εσχάτων ημερών· ότι γενεά εξεστραμμένη έστιν· υιοί, οις ούκ έστι πίστις εν αυτοίς. Αυτοί παρεζήλωσαν με επ’ ού Θεώ, παρώργισαν με εν τοις ειδώλοις αυτών· καγώ παραζηλώσω αυτούς επ’ ουκ έθνει, επί έθνει ασυνέτω παροργιώ αυτούς. ’Οτι πυρ εκκέκαυται εκ του θυμού μου, καυθήσεται έως άδου κατωτάτου· καταφάγεται γην και τα γεννήματα αυτής, φλέξει θεμέλια ορέων. Συνάξω εις αυτούς κακά και τα βέλη μου συντελέσω εις αυτούς. Τηκόμενοι λιμώ και βρώσει ορνέων και οπισθότονος ανίατος· οδόντας θηρίων εξαποστελώ εις αυτούς, μετά θυμού συρόντων επί της γης ’Εξωθεν ατεκνώσει αυτού μάχαιρα και εκ των ταμείων φόβος· νεανίσκος συν παρθένω, θηλάζων μετά καθεστηκότος πρεσβυτέρου. Είπα · Διασπερώ αυτούς· παύσω δε εξ ανθρώπων το μνημόσυνον αυτών, ει μη δι’ οργήν εχθρών, ίνα μη μακροχρονίσωσι, και ίνα μη συνεπιθώνται οι υπεναντίοι· μη είπωσιν· Η χείρ ημών η υψηλή και ουχί Κύριος εποίησε ταύτα πάντα. ’Οτι έθνος απολωλεκός βουλήν έστι, και ούκ έστιν εν αυτοίς επιστήμη, ούκ εφρόνησαν συνιέναι· ταύτα πάντα καταδεξάσθωσαν εις τον επιόντα χρόνον. Πώς διώξεται εις χιλίους και δύο μετακινήσουσι μυριάδας, ει μη ο Θεός απέδοτο αυτούς και ο Κύριος παρέδωκεν αυτούς; Ου γαρ εισιν οι θεοί αυτών, ως ο Θεός ημών· οι δε εχθροί ημών ανόητοι. Εκ γαρ αμπέλου Σοδόμων η άμπελος αυτών, και η κληματίς αυτών εκ Γομόρρας· η σταφύλη αυτών, σταφύλη χολής, βότρυς πικρίας αυτοίς. Θυμός δρακόντων ο οίνος αυτών και θυμός ασπίδων ανίατος. Ουκ ιδού ταύτα πάντα συνήκται παρ’ εμοί και εσφράγισται εν τοις θησαυροίς μου; Εν ημέρα εκδικήσεως ανταποδώσω, εν καιρώ, όταν σφαλή ο πούς αυτών· ότι εγγύς ημέρα απωλείας αυτών και πάρεστιν έτοιμα ημίν. Οτι κρινεί Κύριος τον λαόν αυτού και επί τοις δούλοις αυτού παρακληθήσεται· είδε γαρ παραλελυμένους αυτούς και εκλελοιπότας εν επαγωγή και παρειμένους. Και είπε Κύριος· Πού εισίν οι θεοί αυτών, εφ’ οις επεποίθεισαν επ’ αυτοίς;  Ων το στέαρ των θυσιών αυτών ησθίετε και επίνετε τον οίνον των σπονδών αυτών; Αναστήτωσαν και βοηθησάτωσαν υμίν και γενηθήτωσαν υμών σκεπασταί. ’Ιδετε, ίδετε, ότι εγώ ειμί, και ούκ έστι Θεός πλήν εμού· εγώ αποκτενώ και ζην ποιήσω· πατάξω, καγώ ιάσομαι· και ούκ έστιν, ός εξελείται εκ των χειρών μου. ’Οτι αρώ εις τον ουρανόν την χείρα μου και ομούμαι τη δεξιά μου και ερώ· Ζω εγώ εις τον αιώνα. ’Οτι παροξυνώ ως αστραπήν την μάχαιραν μου, και ανθέξεται κρίματος η χειρ μου, και ανταποδώσω δίκην τοις εχθροίς και τοις μισούσι με ανταποδώσω. Μεθύσω τα βέλη μου αφ’ αίματος, και η μάχαιρα μου φάγεται κρέα, αφ’ αίματος τραυματιών, και αιχμαλωσίας, από κεφαλής αρχόντων εθνών. Ευφρανθήτε, ουρανοι, άμα αυτώ, και προσκυνησάτωσαν αυτώ πάντες άγγελοι Θεού. Ευφράνθητε, έθνη μετά του λαού αυτού, και ενισχυσάτωσαν αυτώ πάντες υιοί Θεού· ότι το αίμα των υιών αυτού εκδικείται και εκδικήσει και ανταποδώσει  δίκην τοις εχθροίς και τοις μισούσιν αυτόν ανταποδώσει, και εκκαθαριεί Κύριος την γην του λαού αυτού.


