ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΞΑΝΘΗΣ
ΚΑΙ ΠΕΡΙΘΕΩΡΙΟΥ ΞΑΝΘΗ
20-9-2015
ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
«ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΕΧΕΙΝ»
Ἐκεῖνο ποὺ
κυριολεκτικὰ μαστίζει τὸν ἄνθρωπο, ἰδιαίτερα τῆς ἐποχῆς μας, εἶναι τὸ αἴσθημα
τῆς ἀνασφάλειας καὶ ἀβεβαιότητας, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ συνέπεια τῆς ἁμαρτίας, τῆς
προσπάθειας τοῦ ἀνθρώπου νὰ γίνει αὐτὸς ὁ ἴδιος κυρίαρχος τοῦ ἑαυτοῦ του
ἐκθρονίζοντας τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ θέση τοῦ δημιουργοῦ καὶ κυρίου του. Ἔτσι ὅμως
δημιουργεῖται μέσα στὸν ἄνθρωπο ἕνα τεράστιο καὶ τρομακτικὸ κενό, τὸ ὁποῖο
νομίζει ὅτι ἀντιμετωπίζει σωρεύοντας πολλὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ὥστε νὰ ἐξασφαλίσει
σιγουριὰ μέσα στὸν κόσμο καὶ νὰ ἀποφεύγει τὴν ἐνοχλητικὴ σκέψη τοῦ θανάτου.
Μὲ
ὅλα αὐτὰ δὲν πετυχαίνει ὁ ἄνθρωπος τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ ξεγελάει τὸν ἴδιο τὸν
ἑαυτό του. Γιατί ἡ
φτώχεια ἡ πνευματική δέν κρύβεται οὔτε μέ τά πιό φανταχτερά ὑλικά ἀγαθά. Ἡ ὕπαρξη
προηγεῖται ἀξιολογικά
τῶν διαφόρων ἀποκτημάτων της. Νά μία πολύ
σπουδαία ἀλήθεια πού μᾶς θυμίζει τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ἰδιαίτερα
μέ τή φράση «Τί ὠφελεῖ τὸν ἄνθρωπο ἐὰν κερδίσει τὸν κόσμο ὅλο, χάσει ὅμως τὴν
ψυχή του».
Ἡ
«ψυχὴ» δηλώνει, σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία Γραφή, τὴ ζωή, τὸ εἶναι, καὶ ὁ «κόσμος
ὅλος» τὸ ἔχειν. Τήν ἀλήθεια
αὐτή τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου τή λησμονεῖ συχνά ὁ ἄνθρωπος
τῆς ἐποχῆς μας, πού οἱ τεχνικές δυνατότητες, ἡ ἐπιστημονική
ἐξέλιξη καί ὁ μεγάλος πλοῦτος, τουλάχιστο σέ ὁρισμένες περιοχές τοῦ πλανήτη μας, τόν κάνουν νά
συγκεντρώνει τήν προσοχή του στήν ἀπόκτηση
ἀγαθῶν,
στά βαρύγδουπα λόγια, στίς ἠχηρές
καί κούφιες ἐκφράσεις,
μέ μία λέξη στό «ἔχειν»,
πού γίνεται μέ ζημία τοῦ
«εἶναι», τῆς ἀληθινῆς ὑπάρξεως.
Ἐπίσης, οἱ πράξεις βίας πού ἀφθονοῦν στήν ἐποχή μας σέ ἐντυπωσιακό βαθμό εἶναι ἕνα
σημάδι πού δείχνει ὅτι
ὁ ἄνθρωπος
ξέχασε τό πραγματικό εἶναι
καί ἐνδιαφέρεται μόνο νά ἔχει, νά κατέχει ὅσο μπορεῖ περισσότερα πράγματα καί ὅσο γίνεται περισσότερους ἄλλους ἀνθρώπους, γιά νά τούς
καταδυναστεύει ἡ
καί νά τούς ἀφανίζει.
Ὅσο ὅμως
περισσότερο ἐπιθυμεῖ ὁ
ἄνθρωπος νά ἔχει καί νά κατέχει, τόσο
περισσότερο παύει νά εἶναι
αὐτός πού ἔπρεπε νά εἶναι, παύει νά εἶναι ὅπως
τό ἔπλασε ὁ Θεός· ἀλλοτριώνεται, ἀποξενώνεται ἀπό τήν ἀληθινή του φύση, γίνεται ἄλλος ἄνθρωπος, ξένος πρός τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ
Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὴν ὕψωσή του γιόρτασε ἡ Ἐκκλησία μας τὴν ἑβδομάδα ποὺ
μᾶς πέρασε, καλεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ αἰσθανθεῖ τὴν φτώχεια του ποὺ δὲν τὴν σκεπάζει
τὸ ἐντυπωσιακὸ «ἔχειν» καὶ νὰ αὐτοσυγκεντρωθεῖ τὸ «εἶναι», στὴν ἀληθινή του
ὕπαρξη. Ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὸ Σταυρὸ δὲν ἔχει ἀπολύτως τίποτε, εἶναι γυμνός.
Ἀκόμη καὶ ὁ ἱματισμός του γίνεται ἀντικείμενο κληρώσεως τῶν ρωμαίων στρατιωτῶν.
Καὶ ὅμως τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς αὐτὴ ἀποκαλύπτεται τὸ «εἶναι» στὴν πιὸ σημαντική του
ἐκδήλωση, στὴν προσφορὰ τῆς θυσίας καὶ τῆς ἀγάπης. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Σταυρὸς εἶναι
ἕνα διαρκὲς προσκλητήριο ἀγάπης πρὸς τὸν κάθε ἄνθρωπο.
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