ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ
ΥΙΟΥ
Η
παραβολή του ασώτου υιού ή όπως έχει επικρατήσει πιο σωστά η παραβολή του
εύσπλαχνου πατέρα προσφέρει μοναδικές ευκαιρίες πνευματικής εμβάθυνσης αλλά και
μία ευκαιρία ουσιαστικής έμπνευσης από τη μετάνοια του παραστρατημένου υιού.
Μίας μετάνοιας που μπορεί να αποτελέσει κάλεσμα για την προσωπική μας μετάνοια
και να μας προσφέρει τη δυνατότητα υιικής αποκαταστάσεως στη χαρά του Πατέρα -
Θεού.
Ο άσωτος υιός βιάζεται να φύγει από τα δεσμά
του πατέρα και φεύγει γρήγορα σε χώρα μακρινή να ζήσει ασώτως[1]. Μιμείται
τον Αδάμ θέλοντας να γίνει θεός στη θέση του Θεού – χωρίς τον Θεό. Διαπιστώνουμε
ότι ο πατέρας δεν μπαίνει σε διαδικασία να μεταπείσει τον υιό. Τον αφήνει στην
επιλογή του σεβόμενος απόλυτα την ελευθερία του παιδιού του. Ουσιαστικά
κενώνεται μπροστά στο αυτεξούσιο του υιού αλλά και με αυτόν τον τρόπο διατηρεί
τη σχέση του με αυτόν, αποφεύγοντας τη σύγκρουση η οποία θα μπορούσε να
καταστρέψει κάθε γέφυρα μελλοντικής επικοινωνίας.
Ακολούθως,
εκεί που ζει ασώτως ο υιός, δαπανεί όλη του την περιουσία και δοκιμάζει το
ισχυρό λιμό που έρχεται. Η αμαρτία, ενώ στην αρχή φαίνεται ότι μπορεί να
προσφέρει ευχαρίστηση στον άνθρωπο σύντομα καταλήγει να μην μπορεί να τον
χορτάσει. Επέρχεται πνευματική πείνα που δεν καλύπτεται ούτε φυσικά από την
τροφή των χοίρων με την οποία φιλοδοξεί ο άσωτος να χορτάσει. Η ουσία του, τα
χαρίσματά του δαπανώνται στα πάθη, στη βιολογική αλλά φθαρτή ζωή. Και τελικώς
επαληθεύεται ο λόγος του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου όταν λέει ότι η ηδονή
της αμαρτίας βρίσκεται στη σκέψη της και μόλις γίνει πράξη παύει και η ηδονή
και έρχεται η οδύνη. Δηλαδή, υπάρχει ένας πνευματικός νόμος κατά τον οποίο ο
άνθρωπος αμαρτάνει ξανά και ξανά για να γευθεί την ηδονή η οποία είναι
πρόσκαιρη και έτσι ο εχθρός αιχμαλωτίζει τον άνθρωπο. Οπότε η ψυχή αιχμαλωτίζεται
και ουσιαστικά αρχίζει ο πνευματικός μαρασμός – θάνατος από την απουσία του
Θεού.
Αυτός
ο λιμός, η πείνα, είναι αποτέλεσμα της πτώσης του ανθρώπου οπότε και επέρχεται
η αηδία[2]. Ο
άνθρωπος ως έννοια του «άνω θρώσκω» φτιάχτηκε για τα υψηλά, για την αφθαρσία
κοντά στο Θεό. Επομένως, όταν ο άνθρωπος στερείται του Άρτου της Όντως Ζωής από
ύπαρξη με προοπτική αιωνιότητος γίνεται μία βιολογική ύπαρξη η οποία όσο πιο
βαθειά βουτάει στην αμαρτία τόσο μιμείται τον εχθρό, μολύνεται και ζει μια ζωή
από χριστομίμητη και αφθαρσίας σε ζωή χοϊκή, ζωώδη, σε πρόσκαιρη ζωή βιολογικού
θανάτου.
