Κεφάλαιο
ΙΗ'(18) 23-35
Διὰ τοῦτο ὡμοιώθη ἡ
βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων
αὐτοῦ.
ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων.
μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι.
πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε, μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω.
σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ.
ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις.
πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ ἀποδώσω σοι.
ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον.
ἰδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα.
τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με.
οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε ἠλέησα;
καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ.
Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν.
ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων.
μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι.
πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε, μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω.
σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ.
ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις.
πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ ἀποδώσω σοι.
ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον.
ἰδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα.
τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με.
οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε ἠλέησα;
καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ.
Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Γι’ αυτό ομοιώθηκε η
βασιλεία των ουρανών με έναν άνθρωπο βασιλιά, ο οποίος θέλησε να λογαριαστεί με
τους δούλους του.
Και όταν αυτός άρχισε να το κάνει, έφεραν προς αυτόν έναν οφειλέτη δέκα χιλιάδων ταλάντων.
Μην έχοντας όμως αυτός να τα αποδώσει, διέταξε ο κύριος να πουληθεί αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του και όλα όσα έχει, και να αποδοθούν τα χρήματα.
Έπεσε λοιπόν ο δούλος και τον προσκυνούσε λέγοντας: «Μακροθύμησε προς εμένα, και όλα θα σου τα αποδώσω».
Τον σπλαχνίστηκε τότε ο κύριος εκείνου του δούλου και τον απόλυσε και του άφησε το δάνειο.
Όταν όμως εξήλθε εκείνος ο δούλος, βρήκε έναν από τους σύνδουλούς του που του όφειλε εκατό δηνάρια και, αφού τον κράτησε, τον έπνιγε λέγοντας: «Απόδωσε ό,τι μου οφείλεις».
Έπεσε, λοιπόν, στα πόδια του ο σύνδουλός του και τον παρακαλούσε λέγοντας: «Μακροθύμησε προς εμένα, και θα σου τα αποδώσω».
Εκείνος δεν ήθελε, αλλά πήγε και τον έριξε στη φυλακή, ωσότου αποδώσει το οφειλόμενο.
Όταν είδαν λοιπόν οι σύνδουλοί του αυτά που έγιναν, λυπήθηκαν πάρα πολύ και ήρθαν και εξήγησαν λεπτομερώς στον κύριό τους όλα όσα έγιναν.
Τότε, τον προσκάλεσε ο κύριός του και του λέει: «Δούλε κακέ, όλη την οφειλή εκείνη σου άφησα, επειδή με παρακάλεσες.
Δεν έπρεπε κι εσύ να ελεήσεις το σύνδουλό σου όπως κι εγώ σε ελέησα»;
Και οργίστηκε ο κύριός του και τον παράδωσε στους βασανιστές, ωσότου αποδώσει όλο το οφειλόμενο χρέος.
Έτσι και ο Πατέρας μου ο ουράνιος θα κάνει σ’ εσάς, αν δεν αφήσετε τις αμαρτίες καθένας σας στον αδελφό του μέσα από τις καρδιές σας.
Και όταν αυτός άρχισε να το κάνει, έφεραν προς αυτόν έναν οφειλέτη δέκα χιλιάδων ταλάντων.
Μην έχοντας όμως αυτός να τα αποδώσει, διέταξε ο κύριος να πουληθεί αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του και όλα όσα έχει, και να αποδοθούν τα χρήματα.
Έπεσε λοιπόν ο δούλος και τον προσκυνούσε λέγοντας: «Μακροθύμησε προς εμένα, και όλα θα σου τα αποδώσω».
Τον σπλαχνίστηκε τότε ο κύριος εκείνου του δούλου και τον απόλυσε και του άφησε το δάνειο.
Όταν όμως εξήλθε εκείνος ο δούλος, βρήκε έναν από τους σύνδουλούς του που του όφειλε εκατό δηνάρια και, αφού τον κράτησε, τον έπνιγε λέγοντας: «Απόδωσε ό,τι μου οφείλεις».
Έπεσε, λοιπόν, στα πόδια του ο σύνδουλός του και τον παρακαλούσε λέγοντας: «Μακροθύμησε προς εμένα, και θα σου τα αποδώσω».
Εκείνος δεν ήθελε, αλλά πήγε και τον έριξε στη φυλακή, ωσότου αποδώσει το οφειλόμενο.
Όταν είδαν λοιπόν οι σύνδουλοί του αυτά που έγιναν, λυπήθηκαν πάρα πολύ και ήρθαν και εξήγησαν λεπτομερώς στον κύριό τους όλα όσα έγιναν.
Τότε, τον προσκάλεσε ο κύριός του και του λέει: «Δούλε κακέ, όλη την οφειλή εκείνη σου άφησα, επειδή με παρακάλεσες.
Δεν έπρεπε κι εσύ να ελεήσεις το σύνδουλό σου όπως κι εγώ σε ελέησα»;
Και οργίστηκε ο κύριός του και τον παράδωσε στους βασανιστές, ωσότου αποδώσει όλο το οφειλόμενο χρέος.
Έτσι και ο Πατέρας μου ο ουράνιος θα κάνει σ’ εσάς, αν δεν αφήσετε τις αμαρτίες καθένας σας στον αδελφό του μέσα από τις καρδιές σας.
ΠΗΓΗ: www.ekklisiaonline.gr