* * *

ΩΔΗ ΤΡΙΤΗ

Προσευχή ’Αννης της μητρός Σαμουήλ του Προφήτου (Α’ Βασιλειών κεφ. Β’, 1). Θεόν γεραίρει στείρα τίκτουσα ξένως. ’Αγιος εί, Κύριε, και σε υμνεί το πνεύμα μου.

Εστερεώθη η καρδία μου εν Κυρίω, υψώθη κέρας μου εν Θεώ μου· επλατύνθη επ’ εχθρούς μου το στόμα μου, ευφράνθην εν σωτηρίω σου. ’Οτι ούκ έστιν άγιος, ως ο Κύριος, και ούκ έστι δίκαιος, ως ο Θεός ημών, και ούκ έστιν άγιος πλην σου. Μη καυχάσθε, και μη λαλείτε υψηλά εις υπεροχήν· μηδέ εξελθέτω μεγαλορρημοσύνη εκ του στόματος υμών. ’Οτι Θεός γνώσεων Κύριος και Θεός ετοιμάζων επιτηδεύματα αυτού. Τόξον δυνατών ησθένησε, και οι ασθενούντες περιεζώσαντο δύναμιν. Πλήρεις άρτων ηλαττώθησαν, και οι πεινώντες παρήκαν γήν· ότι στείρα έτεκεν επτά, και η πολλή εν τέκνοις ησθένησε. Κύριος θανατοί και ζωογονεί, κατάγει εις άδου και ανάγει. Κύριος πτωχίζει και πλουτίζει, ταπεινοί και ανυψοί. Ανιστά από γης πένητα και από κοπρίας εγείρει πτωχόν, του καθίσαι αυτόν μετά δυναστών λαού και θρόνου δόξης κατακληρονομών αυτοίς. Διδούς ευχήν τω ευχομένω και ευλόγησεν έτη δικαίου. ’Οτι ούκ εν ισχύι δυνατός ανήρ. Κύριος ασθενή ποιήσει τον αντίδικον αυτού, Κύριος άγιος. Μη καυχάσθω ο σοφός εν τη σοφία αυτού, και μη καυχάσθω ο δυνατός εν τη δυνάμει αυτού, και μη καυχάσθω ο πλούσιος εν τω πλούτω αυτού. Αλλ’ εν τούτω καυχάσθω ο καυχώμενος, εν τω συνιείν και γινώσκειν τον Κύριον και ποιείν κρίμα και δικαιοσύνην εν μέσω της γης. Κύριος ανέβη εις ουρανούς και εβρόντησεν· αυτός κρινεί άκρα γης, δίκαιος ών. Και δώσει ισχύν τοις βασιλεύσιν ημών, και υψώσει κέρας χριστών αυτού.


* * *

ΩΔΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Προσευχή Αββακούμ του Προφήτου (Κεφ. Γ’, 2). Την του Λόγου κένωσιν, Αββακούμ, φράσον. Δόξα τη δυνάμει σου, Κύριε.

