Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΞΑΝΘΗΣ

        ΚΑΙ ΠΕΡΙΘΕΩΡΙΟΥ                                                          
                                                                                   ΞΑΝΘΗ  06-11-2016

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

«ΜΕ ΕΥΛΑΒΙΚΟ ΔΕΟΣ»
 «Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς∙ Τίς ὁ ἁψάμενός μου;» Τὴν ἐρώτηση αὐτὴ ἔκανε ὁ Χριστὸς ἐνῶ «οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν». Οἱ γύρω Του κοιτάζουν παραξενεμένοι. Ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι μαθητὲς δὲν κρατήθηκαν: «Τί λές, Δάσκαλε, τοῦ εἶπαν∙ τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ σὲ ἔχουν περικυκλωμένο, σὲ συνθλίβουν καὶ σὺ λές, ποιὸς μὲ ἄγγιξε;». Καὶ ὅμως κάποιος μὲ ἄγγιξε μ’ ἕναν τρόπο ἐντελῶς ξεχωριστὸ, ἐπιμένει ὁ Κύριος. «Ὅταν εἶδε ἡ γυναίκα ὅτι δὲν διέφυγε τὴν προσοχή τοῦ Χριστοῦ, ἦλθε μὲ τρόμο, ἔπεσε στὰ πόδια Του καὶ Τοῦ εἶπε μπροστὰ σ’ ὅλο τὸν κόσμο τὴν αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία Τὸν ἄγγιξε, καὶ πῶς ἀμέσως θεραπεύθηκε».
Τὸ ἰδιαίτερο ποὺ ὑπάρχει στὴν προσέγγιση τῆς πονεμένης ἐκείνης γυναίκας, τὸ ἀποκαλύπτουν ὁλοζώντανα οἱ λίγες λέξεις ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς γιὰ νὰ περιγράψει τὴ σκηνή. «Προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ». Ἡ λέξις «ὄπισθεν» δείχνει περισσότερη προσπάθεια. Κυρίως ὅμως ἀποκαλύπτει σεβασμό, δέος. Ἄρρωστη γυναίκα αὐτή, ἔσκυψε μέσα στὸ πλῆθος, τὴν ὥρα ποὺ ἐκεῖνο μετεκινεῖτο, γιὰ νὰ πιάσει τὸ κράσπεδο τοῦ ἱματίου.
Κι αὐτό, διότι δὲν ἔνοιωθε τὸν ἑαυτό της ἄξιο νὰ κάνει κάτι ἄλλο, νὰ γονατίσει ἐμπρὸς στὸν Χριστό, νὰ Τοῦ μιλήσει, νὰ Τὸν παρακαλέσει, νὰ πιάσει τὸ χέρι Του. Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ἄγγιξε τὸν Ἰησοῦ ἡ αἱμορροοῦσα: μ’ ἕνα ἀπέραντο δέος. Γι’ αὐτό, παρ’ ὅλο ποὺ αὐτὴ ἡ ἐπικοινωνία δὲν εἶχε στὴν ἀρχὴ κανένα διάλογο, ἦταν ἀληθινὰ συγκλονιστικὴ καὶ ἀποτελεσματική. Καὶ ἡ γυναίκα τὴν ἔνοιωσε μ’ ἕνα μοναδικὸ τρόπο «καὶ ἀμέσως σταμάτησε ἡ αἱμοραγία της». Ἀλλὰ καὶ ὁ Κύριος αἰσθάνθηκε ἔντονα τὸ γεγονός. «Ἥψατό μου τις», εἶπε, «ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ’ ἐμοῦ». Πιθανς σήμερα νά κοινωνήσουμε. χι πλς θά γγίξουμε, λλά θά πάρουμε μέσα μας τόν Κύριο. Μήπως μως στή συνέχεια θά ξαναγυρίσουμε στά παλιά μας πάθη, στίς πιπόλαιες συζητήσεις, στίς φωνές καί τούς θυμούς μας, φήνοντας τίς κακές μας συνήθειες νά μς διευθύνουν, σάν νά μή συνέβη τίποτε;
Σάν τά πλήθη κι μες κείνης τς μέρας τρέχουμε πίσω πό τόν ησο. Κάποτε Τόν κουμπομε, πιθανς τό κύμα το χλου νά μς ρίχνει πάνω Του νά Τόν «συνθλίβουμε», μως συνήθως δέν κατορθώνουμε νά χουμε μία προσωπική, ποτελεσματική παφή. Δέν Τόν πλησιάζουμε μέ τέτοιο τρόπο, στε νά μπορε νά πεῖ γιά μς «ψατό μου τίς;». τονία τς θρησκευτικότητας μς φείλεται στήν βαθμιαία πογύμνωσί της πό τό δέος. Δέν διατηρομε ζωηρή τήν ασθηση το μεγαλείου του Θεο, τή συναίσθηση τς μηδαμινότητάς μας. Γι' ατό τόσο συχνά παγώνει προσευχή καί ο λέξεις τς κυλον ψυχρά, πό τά χείλη μας, νίκανες νά θερμάνουν τήν ψυχή μας.
Εκ της ιερας μητροπολεως