Τὸ Σάββατο τῆς καταπαύσεως ὡς σαββατισμὸς
πρὶν τὴν Ἀνάσταση (Ἡ θεολογία τοῦ Μεγάλου Σαββάτου)
Τὸ Μεγάλο
Σάββατο εἶναι μία πολὺ σημαντικὴ ἡμέρα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, μὲ πυκνὰ θεολογικὰ νοήματα. Εἶναι ἡ
μέρα ὅπου μνημονεύεται ἡ κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στὸν ἅδη. Ταυτόχρονα ὅμως,
λαμβάνουν χώρα καὶ ἄλλα πολλὰ γεγονότα τὰ ὁποῖα λειτουργοῦν ἐν σιωπή.
Ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται καὶ λειτουργεῖ πάντοτε ἐν σιωπὴ καὶ εἰρήνη,
χωρὶς βία, χωρὶς ἐντυπωσιασμὸ ὥστε νὰ μὴν προκαλεῖ ἀλλὰ νὰ σώζει
καὶ νὰ ἁγιάζει.
Κανονικά,
τὸ Μεγάλο Σάββατο τελεῖται ἑσπερινὴ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου
Βασιλείου, ἡ ὁποία ὅμως στὶς ἐνορίες – χάριν οἰκονομίας – τελεῖται
τὶς πρωινὲς ὧρες. Κατὰ τὴν ἀρχαία τάξη, συχνὰ τελοῦνταν ἑσπερινὲς
Θεῖες Λειτουργίες σὲ ἡμέρες νηστείας. Μάλιστα, κατὰ τὸ ἀρχαῖο μοναστηριακὸ
Τυπικό της Μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἡ συγκεκριμένη ἑσπερινὴ Θεία
Λειτουργία ξεκινοῦσε καὶ τέλειωνε πιὸ ἀργὰ ἀπὸ τὶς ἄλλες φορές.
Στὴν δύση τοῦ ἡλίου λοιπόν, ψάλλονται γαλήνια τὸ
«Κύριε ἐκέκραξα…», τέσσερα ἀναστάσιμα στιχηρὰ[1]
τροπάρια τοῦ ἀναστάσιμου ἑσπερινοῦ του Σαββάτου τοῦ α΄ ἤχου καὶ
τρία στιχηρὰ τροπάρια ποὺ ἀναφέρονται σὲ ἕναν θλιβερὸ μονόλογο
τοῦ ἅδη γιὰ τὴν ἐξαπάτησή του ἀπὸ τὸν Χριστό, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ὁ ἅδης
περίμενε νὰ παραλάβει τὴν ψυχὴ ἑνὸς κοινοῦ θνητοῦ ἀλλὰ παρέλαβε τὸν
ἀρχηγὸ τῆς ζωῆς, τὸν Σωτήρα Χριστό, στὸν ὁποῖο δὲν ἔχει καμιὰ ἐξουσία.
Στὸ τέλος ὅλων αὐτῶν τῶν τροπαρίων, καταλήγει ὁ ποιητής τους σὲ ξέσπασμα
καρδιακῆς δοξολογίας γιὰ τὴν Ἁγία Σταύρωση καὶ τὴν Ἁγία Ἀνάσταση
τοῦ Χριστοῦ.
Ἀκολούθως,
ψάλλεται ἕνα δοξαστικὸ[2]
ὅπου το θέμα τοῦ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ἀναγωγὴ τῆς ἐντολῆς τοῦ Σαββάτου
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στὴν Καινὴ Διαθήκη ὅπου πλέον ἡ κατάπαυση
παίρνει ἕνα νέο περιεχόμενο. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἡ ἀνάπαυση τῆς
ἕκτης ἡμέρας κατὰ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου, γίνεται ἐντολὴ γιὰ ἀνάπαυση
τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὶς ἐργασίες τους ὥστε νὰ ἀφιερωθοῦν ἀποκλειστικὰ
στὸν Θεὸ μέσω προσευχῆς, μελέτης καὶ ἐλεημοσύνης. Στὴν Καινὴ Διαθήκη,
ὁ σαββατισμὸς τοῦ Χριστοῦ γίνεται ἀφορμὴ ὥστε μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ
Κυρίου τὴν Κυριακή, νὰ ἐλευθερωθεῖ ὁ κόσμος ἀπὸ τὴν φθορά, τὴν ἁμαρτία
καὶ τὸν θάνατο καὶ ἀνακαινισμένος πλέον ὁ κόσμος, νὰ χαίρεται τὴν Κυριακὴ
ἡμέρα, τὴν ἡμέρα τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Ἀναστάσεώς Του.