Κύριε, εισακήκοα την ακοήν σου και εφοβήθην· Κύριε, κατενόησα τα έργα σου και εξέστην. Εν μέσω δύο ζώων γνωσθήση, εν τω εγγίζειν τα έτη επιγνωσθήση, εν τω παρείναι τον καιρόν αναδειχθήση, εν τω ταραχθήναι την ψυχήν μου, εν οργή ελέους μνησθήση. Ο Θεός από Θαιμάν ήξει, και ο ’Αγιος εξ όρους κατασκίου δασέος. Εκάλυψεν ουρανούς η αρετή αυτού, και της αινέσεως αυτού πλήρης η γη. Και φέγγος αυτού ως φως έσται· κέρατα εν χερσίν αυτού· και έθετο αγάπησιν κραταιάν ισχύος αυτού. Προ προσώπου αυτού πορεύσεται λόγος, και εξελεύσεται εις παιδείαν κατά πόδας αυτού. ’Εστη, και εσαλεύθη η γη· επέβλεψε, και ετάκη έθνη. Διεθρύβη τα όρη βία, ετάκησαν βουνοί αιώνοι πορείας αιωνίους αυτού αντί κόπων είδον σκηνώματα Αιθιόπων πτοηθήσονται και σκηναί γης Μαδιάμ. Μη εν ποταμοίς ωργίσθης, Κύριε; μη εν ποταμοίς ο θυμός σου; ή εν θαλάσση το όρμημα σου; ότι επιβήση επί τους ίππους σου, και η ιππασία σου σωτηρία. Εντείνων εντενείς το τόξον σου επί σκήπτρα, λέγει Κύριος ποταμών ραγήσεται γή. ’Οψονται σε και ωδινήσουσι λαοί, σκορπίζων ύδατα πορείας έδωκεν η άβυσσος φωνήν αυτής, ύψος φαντασίας αυτής. Επήρθη ο ήλιος, και η σελήνη έστη εν τη τάξει αυτής· εις φως βολίδες σου πορεύσονται, εις φέγγος αστραπής όπλων σου. Εν απειλή ολιγώσεις γην και εν θυμώ πατάξεις έθνη. Εξήλθες εις σωτηρίαν λαού σου, του σώσαι τον χριστόν σου ελήλυθας· έβαλες εις κεφαλάς ανόμων θάνατον, εξήγειρας δεσμούς έως τραχήλου εις τέλος. Διέκοψας εν εκστάσει κεφαλάς δυναστών, σεισθήσονται εν αυτοίς· διανοίξουσι χαλινούς αυτών, ως ο εσθίων πτωχός λάθρα. Και επεβίβασας εις θάλασσαν τους ίππους σου, ταράσσοντας ύδατα πολλά. Εφυλαξάμην, και επτοήθη η καρδία μου, από φωνής προσευχής χειλέων μου· και εισήλθε τρόμος εις τα οστά μου, και εν εμοί εταράχθη η ισχύς μου. Αναπαύσομαι εν ημέρα θλίψεως μου, του αναβήναι με εις λαόν παροικίας μου. Διότι συκή ού καρποφορήσει, και ούκ έσται γενήματα εν ταις αμπέλοις. Ψεύσεται έργον ελαίας, και τα πεδία ού ποιήσει βρώσιν. Εξέλιπον από βρώσεως πρόβατα, και ούχ υπάρξουσι βόες επί φάτναις. Εγώ δε εν τω Κυρίω αγαλλιάσομαι, χαρήσομαι επί τω Θεώ το σωτήρι μου. Κύριος ο Θεός μου δύναμις μου και τάξει τους πόδας μου εις συντέλειαν. Και επί τα υψηλά επιβιβά με, του νικήσαι με εν τη ωδή αυτού.


* * *

ΩΔΗ ΠΕΜΠΤΗ

Προσευχή Ησαϊου του Προφήτου (Κεφ. ΚΣΤ’, 9). Ησαίου πρόρρησις, ευχή το πλέον. Κύριε ο Θεός ημών, ειρήνην δός ημίν.

