Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2025

Ο ΑΣΠΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΣΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

 

Ὁ ἀ­σπα­σμὸς τῆς ἀ­γά­πης στὴ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α

 

Στὴ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, λί­γο με­τὰ τὴν ἀ­πό­θε­ση τῶν Τι­μί­ων Δώ­ρων ἐ­πά­νω στὴν Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα, ὁ δι­ά­κο­νος κα­λεῖ τοὺς πι­στοὺς νὰ ἐ­φαρ­μό­σουν τὴν ἐν­το­λὴ «Ἀ­γα­πή­σεις Κύ­ρι­ον τὸν Θε­όν σου, ἐξ’ ὅ­λης της καρ­δί­ας σου καὶ ἐξ’ ὅ­λης της ψυ­χῆς σου καὶ ἐξ’ ὅ­λης της δι­α­νοί­ας σου καὶ ἐξ’ ὅ­λης της ἰ­σχύ­ος σου καὶ τὸν πλη­σί­ον σου ὡς σε­αυ­τὸν» (Λουκ. 10,27), δί­νον­τας τὸ πα­ράγ­γελ­μα «Ἀ­γα­πή­σω­μεν ἀλ­λή­λους ἴ­να ἐν ὁ­μο­νοί­α ὁ­μο­λο­γή­σω­μεν». Στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τό, στὴν ἀρ­χαί­α Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­λοι ἔ­δι­ναν με­τα­ξύ τους ἀ­σπα­σμὸ ἀ­γά­πης ἐν σι­ω­πᾐ.

Ἀρ­γό­τε­ρα, προ­τι­μή­θη­κε ἕ­νας ὕ­μνος ὥ­στε νὰ ἐπενδυθεῖ ἡ πρά­ξη αὐ­τή, ἐ­νῶ στὴ συ­νέ­χει­α ὁ ἀ­σπα­σμὸς με­τα­ξύ των πι­στῶν ἐγ­κα­τα­λεί­φθη­κε καὶ ἔ­μει­νε μό­νο με­τα­ξύ των λει­τουρ­γῶν κλη­ρι­κῶν. Ὁ ὕ­μνος αὐ­τὸς στὴ ση­με­ρι­νὴ πρά­ξη εἶ­ναι τὸ «Πα­τέ­ρα Υἱ­ὸν καὶ Ἅ­γι­ον Πνεῦ­μα, Τρι­ά­δα ὁ­μο­ού­σι­ον καὶ ἀ­χώ­ρι­στον» ὅ­ταν λει­τουρ­γεῖ ἕ­νας ἱ­ε­ρέ­ας μό­νος του, ἐ­νῶ ὅ­ταν λει­τουρ­γοῦν δύ­ο ἢ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἱ­ε­ρεῖς, κα­θό­σον προ­σκυ­νοῦν τὰ Τί­μι­α Δῶ­ρα καὶ ἀ­σπά­ζον­ται με­τα­ξύ τους, λέ­γε­ται ὁ ὕ­μνος «Ἀ­γα­πή­σω σε, Κύ­ρι­ε, ἡ ἰ­σχύς μου. Κύ­ρι­ος στε­ρέ­ω­μά μου καὶ κα­τα­φυ­γή μου καὶ ρύ­στης μου».

Ἔ­χει ση­μα­σί­α ὅ­τι ἀ­φοῦ γί­νει αὐ­τὴ ἡ προ­σκύ­νη­ση τῶν Τι­μί­ων Δώ­ρων καὶ ὁ ἀ­σπα­σμὸς με­τα­ξύ των ἀ­δελ­φῶν, τό­τε ὁ δι­ά­κο­νος κα­λεῖ νὰ κλεί­σουν οἱ πύ­λες – ὑ­λι­κὲς καὶ πνευ­μα­τι­κὲς καὶ νὰ προ­σέ­ξου­με μὲ σο­φί­α νὰ ἀ­παγ­γεί­λου­με τὸ Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, τὸ γνω­στὸ «Πι­στεύ­ω…». Ἡ ἀ­παγ­γε­λί­α δη­λα­δὴ τῆς ὁ­μο­λο­γί­ας τῆς ὀρ­θῆς Πί­στε­ως προ­ϋ­πο­θέ­τει τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τῆς ἀ­γά­πης πρὸς τὸν Θε­ὸ καὶ τὸν πλη­σί­ον. Πρῶ­τα ἐ­λέγ­χεις τὸν ἑ­αυ­τό σου μή­πως ἔ­χεις κά­τι ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ἀ­δελ­φοῦ σου καὶ ὕ­στε­ρα ἀ­ξι­ώ­νε­σαι νὰ ἔ­χεις τὴν παρ­ρη­σί­α τῆς ὁ­μο­λο­γι­α­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῶν δογ­μά­των τῆς Πί­στε­ως. Εἰ­δάλ­λως, ὅ­πως λέ­ει καὶ ὁ Κύ­ρι­ος «ἂν πᾶς νὰ προ­σφέ­ρεις τὸ δῶ­ρο σου στὸ θυ­σι­α­στή­ρι­ο καὶ θυ­μη­θεῖς ὅ­τι ἔ­χεις κά­τι ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ἀ­δελ­φοῦ σου, ἄ­φη­σε τὸ δῶ­ρο σου, πή­γαι­νε νὰ συμ­φι­λι­ω­θεῖς πρῶ­τα μὲ τὸν ἀ­δελ­φό σου καὶ ὕ­στε­ρα πρό­σφε­ρε τὸ δῶ­ρο σου (Ματθ. 5,23-24).

