Ὁ ἀσπασμὸς τῆς ἀγάπης στὴ Θεία Λειτουργία
Στὴ Θεία Λειτουργία, λίγο μετὰ τὴν ἀπόθεση τῶν Τιμίων Δώρων ἐπάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα, ὁ διάκονος καλεῖ τοὺς πιστοὺς νὰ ἐφαρμόσουν τὴν ἐντολὴ «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου, ἐξ’ ὅλης της καρδίας σου καὶ ἐξ’ ὅλης της ψυχῆς σου καὶ ἐξ’ ὅλης της διανοίας σου καὶ ἐξ’ ὅλης της ἰσχύος σου καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν» (Λουκ. 10,27), δίνοντας τὸ παράγγελμα «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους ἴνα ἐν ὁμονοία ὁμολογήσωμεν». Στὸ σημεῖο αὐτό, στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία, ὅλοι ἔδιναν μεταξύ τους ἀσπασμὸ ἀγάπης ἐν σιωπᾐ.
Ἀργότερα, προτιμήθηκε ἕνας ὕμνος ὥστε νὰ ἐπενδυθεῖ ἡ πράξη αὐτή, ἐνῶ στὴ συνέχεια ὁ ἀσπασμὸς μεταξύ των πιστῶν ἐγκαταλείφθηκε καὶ ἔμεινε μόνο μεταξύ των λειτουργῶν κληρικῶν. Ὁ ὕμνος αὐτὸς στὴ σημερινὴ πράξη εἶναι τὸ «Πατέρα Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καὶ ἀχώριστον» ὅταν λειτουργεῖ ἕνας ἱερέας μόνος του, ἐνῶ ὅταν λειτουργοῦν δύο ἢ περισσότεροι ἱερεῖς, καθόσον προσκυνοῦν τὰ Τίμια Δῶρα καὶ ἀσπάζονται μεταξύ τους, λέγεται ὁ ὕμνος «Ἀγαπήσω σε, Κύριε, ἡ ἰσχύς μου. Κύριος στερέωμά μου καὶ καταφυγή μου καὶ ρύστης μου».
Ἔχει σημασία ὅτι ἀφοῦ γίνει αὐτὴ ἡ προσκύνηση τῶν Τιμίων Δώρων καὶ ὁ ἀσπασμὸς μεταξύ των ἀδελφῶν, τότε ὁ διάκονος καλεῖ νὰ κλείσουν οἱ πύλες – ὑλικὲς καὶ πνευματικὲς καὶ νὰ προσέξουμε μὲ σοφία νὰ ἀπαγγείλουμε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, τὸ γνωστὸ «Πιστεύω…». Ἡ ἀπαγγελία δηλαδὴ τῆς ὁμολογίας τῆς ὀρθῆς Πίστεως προϋποθέτει τὴν ἐφαρμογὴ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Πρῶτα ἐλέγχεις τὸν ἑαυτό σου μήπως ἔχεις κάτι ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ ὕστερα ἀξιώνεσαι νὰ ἔχεις τὴν παρρησία τῆς ὁμολογιακῆς διατύπωσης τῶν δογμάτων τῆς Πίστεως. Εἰδάλλως, ὅπως λέει καὶ ὁ Κύριος «ἂν πᾶς νὰ προσφέρεις τὸ δῶρο σου στὸ θυσιαστήριο καὶ θυμηθεῖς ὅτι ἔχεις κάτι ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ σου, ἄφησε τὸ δῶρο σου, πήγαινε νὰ συμφιλιωθεῖς πρῶτα μὲ τὸν ἀδελφό σου καὶ ὕστερα πρόσφερε τὸ δῶρο σου (Ματθ. 5,23-24).
Ἐφόσον λοιπὸν ἔφραξε κάθε χαραμάδα ἀπ’ ὅπου θὰ μποροῦσε νὰ εἰσέλθει ἐφάμαρτος λογισμός, ἐμπάθεια ἢ ἔχθρα καὶ ἀφοῦ ἄνοιξε διάπλατα κάθε εἴσοδος γιὰ νὰ εἰσέλθει ἡ Χάρις, ἡ Σοφία, τὸ Φῶς καὶ ἡ Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ τότε μπορεῖ νὰ τελεστεῖ ἡ Ἁγία Ἀναφορά, ὁ Καθαγιασμός, ὁ Μελισμὸς καὶ ἡ Μετάληψη τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ Εὐχαριστία.