Εκ νυκτός ορθρίζει το πνεύμα μου προς σε, ο Θεός, διότι φως τα προστάγματα σου επί της γης. Δικαιοσύνην μάθετε, οι ενοικούντες επί της γης. Πέπαυται γαρ ο ασεβής· πας, ός ού μη μάθη δικαιοσύνην επί της γης, αλήθειαν ου μη ποιήση· αρθήτω ο ασεβής, ίνα μη ίδη την δόξαν Κυρίου. Κύριε, υψηλός σου ο βραχίων, και ούκ ήδεισαν· γνόντες δε, αισχυνθήτωσαν. Ζήλος λήψεται λαόν απαίδευτόν,, και νυν πυρ τους υπεναντίους έδεται. Κύριε ο Θεός ημών, ειρήνην δός ημίν· πάντα γαρ απέδωκας ημίν. Κύριε, ο Θεός ημών, κτήσαι ημάς· Κύριε, εκτός σου άλλον ούκ οίδαμεν, το όνομα σου ονομάζομεν. Οι δε νεκροί ζωήν ού μη ίδωσιν, ουδέ ιατροί ου μη αναστήσουσι· δια τούτο επήγαγες και απώλεσας και ήρας παν άρσεν αυτών. Πρόσθες αυτοίς κακά, Κύριε, πρόσθες αυτοίς κακά τοις ενδόξοις της γης. Κύριε, εν θλίψει εμνήσθημεν σου· εν θλίψει μικρά η παιδεία σου ημίν. Και ως η ωδίνουσα εγγίζει του τεκείν και επί τη ωδίνι αυτής εκέκραξεν, ούτως εγενήθημεν τω αγαπητώ σου, δια τον φόβον σου, Κύριε· εν γαστρί ελάβομεν και ωδινήσαμεν και ετέκομεν· πνεύμα σωτηρίας, ο εποιήσαμεν επί της γης. Ου πεσούμεθα, αλλά πεσούνται πάντες οι ενοικούντες επί της γης. Αναστήσονται οι νεκροί, και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις, και ευφρανθήσονται οι εν τη γη· η γαρ δρόσος η παρά σου ίαμα αυτοίς έστιν, η δε γη των ασεβών πεσείται. Βάδιζε, λαός μου, είσελθε εις το ταμείον σου, απόκλεισον την θύραν σου, αποκρύβηθι μικρόν όσον όσον, έως αν παρέλθη η οργή Κυρίου.


* * *

ΩΔΗ ΕΚΤΗ

Προσευχή Ιωνά του Προφήτου (Κεφ. Β’, 3). Εκ θηρός εκραύγαζεν Ιωνάς λέγων· Ως τον προφήτην Ιωνάν, σώσον ημάς, Κύριε.

Εβόησα εν θλίψει μου προς Κύριον τον Θεόν μου, και εισήκουσε μου· εκ κοιλίας άδου κραυγής μου ήκουσας φωνής μου. Απέρριψας με εις βάθη καρδίας θαλάσσης, και ποταμοί εκύκλωσαν με. Πάντες οι μετεωρισμοί σου και τα κύματα σου επ’ εμέ διήλθον. Καγώ είπον· Απώσμαι εξ οφθαλμών σου· άρα προσθήσω το επιβλέψαι με προς ναόν τον άγιον σου; Περιεχύθη μοι ύδωρ έως ψυχής μου, άβυσσος εκύκλωσε με εσχάτη, έδυ η κεφαλή μου εις σχισμάς ορέων, κατέβην εις γην, ής οι μοχλοί αυτής κάτοχοι αιώνιοι. Και αναβήτω εκ φθοράς η ζωή μου, προς σε, Κύριε ο Θεός μου. Εν τω εκλείπειν εξ εμού την ψυχήν μου, του Κυρίου εμνήσθην· και έλθοι προς σε η προσευχή μου προς ναόν τον άγιον σου. Φυλασσόμενοι μάταια και ψευδή, έλεον αυτοίς εγκατέλιπον. Εγώ δε μετά φωνής αινέσεως και εξομολογήσεως θύσω σοι· όσα ηυξάμην αποδώσω σοι εις σωτηρίαν μου τω Κυρίω.