Ἔπειτα,
ἐπισυνάπτεται καὶ ἕνα θεοτοκίο[3],
ὅπου ὁ ποιητὴς τοῦ μνημονεύει τὴν Θεοτόκο καὶ τὴν ἄσπορη κύησή
της, χάρη στὴν ὁποία ὁ κόσμος ὀφείλει εὐγνωμοσύνη γιατί γέννησε τὸν
ἀληθινὸ Σωτήρα, ὁ ὁποῖος πολέμησε τοὺς ἐχθροὺς καὶ χάρισε στὴν ἀνθρωπότητα
τὴν Αἰώνιο Ζωή.
Ὁ ἱερέας
εἰσοδεύει μὲ τὸ Εὐαγγέλιο τὸ ὁποῖο τὸ προσκυνοῦνε ὅλοι ὡς τὸν Λόγο
τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀληθινὴ σοφία Του καὶ ψάλλεται ὁ ἐπιλύχνιος ὕμνος
«Φῶς ἱλαρόν…» στὸ τέλος τοῦ ὁποίου στὴν παλιὰ τάξη, ἔπαιρνε ὁ νεωκόρος
ἀναμμένη λαμπάδα ἀπὸ τὸν ἱερέα καὶ ἄναβε τὰ καντήλια καὶ τὰ κεριὰ
κατὰ τὴν τάξη τῆς ἀκολουθίας. Ἀκολούθως διαβάζονται κάποια ἀναγνώσματα.
Στὴν τάξη τοῦ Τριωδίου, τὰ ἀναγνώσματα ἦταν δεκαπέντε στὸν ἀριθμὸ ὥστε
νὰ προλάβουν νὰ βαπτιστοῦν οἱ κατηχούμενοι, οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι
ἤθελαν νὰ ἀφήσουν τὴν παλιά τους ζωὴ καὶ νὰ γίνουν χριστιανοί. Στὶς ἐνορίες
ἐπικράτησε νὰ διαβάζονται μόνο τρία ἀναγνώσματα, τὰ πιὸ σημαντικά.
Τὸ πρῶτο
ἀναγνωσμα[4]
ἀφορᾶ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τὴν δημιουργία τοῦ φωτός. Ὁ Θεὸς
εἶναι ὁ κυρίαρχός της ζωῆς καὶ ὁ ποιητὴς τοῦ κόσμου, κάτω ἀπὸ τὶς ἐντολὲς
τοῦ ὁποίου ὑπακούει κάθε τί. Ὁ Θεὸς λοιπόν, ὁ δημιουργός του κόσμου,
τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἀνθρώπου ἀναδημιουργεῖ τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο,
δίδοντάς του ξανὰ τὴν προοπτική της αἰωνίου Βασιλείας.
Στὸ δεύτερο
ἀναγνωσμα[5],
τὸ ὁποῖο ἀφορᾶ τὴν δύναμη τῆς μετάνοιας, ἀκούγεται τὸ ἀπόσπασμα ἐκεῖνο
ποὺ ἀναφέρεται στὸν Ἰωνὰ καὶ τὴν πόλη τῆς Νινευῆ. Ὁ προφήτης Ἰωνὰς
λαμβάνει τὴν ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ πάει στὴν Νινευὴ καὶ νὰ ἀνακοινώσει
ὅτι θὰ καταστρέψει τὴν πόλη λόγω τῆς ἁμαρτίας τῶν κατοίκων. Ἐκεῖνος
ὅμως δὲν πηγαίνει στὴν Νινευὴ ἀλλὰ σὲ μία ἄλλη πόλη, τὴν Θαρσὶς ὥστε
νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Στὸ πλοῖο ὅπου ἐπιβιβάστηκε, προκαλεῖται
ταραχὴ λόγω τρικυμίας τῆς θάλασσας καὶ τὸ πλήρωμα καταλαβαίνει ὅτι
κάποιος ἁμάρτησε στὸν Θεὸ γι’ αὐτὸ καὶ ξέσπασε αὐτὸς ὁ κλυδωνισμὸς
τῆς θάλασσας. Τραβοῦν λοιπὸν κλῆρο μεταξύ τους ὥστε νὰ πέσει ὁ ἔνοχος
στὴν θάλασσα καὶ νὰ σωθοῦν οἱ ὑπόλοιποι καὶ ὁ κλῆρος τυχαίνει στὸν Ἰωνὰ
