ΠΡΟΣ
ΕΒΡΑΙΟΥΣ Β´ 11 - 18
11 ὅ τε γὰρ ἁγιάζων
καὶ οἱ ἁγιαζόμενοι ἐξ ἑνὸς πάντες· δι’ ἣν αἰτίαν οὐκ ἐπαισχύνεται ἀδελφοὺς αὐτοὺς
καλεῖν, 12 λέγων· ἀπαγγελῶ τὸ ὄνομά σου τοῖς ἀδελφοῖς μου, ἐν μέσῳ ἐκκλησίας
ὑμνήσω σε· 13 καὶ πάλιν· ἐγὼ ἔσομαι πεποιθὼς ἐπ’ αὐτῷ· καὶ πάλιν· ἰδοὺ
ἐγὼ καὶ τὰ παιδία ἅ μοι ἔδωκεν ὁ Θεός. 14 ἐπεὶ οὖν τὰ παιδία κεκοινώνηκε
σαρκός καὶ αἵματος, καὶ αὐτὸς παραπλησίως μετέσχε τῶν αὐτῶν, ἵνα διὰ τοῦ θανάτου
καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ’ ἔστι τὸν διάβολον, 15 καὶ
ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας. 16 οὐ
γὰρ δήπου ἀγγέλων ἐπιλαμβάνεται, ἀλλὰ σπέρματος Ἀβραὰμ ἐπιλαμβάνεται. 17 ὅθεν
ὤφειλε κατὰ πάντα τοῖς ἀδελφοῖς ὁμοιωθῆναι, ἵνα ἐλεήμων γένηται καὶ πιστὸς ἀρχιερεὺς
τὰ πρὸς τὸν Θεόν, εἰς τὸ ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ. 18 ἐν ᾧ γὰρ
πέπονθεν αὐτὸς πειρασθείς, δύναται τοῖς πειραζομένοις βοηθῆσαι.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ
ΠΡΟΣ
ΕΒΡΑΙΟΥΣ Β´ 11 - 18
11 Ὑπάρχει δὲ
στενὸς σύνδεσμος μεταξὺ τοῦ ἀρχηγοῦ σωτηρίας καὶ ἐκείνων, ποῦ σώζονται δι’ αὐτοῦ.
Διότι καὶ ὁ Ἰησοῦς, ποὺ μᾶς ἁγιάζει καὶ μᾶς σώζει, καὶ ἡμεῖς, ποὺ ἁγιαζόμεθα καὶ
σωζόμεθα, ὅλοι καταγόμεθα ἀπὸ ἕνα Πατέρα. Δι’ αὐτὴν δὲ τὴν αἰτίαν δὲν ἐντρέπεται
ὁ Ἰησοῦς νὰ ὀνομάζῃ ὅλους τοὺς ἀδελφούς του, 12 λέγων· Θὰ διακηρύξω
καὶ θὰ ὁμολογήσω τὸ ὄνομά σου εἰς τοὺς ἀδελφούς μου, ἐν μέσῳ συνάξεως θὰ σὲ ἀνυμνήσω 13 Καὶ
πάλιν δεικνύων, ὅτι ἔγινεν ὅμοιος καὶ ἐσυγγένευσε μὲ ἡμᾶς λέγει· Ἐγὼ ὁ Μεσσίας ὡς
ἄνθρωπος θὰ στηρίξω τὴν πεποίθησίν μου ἐπ’ αὐτοῦ, τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός. Καὶ πάλι
λέγει· Ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδία, ποὺ μοῦ ἔδωκεν ὁ Θεός. 14 Ἐπειδὴ λοιπὸν
τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ ἔχουν συμμετάσχει τῆς ἀσθενοῦς καὶ φθαρτῆς ἀνθρωπίνης φύσεως,
διὰ τοῦτο καὶ αὐτὸς παρομοίως μετέσχε τῆς αὐτῆς φύσεως καὶ ἀληθῶς ἐνηνθρώπησε,
διὰ νὰ καταστήσῃ μὲ τὸν θάνατόν του ἀνίσχυρον ἐκεῖνον, ποὺ εἶχε τὴν δύναμιν καὶ
τὸ κράτος τοῦ θανάτου δηλαδὴ τὸν διάβολον. 15 Καὶ ἔτσι νὰ ἀπαλλάξῃ αὐτούς,
ποῦ ἕνεκα τοῦ φόβου, ποὺ εἶχαν πρὸς τὸν θάνατον, εἰς ὁλόκληρον τὴν ζωήν των
κατεκρατοῦντο ἀπὸ τὴν δουλείαν τῆς ἀνησυχίας καὶ τῆς ἀγωνίας, μήπως ἀποθάνουν
καὶ στερηθοῦν μὲν τὴν παροῦσαν ζωήν, ὑποστοῦν δὲ καὶ τὰ δεινὰ τῆς μετὰ θάνατον
καταδίκης. 16 Ἦτο λοιπὸν ἀναγκαῖον νὰ ἐνανθρωπήσῃ ὁ Υἱός, διότι ἀναμφιβόλως
δὲν ἔρχεται νὰ βοηθήσῃ ἀγγέλους, ὁπότε, ἀφοῦ οἱ ἄγγελοι εἶναι ἄσαρκοι, καὶ αὐτὸς
δὲν θὰ ἦτο ἀνάγκη νὰ φορέσῃ σάρκα· ἀλλ’ ἔρχεται εἰς βοήθειαν τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἀβραάμ. 17 Ὤφειλε
λοιπόν, προκειμένου νὰ βοηθήσῃ ἀνθρώπους, νὰ ἐξομοιωθῇ καθ’ ὅλα πρὸς τοὺς ἀδελφούς
του τούτους, καὶ νὰ γίνῃ Ἀρχιερεὺς σπλαγχνικὸς καὶ ἄξιος νὰ βασίζεται ὁ καθένας
μας εἰς αὐτόν· Ἀρχιερεὺς εὐπρόσδεκτος δι’ ἐκεῖνα, ποὺ πρέπει νὰ γίνωνται καὶ νὰ
προσφέρωνται εἰς τὸν Θεὸν διὰ τὴν ἐξιλέωσιν καὶ συγχώρησιν τοῦ λαοῦ. 18 Ἔγινε
δὲ σπλαγχνικὸς μὲ τὴν ἐξομοίωσίν του πρὸς ἡμᾶς, διότι, ἐφ’ ὅσον ἔχει πάθει καὶ ἐδοκίμασεν
ὁ ἴδιος πειρασμούς, μὲ πολλὴν συμπάθειαν, ἐνθυμούμενος τί καὶ αὐτὸς ὑπέφερε, θὰ
βοηθήσῃ ἐκείνους, ποὺ πειράζονται καὶ δοκιμάζονται.
ΠΗΓΗ:
www.saint.gr