Ἐ­φό­σον λοι­πὸν ἔ­φρα­ξε κά­θε χα­ρα­μά­δα ἀπ’ ὅ­που θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἰ­σέλ­θει ἐ­φά­μαρ­τος λο­γι­σμός, ἐμ­πά­θει­α ἢ ἔ­χθρα καὶ ἀ­φοῦ ἄ­νοι­ξε δι­ά­πλα­τα κά­θε εἴ­σο­δος γιὰ νὰ εἰ­σέλ­θει ἡ Χά­ρις, ἡ Σο­φί­α, τὸ Φῶς καὶ ἡ Ἀ­λή­θει­α τοῦ Θε­οῦ τό­τε μπο­ρεῖ νὰ τε­λε­στεῖ ἡ Ἁ­γί­α Ἀ­να­φο­ρά, ὁ Κα­θα­γι­α­σμός, ὁ Με­λι­σμὸς καὶ ἡ Με­τά­λη­ψη τοῦ Σώ­μα­τος καὶ Αἵ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, καὶ ἡ Εὐ­χα­ρι­στί­α.

Ὁ Θε­ὸς μᾶς θέ­λει τέ­λει­ους, φω­τει­νούς, κα­τὰ χά­ριν θε­ούς. Δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο ὅ­τι στὶς ἀρ­χαῖ­ες Θεῖ­ες Λει­τουρ­γί­ες, ψάλ­λει ὁ κλῆ­ρος ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος ὁ ἕ­νας λει­τουρ­γὸς πρὸς τὸν ἄλ­λον: «Με­γα­λύ­να­τε τὸν Κύ­ρι­ον σὺν ἐ­μοὶ καὶ ὑ­ψώ­σω­μεν τὸ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ ἐ­πὶ τὸ αὐ­τὸ (Ψάλμ.33,4).  Αὐ­τὸ ση­μαί­νει ὅ­τι κα­τὰ τὴ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α ὁ Θε­ὸς «θε­οὶ τὸ πνεῦ­μα, τὸν δὲ νοῦν τρέ­φει ξέ­νως» (ἀ­πὸ τὶς εὐ­χὲς τῆς Θεί­ας Με­τα­λή­ψε­ως), θε­ο­ποι­εῖ τὸν ἄν­θρω­πο, τὸν κά­νει νὰ ἀ­κτι­νο­βο­λεῖ ἀ­πὸ τὴν θε­ό­τη­τα καὶ αὐ­τὸ εἶ­ναι μί­α προ­τύ­πω­ση τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ ὅ­που θὰ ἀ­πο­κα­λυ­φθοῦν ὅ­λα τα Μυ­στή­ρι­α καὶ θὰ μπο­ροῦ­με νὰ βλέ­που­με τὸ πρό­σω­πο τοῦ Θε­οῦ καὶ νὰ δο­ξο­λο­γοῦ­με ὅ­λοι μα­ζὶ τὴν Ἁ­γί­α Τρι­ά­δα.