«Εις
εαυτόν δε ελθών» αρχίζει να συνειδητοποιεί την πτώση του, την απώλεια των θείων
χαρισμάτων του και την απώλεια την πατρώας κατάστασής του. Έχει πλέον ο ίδιος
γευθεί τους καρπούς του δρόμου του εγωιστικού του θελήματος. Και συγκρίνει την
τωρινή του κατάσταση με την προηγούμενη. Το πώς ζούσε κοντά στον πατέρα και το
πώς ζει μακριά του. Και παίρνει λοιπόν την απόφαση της επιστροφής. Ενθυμείται
τον πατέρα γιατί τον αισθανόταν ως πατέρα του, είχε ακόμα σχέση με τον πατέρα
του και παίρνει το ρίσκο της συντριβής της ταπείνωσης αντί του πνευματικού
θανάτου και την εμμονή στο εγώ του.
Και
ο Πατέρας τον είδε από μακριά γιατί πάντα τον περίμενε. Και τρέχει ο Πατέρας
προς τον χαμένο υιό για να τον καταφιλήσει και να χαρεί την επιστροφή του.
Ακολουθεί τότε η εξομολόγηση. Ο Άγιος Συμεών λέει πως στην παραβολή του ασώτου προτυπώνεται
το μυστήριο της μετανοίας – εξομολογήσεως. «Πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν και
ενώπιόν σου και ουκ ειμι άξιος κληθήναι υιός σου, αλλά ποίησον με ως ένα των
μισθίων σου». Με αυτά τα λόγια ο άσωτος υιός συντρίβεται και μετανοεί ενώπιον
του πατέρα του.
Στην εξομολόγηση δεν αναλύουμε τις πράξεις μας, ούτε τις
σκέψεις μας[3]. «Μη
μέτρει σεαυτόν εν παντί έργω σου[4]».
Δεν ασχολούμαστε με την αμαρτία αλλά εκφράζουμε την αποτυχία μας, την καταθέτουμε στον Θεό και παραδινόμαστε
στο θέλημά Του. Ένας σύγχρονος πατέρας της Εκκλησίας αναφέρει σε μια ομιλία
του: « Ας επιλανθανώμεθα των όπισθεν και ας μην μας ενδιαφέρη το
τι κάναμε. Διότι, εξετάζοντας τι κάναμε, ανακαλύπτουμε ότι κάναμε κάτι σπουδαίο
ή κάτι κακό, κάτι μεγαλύτερο και ωραιότερο και επιτυχέστερο από αυτό που κάνει
ο άλλος, ή κάτι μικρότερο. Είτε καθ’ εαυτό το κρίνουμε είτε εν σχέσει προς τον
άλλον, θα περιπέσωμε σε μια από τις δύο παγίδες: ή στην υπερηφάνεια, αν θα
είναι καλό η καλύτερο, ή στην απογοήτευση, στην κακομοιριά, στην κατάπτωσι της
υπάρξεως μας, αν δεν είναι καλό. Διότι, όσο και αν νομίζουμε ότι είμαστε
ώριμοι, όσο και αν πιστεύουμε ότι έχομε δύναμι, μέσα μας φέρομε την αδυναμία
του Αδάμ και της Εύας, το εύθραυστο εγώ, που μας κληροδότησαν οι προπάτορες μας».
«Για να μένης λοιπόν ατάραχος στους
λογισμούς σου, ποτέ μην κάθεσαι να λογαριάσης τι έκανες. Αυτό ισχύει για κάθε
τι που μας συμβαίνει. Στην εξομολόγηση δεν κάνω ανάλυσι των έργων μου, αλλά
αναφορά των αμαρτημάτων μου. Αυτό είναι διαφορετικό, διότι δεν αξιολογώ τα έργα
μου, απλώς τα αναφέρω. Δεν κάθομαι προηγουμένως να σκεφθώ τι έκανα και τι δεν
έκανα, διότι αυτό δημιουργεί πνιγηρή ατμόσφαιρα στην ψυχή μου. Εάν
διαπιστώσουμε ότι πάμε καλύτερα, καταλαβαίνετε σε τι βαθμό εγωισμού μπορούμε να
πέσουμε. Το «μη μέτρει σεαυτόν εν παντί έργω σου» είναι πραγματική σοφία. Οι
