Τὸ Μυστήριο τοῦ Γάμου
Τὸ
Μυστήριο τοῦ Γάμου ὀφείλουμε νὰ τὸ ἐκλαμβάνουμε – ὅπως λέει καὶ ἡ
διατύπωσή του – ὡς μυστήριο. Ὁ ἐκκλησιαστικὸς γάμος δὲν εἶναι, ὅπως
λέγεται, ἡ σφραγίδα τοῦ Θεοῦ στὴ σχέση μας, οὔτε εἶναι ἡ νομιμοποίηση
τῶν ἐρωτικῶν ἐπαφῶν. Πρωτίστως, εἶναι ἡ ἐπέκταση τοῦ Μυστηρίου τοῦ
Βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος ὡς τὸ Μυστήριο τοῦ πνευματικοῦ Ἀρραβώνα
τοῦ πιστοῦ ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν ἴδιο τὸν Νυμφίο Χριστὸ ὁ ὁποῖος
Ἀρραβώνας θὰ βρεῖ τὴν πληρότητά του κατὰ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι
δηλαδὴ τὸ Μυστήριο ἐκεῖνο ὅπου οἱ πιστοὶ προσφέρουν τὸ σῶμα τους καὶ
τὴν ψυχή τους πρὸς τὸν Χριστὸ ὥστε ἐκεῖνος νὰ τὰ εὐλογήσει, νὰ τὰ ἑνώσει,
νὰ τὰ καρποφορήσει πνευματικὰ καὶ ἐν τέλει νὰ τὰ ἁγιάσει καὶ νὰ μᾶς
τὰ ξαναπροσφέρει ἁγιασμένα πλέον ὥστε νὰ τὰ ἀπολαύσουμε ὡς δῶρα
τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς συνδιαχειριστὲς τῆς Δημιουργίας ἀπὸ τώρα ὡς τὸ τέλος
τῆς ζωῆς μας.
Γιὰ
αὐτὸ ὁ ἐκκλησιαστικὸς Γάμος ξεκινάει ἀπὸ τὸ Βάπτισμα καὶ τὸ Χρίσμα
καὶ ἐπεκτείνονται ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας. Γιὰ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία εὐλογεῖ
καὶ προσφέρει στέφανα στοὺς νεόνυμφους, ὥστε νὰ τοὺς στεφανώσει προκαταβολικὰ
γιὰ τὶς θυσίες καὶ τὰ μαρτύρια ποὺ πρόκειται νὰ λάβουν χώρα στὴ ζωή
τους γιὰ νὰ σταυρώσουν τὸ ἐγωισμό τους καὶ νὰ φτάσουν στὴν ποθητὴ ἐν Ἁγίω
Πνεύματι ἕνωση καὶ τελεία ἀγάπη ὅπως ὁ Χριστός.
Ὁ
ἐκκλησιαστικὸς Γάμος εἶναι γάμος Παρθενίας μὲ τὴν ἔννοια ὅτι οἱ
νεόνυμφοι ἀγωνίζονται ἀπὸ κοινοῦ γιὰ νὰ ἀφιερωθοῦν ἀποκλειστικὰ
στὸν Θεὸ ὅπως κάνουν καὶ οἱ μοναχοί, μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι οἱ ἔγγαμοι ἀλληλοβοηθιοῦνται
βαστάζοντας ὁ ἕνας τα βάρη τοῦ ὅλου. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ καλεῖται
Μυστήριο. Γιατί οἱ δύο γίνονται ἕνα ὅπως εἶναι καὶ ὁ Χριστὸς ἑνωμένος
μὲ τὴν Ἐκκλησία, ὅπως εἶναι καὶ ἡ Ἁγία Τριάδα τρία καὶ ἕνα μαζί. Ἡ
«σάρκα μία» δηλώνει τὴν ἕνωση ὄχι μόνο της σάρκας ἀλλὰ καὶ τοῦ ζευγαριοῦ
μὲ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ – τὴν Ἐκκλησία. Τὸ ἀνδρόγυνο δὲν παντρεύεται
μόνο μεταξύ του ἀλλὰ παντρεύεται καὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία, τὸν Νόμο καὶ
τοὺς Προφῆτες δηλαδὴ μὲ τὸν Χριστό!
Τὸ
γλέντι ποὺ ἀκολουθεῖ μετὰ τὸν Γάμο δὲν εἶναι γλέντι ἀσύδοτου ξεσπάσματος
ἀλλὰ προτύπωση τῆς πνευματικῆς πανηγύρεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ
γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ἀσώτου ἀνθρώπου στὸ ἀρχαῖο προπτωτικὸ κάλλος.