Ὅ­πως κα­τὰ τὴν ἀ­να­το­λή, τὸ ἐ­περ­χό­με­νο φῶς τοῦ ἡ­λί­ου δι­α­θλᾶ­ται μέ­σω τῶν νε­φῶν, ἐ­κεῖ­να παίρ­νουν πα­νέ­μορ­φους σχη­μα­τι­σμοὺς καὶ δη­μι­ουρ­γοῦν εἰ­κό­νες ἐκ­πά­γλου καλ­λο­νῆς (ἀβ­βᾶ Ἠ­συ­χί­ου, λό­γος πε­ρὶ νή­ψε­ως – πρα­κτι­κά, κε­φά­λαι­ο 35), ἔ­τσι καὶ ἀ­πὸ τώ­ρα – ἐ­δῶ, στὴ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α ὡς ἀρ­χὴ ἀλ­λὰ καὶ με­τὰ τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς Κρί­σε­ως ὡς πληρότητα, θὰ λά­βουν οἱ ἄν­θρω­ποι τὸ Φῶς τοῦ Θε­οῦ καὶ θὰ γί­νουν Φῶς καὶ οἱ ἴ­διοι, θε­οὶ κα­τὰ χά­ριν, θὰ γί­νου­με ὅ­μοι­οί Του.  Καὶ τό­τε ὁ Θε­ὸς γί­νε­ται ὁ ἐ­ρά­σμι­ός μας, ὁ πο­θει­νός, ὁ ἠ­γα­πη­μέ­νος, ἡ γλυ­κύ­τη­τα, ἡ χα­ρά, ἡ εἰ­ρή­νη τῆς καρ­διᾶς μας.

Λέμε στὸν δο­ξο­λο­γι­κὸ ὕ­μνο με­τὰ τὴν Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α: «Εἴ­δο­μεν τὸ Φῶς τὸ ἀ­λη­θι­νόν, ἐ­λά­βο­μεν Πνεῦ­μα ἐ­που­ρά­νι­ον, εὔ­ρο­μεν Πί­στιν ἀ­λη­θῆ, ἀ­δι­αί­ρε­τον Τρι­ά­δα προ­σκυ­νοῦν­τες, αὕ­τη γὰρ ἠ­μᾶς ἔ­σω­σε». Αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι εὐ­χή, εἶ­ναι γε­γο­νὸς ἀ­λη­θι­νό, κοι­νω­νή­σα­με με­τὰ τοῦ Θε­οῦ, μὲ τὸν Λό­γο Του, μὲ τὴν Ἀ­να­φο­ρά Του, μὲ τὸ Σῶ­μα καὶ τὸ Αἷ­μα Του καὶ βγαί­νει ἀ­βί­α­στά το δο­ξο­λο­γι­κὸ ξέ­σπα­σμα τῶν φεγ­γο­ει­δῶν ψυ­χῶν μας πρὸς τὴν Ἁ­γί­α Τρι­ά­δα.

            Ἃς ὑ­πο­δε­χθοῦ­με λοι­πὸν τὶς ἑ­ορ­τὲς τῶν Χρι­στου­γέν­νων καὶ τῶν Θε­ο­φα­νεί­ων μὲ αὐ­τὸ τὸν πό­θο: νὰ ἀ­φή­σου­με τὸ χω­μά­τι­νο, τὸ πε­ριτ­τό, τὸ σαρ­κι­κό, αὐ­τὸ ποὺ φθεί­ρε­ται καὶ τε­λει­ώ­νει, γιὰ χά­ρη Αὐ­τοῦ ποὺ πλη­ρώ­νει τὰ πάν­τα καὶ δί­νει νό­η­μα σὲ ὅ­λα.  Χω­ρὶς μνη­σι­κα­κί­α, χω­ρὶς πε­ριτ­τὰ βά­ρη ἀ­πὸ ἁ­μαρ­τί­ες καὶ ἐ­νο­χές, ἃς βά­λου­με τὴν ἀρ­χὴ τῆς με­τα­νοί­ας μας μὲ ἐγ­γυ­ή­τρι­α τὴν Παρ­θέ­νο Μη­τέ­ρα τοῦ Κυ­ρί­ου μας ὥ­στε νὰ ἀ­ξι­ω­θοῦ­με αὐ­τὲς τὶς γιορ­τὲς νὰ γεν­νη­θεῖ ὁ Χρι­στὸς ἐν­τός μας, νὰ ἀ­να­βα­πτι­σθοῦ­με καὶ νὰ προ­ο­δεύ­σου­με σὲ μιὰ κα­τά­στα­ση ἐξ’ Ἰ­η­σοῦ (Λυ­τρω­τοὺ) συ­νι­στα­μέ­νη .