* * *

ΩΔΗ ΕΒΔΟΜΗ

Προσευχή των αγίων τριών Παίδων (Δανιήλ, κεφ. Γ’). Αίνος φλόγα σβέννυσι των τριών Νέων. Των Πατέρων και ημών Θεός ευλογητός εί.

Ευλογητός ει, Κύριε, ο Θεός των Πατέρων ημών, και αινετόν και δεδοξασμένον το όνομα σου εις τους αιώνας. ’Οτι δίκαιος εί επί πάσιν, οις εποίησας ημίν· και πάντα τα έργα σου αληθινά, και ευθείαι αι οδοί σου, και πάσαι αι κρίσεις σου αληθείς. Και κρίματα αληθείας εποίησας κατά πάντα, ά επήγαγες ημίν και επί την πόλιν την αγίαν την των Πατέρων ημών Ιερουσαλήμ· ότι εν αληθεία και κρίσει επήγαγες ταύτα πάντα εφ’ ημάς, δια τας αμαρτίας ημών. ’Οτι ημάρτομεν, και ηνομήσαμεν αποστήναι από σου και εξημαρτομεν εν πάσι και των εντολών σου ούκ ηκούσαμεν, ουδέ συνετηρήσαμεν, ουδέ εποιήσαμεν, καθώς ενετείλω ημίν, ίνα εύ ημίν γένηται. Και πάντα, όσα εποίησας ημίν και πάντα όσα επήγαγες ημίν, εν αληθινή κρίσει εποίησας· και παρέδωκας ημάς εις χείρας εχθρών ανόμων, εχθίστων αποστατών, και βασιλεί αδίκω και πονηροτάτω παρά πάσαν την γην. Και νυν ούκ έστιν ημίν ανοίξαι το στόμα ημών· αισχύνη και όνειδος εγενήθημεν τοις δούλοις σου και τοις σεβομένοις σε. Μη δη παραδώης ημάς εις τέλος, δια το όνομα σου το άγιον και μη διασκεδάσης την διαθήκην σου και μη αποστήσης το έλεος σου αφ’ ημών, δια Αβραάμ τον ηγαπημένον υπό σου, και δια Ισαάκ τον δούλον και Ισραήλ τον άγιον σου.  Οίς ελάλησας πληθύναι το σπέρμα αυτών, ως τα άστρα του ουρανού και ως την άμμον την παρά το χείλος της θαλάσσης. ’Οτι, Δέσποτα, εσμικρύνθημεν παρά πάντα τα έθνη και έσμεν ταπεινοί εν πάση τη γη σήμερον δια τας αμαρτίας ημών. Και ούκ έστιν εν τω καιρώ τούτω άρχων και προφήτης και ηγούμενος· ουδέ ολοκαύτωσις, ουδέ θυσία, ουδέ προσφορά, ουδέ θυμίαμα, ού τόπος του καρπώσαι ενώπιον σου, και ευρείν έλεος. Αλλ’ εν ψυχή συντετριμμένη και πνεύματι ταπεινώσεως προσδεχθείημεν. Ως εν ολοκαυτώμασι κριών και ταύρων, και ως εν μυριάσιν αρνών πιόνων, ούτω γενέσθω η θυσία ημών ευπρόσδεκτος ενώπιον σου σήμερον, και εκτελείσθω όπισθεν σου· ότι ούκ έστιν αισχύνη τοις πεποιθόσιν επί σε.  Και νυν εξακολουθούμεν εν όλη καρδία και φοβούμεθα σε και ζητούμεν το πρόσωπόν σου· μη καταισχύνης ημάς. Αλλά ποίησον μεθ’ ημών κατά την επιείκειαν σου και κατά το πλήθος του ελέους σου. Εξελού ημάς κατά τα θαυμάσια σου και δός δόξαν τω ονόματι σου, Κύριε. Και εντραπείησαν πάντες οι ενδεικνύμενοι τοις δούλοις σου κακά και καταισχυνθείησαν από πάσης δυναστείας, και η ισχύς αυτών συντριβείη. Και γνώτωσαν, ότι συ εί Κύριος, Θεός μόνος, και ένδοξος εφ’ όλην την οικουμένην. Και ού διέλιπον οι εμβαλόντες αυτούς υπηρέται του Βασιλέως, καίοντες την κάμινον νάφθη, και πίσση και στυππίω και κληματίδι. Και διεχείτο η φλόξ επάνω της καμίνου επί πήχεις τεσσαράκοντα εννέα· και διώδευσε, και ενεπύρισεν, ούς εύρε περί την κάμινον των Χαλδάιων. Ο δε άγγελος Κυρίου συγκατέβη άμα τοις περί τον Αζαρίαν εις την κάμινον και εξετίναξε την φλόγα του πυρός εκ της καμίνου. Και εποίησε το μέσον της καμίνου ως πνεύμα δρόσου διασυρίζον· και ούχ ήψατο αυτών το καθόλου το πυρ, ουδέ ελύπησεν, ουδέ παρηνώχλησεν αυτούς. Τότε οι Τρείς, ως εξ ενός στόματος, ύμνουν, και ευλόγουν, και εδόξαζον τον Θεόν εν τη καμίνω λέγοντες.