Ὁ Θεὸς μᾶς θέλει τέλειους, φωτεινούς, κατὰ χάριν θεούς. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι στὶς ἀρχαῖες Θεῖες Λειτουργίες, ψάλλει ὁ κλῆρος ἀπευθυνόμενος ὁ ἕνας λειτουργὸς πρὸς τὸν ἄλλον: «Μεγαλύνατε τὸν Κύριον σὺν ἐμοὶ καὶ ὑψώσωμεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ τὸ αὐτὸ (Ψάλμ.33,4). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία ὁ Θεὸς «θεοὶ τὸ πνεῦμα, τὸν δὲ νοῦν τρέφει ξένως» (ἀπὸ τὶς εὐχὲς τῆς Θείας Μεταλήψεως), θεοποιεῖ τὸν ἄνθρωπο, τὸν κάνει νὰ ἀκτινοβολεῖ ἀπὸ τὴν θεότητα καὶ αὐτὸ εἶναι μία προτύπωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ὅπου θὰ ἀποκαλυφθοῦν ὅλα τα Μυστήρια καὶ θὰ μποροῦμε νὰ βλέπουμε τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ δοξολογοῦμε ὅλοι μαζὶ τὴν Ἁγία Τριάδα.
Ὅπως κατὰ τὴν ἀνατολή, τὸ ἐπερχόμενο φῶς τοῦ ἡλίου διαθλᾶται μέσω τῶν νεφῶν, ἐκεῖνα παίρνουν πανέμορφους σχηματισμοὺς καὶ δημιουργοῦν εἰκόνες ἐκπάγλου καλλονῆς (ἀββᾶ Ἠσυχίου, λόγος περὶ νήψεως – πρακτικά, κεφάλαιο 35), ἔτσι καὶ ἀπὸ τώρα – ἐδῶ, στὴ Θεία Λειτουργία ὡς ἀρχὴ ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως ὡς πληρότητα, θὰ λάβουν οἱ ἄνθρωποι τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ γίνουν Φῶς καὶ οἱ ἴδιοι, θεοὶ κατὰ χάριν, θὰ γίνουμε ὅμοιοί Του. Καὶ τότε ὁ Θεὸς γίνεται ὁ ἐράσμιός μας, ὁ ποθεινός, ὁ ἠγαπημένος, ἡ γλυκύτητα, ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη τῆς καρδιᾶς μας.
Λέμε στὸν δοξολογικὸ ὕμνο μετὰ τὴν Θεία Εὐχαριστία: «Εἴδομεν τὸ Φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὔρομεν Πίστιν ἀληθῆ, ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες, αὕτη γὰρ ἠμᾶς ἔσωσε». Αὐτὸ δὲν εἶναι εὐχή, εἶναι γεγονὸς ἀληθινό, κοινωνήσαμε μετὰ τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸν Λόγο Του, μὲ τὴν Ἀναφορά Του, μὲ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του καὶ βγαίνει ἀβίαστά το δοξολογικὸ ξέσπασμα τῶν φεγγοειδῶν ψυχῶν μας πρὸς τὴν Ἁγία Τριάδα.
Ἃς ὑποδεχθοῦμε λοιπὸν τὶς ἑορτὲς τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν Θεοφανείων μὲ αὐτὸ τὸν πόθο: νὰ ἀφήσουμε τὸ χωμάτινο, τὸ περιττό, τὸ σαρκικό, αὐτὸ ποὺ φθείρεται καὶ τελειώνει, γιὰ χάρη Αὐτοῦ ποὺ πληρώνει τὰ πάντα καὶ δίνει νόημα σὲ ὅλα. Χωρὶς μνησικακία, χωρὶς περιττὰ βάρη ἀπὸ ἁμαρτίες καὶ ἐνοχές, ἃς βάλουμε τὴν ἀρχὴ τῆς μετανοίας μας μὲ ἐγγυήτρια τὴν Παρθένο Μητέρα τοῦ Κυρίου μας ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε αὐτὲς τὶς γιορτὲς νὰ γεννηθεῖ ὁ Χριστὸς ἐντός μας, νὰ ἀναβαπτισθοῦμε καὶ νὰ προοδεύσουμε σὲ μιὰ κατάσταση ἐξ’ Ἰησοῦ (Λυτρωτοὺ) συνισταμένη .