περισσότεροι, όταν πέφτωμε, πέφτομε και γι’ αυτόν τον λόγο, ή τον
χρησιμοποιούμε για να δικαιολογούμε τα πάθη μας. Αμάρτησα, λόγου χάριν, μια
φορά και μετά λέγω: Τι ωφελεί τώρα να μετανοήσω;»[5]
Και η αντίδραση του Πατέρα είναι σε
αυτό το πλαίσιο. Δεν ασχολείται με την αμαρτία αλλά με την επιστροφή του
απολωλότος προβάτου για το οποίον χαίρει περισσότερο μάλλον παρά για τα
ενενήκοντα εννέα που δεν χάθηκαν. Δεν τον ακούει καν τον υιό. Αγνοεί τη διάθεση
του υιού να αυτοτιμωρηθεί και να γίνει υπηρέτης αντί για υιός. Δεν ζητάει ο
Πατέρας δικαίωση γι’ αυτό και δεν εξουθενεί τον υιό του. Η αντίδρασή του είναι
το ζητούμενό Του: η πλήρης αποκατάσταση
του υιού στην αγκαλιά του Θεού. Πάντα συμπεριφέρεται αρχοντικά ο Θεός. Δεν
κρίνει «μπακαλίστικα». Δίνει εντολή στους δούλους του να φορέσουν στον υιό
καινούρια επίσημη στολή, υποδήματα στα πόδια, δακτυλίδι στο χέρι και να σφάξουν
το καλό το μοσχαράκι για να ευφρανθούν την επιστροφή του χαμένου παιδιού. Κατά
τους Πατέρες η στολή η καινούρια είναι η καθαρότητα της ψυχής που ακολουθεί
μετά την αληθινή εξομολόγηση. Δείχνει τη λαμπρότητα της ψυχής που βρίσκεται
κοντά στο Θεό. Το δακτυλίδι είναι το σύμβολο της δύναμης ότι πλέον είναι
ελεύθερος και δεν εξουσιάζεται από τα πάθη του. Τα υποδήματα δείχνουν ότι πλέον
ο μετανοημένος βαδίζει την οδό του Κυρίου. Και τέλος, το χαρμόσυνο τραπέζι
είναι το πνευματικό τραπέζι της Θείας Ευχαριστίας και το πνευματικό πανηγύρι
που ακολουθεί. Δεν υπάρχει τιμωρία, δεν υπάρχει καταδίκη, δύναμη και εξουσία.
Ούτε εξουδένωση. Υπάρχουν μόνο απόλυτη ελευθερία, απέραντη αγάπη και ανέκφραστη
χαρά.
Από την άλλη μεριά έχουμε την
περίπτωση του πρεσβύτερου υιού. Ερχόμενος από την εργασία στα χωράφια βλέπει
και ακούει τη γιορτή και ζητάει να μάθει από έναν υπηρέτη την αιτία της χαράς.
Όταν μαθαίνει ότι επέστρεψε ο αδελφός του οργίστηκε και δεν ήθελε να μετέχει σε
αυτή τη χαρά. Βγαίνει έξω ο πατέρας του και τον παρακαλεί να κοινωνήσει της
χαράς της επιστροφής του χαμένου του αδελφού. Τότε ο πρεσβύτερος υιός
διαμαρτύρεται και επαναστατεί και αυτός τώρα προς τον πατέρα του. Αποκαλεί τον
αδελφό του ως υιό του πατέρα αλλά όχι ως αδελφό του. Ασχολείται με τις πράξεις
του «άλλου υιού». Με την ασωτεία του. Και περιμένει την τιμωρία του άλλου
αδελφού η οποία όμως ουσιαστικά θα αποτελεί τη δική του αυτοδικαίωση ως «καλού
υιού». Αρνείται την μετάνοια του αδελφού του. Αρνείται την αξία της ψυχής του
αδελφού του. Αρνείται την αγάπη του Πατέρα προς τον υιό και του αδελφού προς
τον αδελφό. Και επαναστατεί προς τον πατέρα λέγοντας ότι ενώ τόσα έτη ποτέ δεν
του παρέβηκε εντολή ωστόσο δεν τον δικαίωσε με το να του δώσει ένα κατσικάκι να
χαρεί με τους φίλους του.