Η ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΥΜΝΗΣΙΣ, ΗΝ ΗΔΟΝ ΝΕΟΙ

Ευλογητός εί, Κύριε ο Θεός των Πατέρων ημών, και υπερύμνητος και υπερυψούμενος εις τους αιώνας. Και ευλογημένον το όνομα της δόξης σου το άγιον, το υπερύμνητον και υπερυψούμενον εις τους αιώνας. Ευλογημένος ει εν τω ναώ της αγίας δόξης σου, ο υπερύμνητος και υπερυψούμενος εις τους αιώνας. Ευλογημένος ει ο βλέπων αβύσσους, ο καθήμενος επί των Χερουβείμ, ο υπερύμνητος και υπερυψούμενος εις τους αιώνας. Ευλογημένος εί ο επί θρόνου δόξης της βασιλείας σου, ο υπερύμνητος και υπερυψούμενος εις τους αιώνας. Ευλογημένος εί εν τω στερεώματι του ουρανού, ο υπερύμνητος και υπερυψούμενος εις τους αιώνας.


* * *

ΩΔΗ ΟΓΔΟΗ

’Υμνος των αγίων Τριών Παίδων. Τον Δεσπότην ύμνησον η κτιστών φύσις. Τον Κύριον υμνείτε τα έργα, και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας.