Γιὰ
αὐτὸ καὶ ὁ Γάμος ὀφείλει νὰ τελεῖται ἐντός της Θείας Λειτουργίας διὰ
νὰ ἐπανέλθει ὁ Μυστηριακὸς χαρακτήρας τοῦ ἀλλὰ καὶ νὰ ἐπανασυνδεθεῖ
μὲ τὸ κατεξοχὴν Μυστήριο τῆς Ἑνώσεως τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι
τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας – τῆς Θείας λειτουργίας. Καὶ μάλιστα
τελεῖται τὴν Κυριακὴ ἡμέρα, ἡμέρα τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν παρουσία ὅλων
των ἐνοριτῶν, φίλων καὶ συγγενῶν στὴν Ἐκκλησία καὶ ὄχι σὲ ἐξωκκλήσια
ἐν κρυπτῶ, εἴτε ἐκτὸς ναοῦ, ὥστε μέσα ἀπὸ τὴν φανερὴ κοινὴ σύναξη
καὶ τὴν κοινὴ εὐχὴ νὰ ἀναδυθεῖ ἡ «Ὀγδόη Ἡμέρα», ἡ ἡμέρα τοῦ «Ἀνεσπέρου
Φωτὸς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ», τῆς ποθεινῆς πατρίδας τῶν ἀνθρώπων ὅπου
ζοῦν ἑνωμένοι μὲ τὸν Θεό.
Ἡ
«ἐπιτυχία» τοῦ Γάμου δὲν εἶναι ἡ ἀποφυγὴ τῆς ἀπάτης τῶν συντρόφων.
Αὐτὸ εἶναι ὁ πολιτικὸς γάμος καὶ ἡ συμβίωση, τὰ ὁποία ἔχουν ἀπαγορεύσεις
καὶ δικαιώματα. Ἄλλωστε γιὰ νὰ φτάσεις στὴν ἀπάτη τοῦ συντρόφου σημαίνει
ὅτι ἔχεις ἤδη ἀπατήσει τὸν ἑαυτό σου καὶ ἔχεις διακορεύσει τὴν προσωπική
σου παρθενία. Ὁ Ἐκκλησιαστικὸς Γάμος πετυχαίνει ὅταν οἱ σύζυγοι
μάθουν νὰ ἑνώνονται καὶ μὲ τὸν Θεό, καὶ μεταξύ τους ἀλλὰ καὶ μὲ ὅλον τὸν
κόσμο ἀφοῦ ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα Θεοῦ, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἁρμόζονται
τὰ χέρια τοὺς μέχρι νὰ κλείσουν τὰ μάτια τους. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἔννοια τῆς
διατήρησης τοῦ «καλοῦ οἴνου» τῆς Κανὰ μέχρι τὸ τέλος.
Ἀπὸ
τὰ παραπάνω γίνεται σαφὲς ὅτι σκοπὸς τοῦ Μυστηρίου τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ
Γάμου δὲν εἶναι τελικὰ ἡ τεκνογονία – αὐτὴ εἶναι μιὰ ἄλλη δωρεὰ τοῦ
Θεοῦ ὅπου ὁ Θεὸς προάγει τὸν ἄνθρωπο ὡς συνδημιουργὸ στὴν κτίση – ἀλλὰ
ἡ θυσιαστικὴ ἀγάπη τοῦ ἑνὸς πρὸς τὸν ἄλλο κατὰ μίμηση τῆς Θυσίας
τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸν Σταυρὸ γιὰ χάρη τῆς Νύμφης Ἐκκλησίας δηλαδὴ γιὰ
χάρη τῶν ἀνθρώπων. «Τέκνα» καὶ «κληρονομιὰ» τῶν ἄτεκνων συζύγων εἶναι
οἱ ἀρετὲς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Συζυγίας καὶ τὸ δόσιμο τοῦ ἑνὸς συζύγου
πρὸς τὸν ἄλλο ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸν ξένο ἀδελφὸ στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. « Ἐφ᾿ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε»
(Ματθ. 25, 40).
Ὁ ὑπερβολικὸς στολισμός, ἡ ἀνάρμοστη ἔνδυση, τὸ πέταμα τοῦ ρυζιοῦ, τὸ πάτημα τοῦ ποδιοῦ, οἱ συζητήσεις ἐντὸς καὶ ἐκτὸς ναοῦ, ὁ ἐπιπόλαιος ἔρωτας, ὁ ἀσύνετος ψυχολογικὸς ρομαντισμός, τὸ ἀδύναμο ψυχικὸ σθένος, ἡ ἀνωριμότητα, ἡ ἔλλειψη πείρας τῆς πραγματικῆς ζωῆς, ἡ ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στὸν Θεὸ, ἡ νεοφανῆς παρεκτροπὴ τῆς «γαμοβάπτισης» καὶ ἡ ἄρνησή μας νὰ ταυτιστοῦμε μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Γάμου οὐσιαστικὰ ἀποδεικνύουν τὴν λανθάνουσα ἀντίληψη καὶ τὴν ὑποκρισία ποὺ μᾶς χαρακτηρίζει ἀλλὰ ἐπισφραγίζει καὶ τὴν ἄγνοια καὶ τὴν ἔλλειψη πνευματικῆς ἀναζήτησης ὅλων ἠμῶν τῶν κατ’ ὄνομα χριστιανῶν.