Από τα λεγόμενά του ο πρεσβύτερος
υιός αποκαλύπτει το πραγματικό του πρόσωπο αλλά και την αληθινή σχέση που είχε
με τον πατέρα του. Η σχέση του τελικά με τον πατέρα δεν ήταν σχέση αγάπης και
ελευθερίας αλλά σχέση εξαναγκασμού και συναλλαγής. Είναι σαν να λέει στον
πατέρα του: «είμαι εντάξει στις τυπικές υποχρεώσεις μου οπότε και εσύ θέλω να
με τιμάς και να με αγαπάς και να μην έχουμε προβλήματα εφόσον το αξίζω αφού δεν
σου δημιουργώ μπελάδες». Σου δίνω για να πάρω. Η σχέση όμως δεν είναι
συναλλαγή. Δεν είναι εμπόριο. Δεν εξαγοράζεις σχέση και αγάπη. Και φυσικά όταν
έχεις τέτοιου είδους σχέση δεν μπορείς να είσαι χαρούμενος γιατί θα πρέπει να
κρύβεσαι εφόσον δεν θέλεις να συνάψεις μία βαθειά σχέση με τον άλλο όπου θα
πρέπει να εκτεθείς πραγματικά.
Ο άσωτος υιός κατά τον πρεσβύτερο,
εφόσον έφυγε και αμάρτησε δεν αξίζει να είναι πλέον υιός. Ενώ εγώ που δεν
αμάρτησα αξίζω. Παρόλο λοιπόν που ο πρεσβύτερος υιός δεν είχε φύγει όπως ο
άσωτος, εντούτοις δεν είχε αυθεντική πατρική-υική σχέση με τον πατέρα του αλλά
ήταν μία σχέση εξαναγκασμού ώστε να μην εκτεθεί στον πατέρα του και φανεί η
αδυναμία του και η μειονεξία του ενώπιον του πατέρα του που τον έβλεπε περισσότερο
ως αφεντικό παρά ως πατέρα. Ίσως να είχε αρετές αλλά αυτές ήταν αποκομμένες από
τον Θεό. Ήταν αρετές αυτόνομες άρα εγωιστικές. Χωρίς αγάπη.
Ο Πατέρας του απαντάει ίσως και με
περισσότερη αγάπη απ’ ότι δέχτηκε τον άσωτο υιό. Προσπαθεί να τον παιδαγωγήσει
και να του δείξει ότι ένας άνθρωπος δεν αξίζει του τίτλου της υιότητος από την
αμαρτία ή την αναμαρτησία του αλλά από την Πατρική αγάπη και φιλανθρωπία.
Συνάμα όμως και από τη διάθεσή μας να μετανοήσουμε και να επιστρέψουμε στην
αγκαλιά του Θεού. Ουσιαστικά δεν είναι η αμαρτία που μας κρίνει απέναντι στον
Θεό όσο η αμετανοησία μας δηλαδή η διάθεσή μας να αυτοδικαιωθούμε χωρίς τον
Θεό. Γι’ αυτό και όταν κρίνουμε τον αδελφό μας ουσιαστικά κρίνουμε τον ίδιο τον
Θεό ως άδικο και «αθωώνουμε» τον εαυτό μας ως αδικημένο. «Πας άνθρωπος όμως
ψεύστης[6]». Γι’ αυτό και λένε οι
πατέρες ότι ο πραγματικός εχθρός της μετανοίας είναι η κατάκριση του αδελφού.
Ο
πατέρας όμως ως φιλάνθρωπος και αγαπητικός, ως «εραστής» των ψυχών των παιδιών
του δεν καταλαβαίνει αυτά που του λέει ο μεγαλύτερος υιός του. Του απαντάει ότι
δεν υπάρχουν δικά μου και δικά σου αλλά ό,τι είναι δικό μου είναι και δικό σου.
Δεν υπάρχει ιδιοκτησία που να οδηγεί σε όρια γιατί η πατρική αγάπη δεν έχει
φραγμούς και δικαιώματα, τύπους και φόρμες. Η αγάπη ου ζητεί τα εαυτής[7],
ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη
αληθεία, πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. η αγάπη ουδέποτε
εκπίπτει. Αυτή είναι η αληθινή θυσιαστική αγάπη που μας καλεί να μιμηθούμε ο
Θεός.
Γι’
αυτό και πρέπει να χαρούμε, συνεχίζει ο Πατέρας, επειδή αυτός ο αδελφός σου,
ήταν νεκρός και ξαναέζησε, ήταν χαμένος και βρέθηκε. Έτσι λογίζει την αληθινή
μετάνοια ο Πατέρας ως επιστροφή στην πατρώα δόξα, επιστροφή στην Όντως Ζωή
γιατί τότε η βιολογική ζωή παύει να είναι πεπερασμένη αλλά πνευματικοποιείται
και αφθαρτοποιείται. Γίνεται θεϊκή και αθάνατη και τότε μόνο άρρητη χαρά και
δοξολογία μπορεί να ακολουθήσει (ένθα ο των εορταζόντων ήχος ο ακατάπαυστος και
η απέραντος ηδονή των καθορόντων του Σου προσώπου το κάλλος το άρρητον[8],[9]).