Ευλογείτε πάντα τα έργα Κυρίου, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. Ευλογείτε, άγγελοι Κυρίου, ουρανοί Κυρίου, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. Ευλογείτε ύδατα, πάντα τα υπεράνω των ουρανών, πάσαι αι δυνάμεις Κυρίου, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. Ευλογείτε, ήλιος και σελήνη, άστρα του ουρανού, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. Ευλογείτε, πας όμβρος και δρόσος και πάντα τα πνεύματα, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. Ευλογείτε, πυρ και καύμα, ψύχος και καύσων, τον Κυριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. Ευλογείτε, δρόσοι και νιφετοί, πάγοι και ψύχος, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. Ευλογείτε, φως και σκότος, νύκτες και ημέραι, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. Ευλογείτε, γη, όρη και βουνοί και πάντα τα φυόμενα εν αυτή, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. Ευλογείτε, πηγαί, θάλασσα και ποταμοί, κήτη και πάντα τα κινούμενα εν τοις ύδασι, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. Ευλογείτε, πάντα τα πετεινά του ουρανού, τα θηρία και πάντα τα κτήνη, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. Ευλογείτε, υιοί των ανθρώπων, ευλογείτω Ισραήλ, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. Ευλογείτε, ιερείς Κυρίου, δούλοι Κυρίου τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. Ευλογείτε, πνεύματα και ψυχαί δικαίων, όσιοι και ταπεινοί τη καρδία, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. Ευλογείτε, Ανανία, Αζαρία, και Μισαήλ, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. Ευλογείτε, Απόστολοι, Προφήται και Μάρτυρες Κυρίου, τον Κύριον υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας. Ευλογούμεν Πατέρα, Υιόν και ’Αγιον Πνεύμα, τον Κύριον· υμνούμεν και υπερυψούμεν αυτόν εις τους αιώνας. Αινούμεν, ευλογούμεν και προσκυνούμεν τον Κύριον· υμνούντες και υπερυψούντες αυτόν εις τους αιώνας.


* * *

ΩΔΗ ΕΝΑΤΗ
Ωδή της Θεοτόκου (Εκ του κατά Λουκάν κεφ. Α’ 46). Τον Υιόν υμνεί και Θεόν, Μήτηρ Κόρη. Την Θεοτόκον εν ύμνοις μεγαλύνωμεν.

Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ τω σωτήρι μου. ’Οτι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν της δούλης αυτού· ιδού γαρ από του νυν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί. ’Οτι εποίησε μοι μεγαλεία ο Δυνατός και άγιον το όνομα αυτού. Και το έλεος αυτού εις γενεάν και γενεάν τοις φοβουμένοις αυτόν. Εποίησε κράτος εν βραχίονι αυτού, διεσκόρπισεν υπερηφάνους διανοία καρδίας αυτών. Καθείλε δυνάστας από θρόνων και ύψωσε ταπεινούς· πεινώντας ενέπλησεν αγαθών και πλουτούντας εξαπέστειλε κενούς. Αντελάβετο Ισραήλ παιδός αυτού μνησθήναι ελέους, καθώς ελάλησε προς τους Πατέρας ημών, τω Αβραάμ και τω σπέρματι αυτού έως αιώνος.


* * *

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΖΑΧΑΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

(Εκ του κατά Λουκάν κεφ. Α’ 68). Ο Ζαχαρίας ευλογεί Παιδός τόκον.

Ευλογητός Κύριος ο Θεός του Ισραήλ, ότι επεσκέψατο και εποίησε λύτρωσιν τω λαώ αυτού. Και ήγειρε κέρας σωτηρίας ημίν εν τω οίκω Δαυίδ του παιδός αυτού. Καθώς ελάλησε δια στόματος των αγίων, των απ’ αιώνος Προφητών αυτού. Σωτηρίαν εξ εχθρών ημών και εκ χειρός πάντων των μισούντων ημάς. Ποιήσαι έλεος μετά των Πατέρων ημών και μνησθήναι διαθήκης αγίας αυτού. ’Ορκον, όν ώμοσε προς Αβραάμ τον πατέρα ημών, του δούναι ημίν αφόβως, εκ χειρός των εχθρών ημών ρυσθέντας. Λατρεύειν αυτώ εν οσιότητι και δικαιοσύνη ενώπιον αυτού, πάσας τας ημέρας της ζωής ημών. Και σύ, Παιδίον, Προφήτης Υψίστου κληθήση· προπορεύση γαρ προ προσώπου Κυρίου ετοιμάσαι οδούς αυτου. Του δούναι γνώσιν σωτηρίας τω λαώ αυτού, εν αφέσει αμαρτιών αυτών δια σπλάχνα ελέους Θεού ημών. Εν οις επεσκέψατο ημάς ανατολή εξ ύψους, επιφάναι τοις εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένοις. Του κατευθύναι τους πόδας ημών εις οδόν ειρήνης.

ΤΕΛΟΣ


Από Κυριακής του Αντιπάσχα – Θωμά μέχρι της 21ης Σεπτεμβρίου

Αναγινώσκονται τρία Καθίσματα του Ψαλτηρίου καθ’ εκάστην, δύο εν τω ’Ορθρω και εν εν τω Εσπερινώ. Τη Κυριακή εσπέρας ου στιχολογείται το Ψαλτήριον.

1.    Τη Κυριακή  εις μεν την α’ και β’ στιχολογίαν αναγινώσκεται το 2ον και 3ον Κάθισμα, εις δε την γ’ ο ’Αμωμος ή ο Πολυέλεος.
2.    Τη Δευτέρα πρωί εις την α’ και β’ στιχολογίαν το 4ον και 5ον. Εις τον Εσπερινόν το 6ον.
3.    Τη Τρίτη μεν πρωί το 7ον και 8ον τω δε Εσπέρας το 90ν.
4.    Τη Τετάρτη μεν πρωί το 10ον και 11ον , τω δε Εσπέρας το 12ον.
5.    Τη Πέμπτη μεν πρωί το 13ον και 14ον, εις δε στον Εσπερινόν το 15ον.
6.    Τη Παρασκευή μεν πρωί το 19ον και 20ον, τω δε εσπέρας το 18ον.
7.    Τω Σαββάτω μεν πρωί αναγινώσκεται το 16ον και 17ον, τω δε Εσπέρας το 1ον Κάθισμα του Ψαλτηρίου.

Πότε αναγινώσκεται Πολυέλεος

Κατά το Τυπικόν αναγινώσκεται Πολυέλεος: τη Κυριακή του Θωμά, τη Πέμπτη της Αναλήψεως, τη Κυριακή της Πεντηκοστής και εν μνήμαις εορταζομένων Αγίων εν οιαδήποτε ημέρα αν συμπέσωσιν, ήτοι: του Αγίου Γεωργίου, τη 8η και 21η Μαϊου, τη 24η και 29η Ιουνίου, τη 11η (Αγ. Ευφημίας) και 27η Ιουλίου. Τη 6η, 15η και 29η Αυγούστου. Τη 8η, 14η και 26η Σεπτεμβρίου. Τη 11η – 17η (αγίων Πατέρων) Οκτωβρίου και τη 26η ιδίου μηνός ο 134ος ψαλμός. Τη 8η (8η αγ. Νεκταρίου), 21η και 30η Νοεμβρίου. Τη 6η και 25η Δεκεμβρίου. Τη 1η, 6η, 17η, 18η, 20η, 25η, 27η και 30η Ιανουαρίου. Τη 2α και 10η Φεβρουαρίου. Τη 9η Μαρτίου (εν Κυριακή) και τη 25η ιδίου. Επίσης επί τη μνήμη οιουδήποτε Αγίου εν τω Πανηγυρίζοντι ναώ.



ΠΙΝΑΞ ΤΩΝ ΨΑΛΜΩΝ

ΑΠΑΣΗΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΟΝΥΚΤΙΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ ΤΗΣ ΕΝ ΤΩ ΜΕΓ. ΩΡΟΛΟΓΙΩ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΗΣ



ΨΑΛΜΟΙ

Του Μεσονυκτικού

Του Μεσονυκτικού του Σαββάτου

Του ’Ορθρου


Του εξάψαλμου

Των Αίνων

Της Πρώτης ’Ωρας

Του Μεσωρίου της Α’ Ώρας

Της Τρίτης ’Ωρας

Του Μεσωρίου της Γ’ ’Ωρας

Της ’Εκτης ’Ωρας

Του Μεσωρίου της ΣΤ’ ’Ωρας

Των Τυπικών

Της Ενάτης ’Ωρας

Του Μεσωρίου της Θ’ ’Ωρας

Του Εσπερινού

Του Μεγάλου Αποδείπνου

Του Μικρού Αποδείπνου


Της Μεταλήψεως