Συνοψίζοντας
τα παραπάνω, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι στην παραβολή του ασώτου υιού βρίσκουμε
όλο το μεγαλείο της αληθινής μετανοίας[10]. Συναντάμε
το άπειρο έλεος, την άβυσσο της ευσπλαχνίας και την αμέτρητη αγάπη του Θεού
προς τους αμαρτωλούς, διδασκόμαστε για το πώς θα πρέπει να προσεγγίζουμε το
μυστήριο της μετανοίας – εξομολογήσεως, παίρνουμε υπόδειγμα παιδαγωγίας από τον
τρόπο που συμπεριφέρεται στα παιδιά του ο πατέρας αλλά και το πιο σημαντικό
είναι ότι διδασκόμαστε ότι ο Θεός είναι μόνον αγάπη και όχι σαδιστής τιμωρός
αλλά πράος και ταπεινός τη καρδία. Ο Θεός είναι επιεικής προς τους αμαρτωλούς
αλλά ζητάει να πράττουμε και εμείς το ίδιο προς τους άλλους ώστε να μην
κρίνουμε ίνα μη κριθούμε.
Από
δύο εντολές κρέμεται όλος ο νόμος και οι Προφήτες: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν
εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη διανοία σου και τον
πλησίον σου ως σεαυτόν[11]».
Ο Θεός είναι Πρόσωπο και ως πρόσωπο πρέπει να τον αναζητούμε και να συνάπτουμε
σχέση μαζί Του. Να Τον συναντήσουμε. Είναι το Πρόσωπο του Πατέρα και εμείς
είμαστε τα παιδιά του αλλά θέλει «πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας
ελθείν[12]».
Θέλει
εν τέλει ο Θεός να καταλάβουμε ότι δεν ανακαλύπτεται από τους δίκαιους αλλά
αποκαλύπτεται στους ταπεινούς. Δεν θέλει να έχουμε εγωιστική αξία αλλά θέλει να
βρούμε την αληθινή αξία μας μέσα από την υιοθεσία μας από τον Θεό. Θέλει από
εμάς όχι την τυπική τήρηση των εντολών, δεν αντέχει ο Θεός τη μωρή παρθενία χωρίς
ελεημοσύνη αλλά ευαρεστείται με τον θρήνο του Αδάμ[13], την
προσευχή του Τελώνη, τα δάκρυα της Πόρνης, τη μετάνοια του Ληστή, την επιστροφή
του Ασώτου.
[1]
Λουκ.ιε’, 13
[2] Αββάς
Ισαάκ ο Σύρος
[3] Άγιος
Σιλουανός ο Αθωνίτης Διδασκαλία Περί λογισμών
[4] Αββάς
Ησαΐας
[5] Γέροντος
Αιμιλιανού Προηγούμενου της Ι.Μ. Σίμωνος Πέτρας Αγίου Όρους
[6] Ψαλμός
115
[7] Α’ προς
Κορινθίους επιστολή Παύλου
[8]
Ακολουθία Θείας Ευχαριστίας
[9] «Ἐφέσεως ἀληθοῦς ἐπέτυχες, ἐγκρατείᾳ ταπεινώσας τὰ πάθη καὶ
πρὸν Θεὸν προσεχώρησας χαίρων, καὶ ὀρεκτῶν ἀκροτάτῳ παρίστασαι, Πορφύριε, ἱεραρχῶν
καὶ ποιμένων κανὼν ἀκριβέστατος». ΣΤ’ Ωδή Κανόνος Αγίου Πορφυρίου επισκόπου
Γάζης, από το βιβλίο «Βίος και Λόγοι του Αγίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου »,
εκδ. Ι.Μ.Χρυσοπηγής Χανίων.
[10] Δεινόν
η ραθυμία, Μεγάλη η μετάνοια (Ακολουθία Μεγ.Εβδομάδος)
[11]
Ματθ.22, 36
[12]
Ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως
[13] Αγίου
Σιλουανού του Αθωνίτου «Ο θρήνος του Αδάμ»