λόγω τῆς παρακοῆς του. Ρίπτεται λοιπὸν ὁ Ἰωνὰς στὴν θάλασσα καὶ δὲν πνίγεται ἀλλὰ κατὰ
θεία ἐντολὴ τὸν καταπίνει ἕνα κῆτος στὴν κοιλιὰ τοῦ ὁποίου παραμένει
μετανοῶν γιὰ τρεῖς μέρες καὶ ἐν τέλει τὸ κῆτος ξεβράζει τὸν Ἰωνὰ κοντὰ
σὲ μία ἀκτή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπεῖχε ἡ Νινευὴ τρεῖς ἡμέρες. Ἐκεῖ, ὁ Ἰωνὰς
ἀναγκάζεται πλέον νὰ μηνύσει στοὺς Νινευίτες τὴν ἐπερχόμενη καταστροφὴ
τῆς πόλεώς τους λόγω τῆς ἁμαρτίας σὲ τρεῖς μέρες. Ὁ βασιλιὰς καὶ ὁ λαὸς
τῆς Νινευῆ πέφτουν σὲ μετάνοια, νηστεύουν καὶ κοιμοῦνται σὲ σάκους
θρηνώντας. Ὁ δὲ Ἰωνὰς βγαίνει ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη ὥστε νὰ δεῖ τὴν καταστροφὴ
ἀπὸ μακριά. Καὶ τὴν ἑπόμενη μέρα φυτρώνει μιὰ πολὺ μεγάλη κολοκυθιὰ
ἡ ὁποία μὲ τὴ σκιὰ τῆς ἀνακουφίζει τὸν Ἰωνὰ ἀπὸ τὸν καύσωνα τοῦ ἥλιου.
Τὸ βράδυ ὅμως διέταξε ὁ Θεὸς ἕνα σκουλήκι νὰ φάει τὴν κολοκυθιὰ καὶ
νὰ σαπίσει. Ἀπογοητεύθηκε ὁ Ἰωνὰς καὶ ἄρχισε νὰ κλαίει καὶ νὰ θλίβεται
γιὰ τὴν κολοκυθιά. Τότε λοιπὸν ὁ Θεὸς λέει στὸν Ἰωνά: ἂν ἐσὺ λυπήθηκες
γιὰ τὴν κολοκυθιὰ γιὰ τὴν ὁποία οὔτε κουράστηκες νὰ τὴν σπείρεις οὔτε νὰ τὴν μεγαλώσεις, ἐγὼ δὲν θὰ καμπτόμουν
ἀπὸ τὴν βαθιὰ μετάνοια τῶν Νινευιτῶν καὶ θὰ τοὺς χάριζα τὴν ζωή;
Στὸ τελευταῖο
ἀναγνωσμα[6]
μνημονεύονται οἱ τρεῖς παῖδες, ὁ Ἀνανίας, ὁ Ἀζαρίας καὶ ὁ Μισαὴλ οἱ
ὁποῖοι δὲν προσκύνησαν τὸ ἄγαλμα τοῦ ἀσεβῆ βασιλιὰ τῶν Βαβυλωνίων
Ναβουχοδονόσορα. Γιὰ τὴν ἄρνησή τους αὐτὴ ρίχτηκαν σὲ κλίβανο ὁ ὁποῖος
εἶχε τεράστιες φλόγες. Καὶ ἐκεῖ, οἱ τρεῖς παῖδες ξεκίνησαν νὰ προσεύχονται,
νὰ θυμοῦνται τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἀποστασίας τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τελικὰ
γρήγορα ἡ προσευχὴ μετατράπηκε σὲ ὕμνο δοξολογίας, καθότι ἀποκαλύφθηκαν
τὰ θαυμάσια του Θεοῦ ἀλλὰ καὶ ἀποκαλύφθηκε μπροστὰ στὰ ἀπορημένα
μάτια ὅλων, ὅτι ἄγγελος τοῦ Θεοῦ δρόσιζε τὴν κάμινο καὶ οἱ τρεῖς παῖδες
δὲν βλάπτονταν ἀπὸ τὴν φωτιά. Στὸ τέλος τοῦ ἀναγνώσματος, ψάλλεται
πανηγυρικὰ καὶ μεγαλόπρεπα ὁ ὕμνος τῶν τριῶν παίδων[7]
ὅπου ὅλη ἡ δημιουργία καὶ τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ ὑμνοῦν καὶ δοξολογοῦν
τὸν Θεό.
Στὰ τρία
αὐτὰ ἀναγνώσματα φαίνεται ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἡ προστασία ποὺ παρέχει
σὲ αὐτοὺς ποὺ ἀρνοῦνται τὰ κάθε εἴδους εἴδωλα ἀλλὰ προτυπώνονται καὶ
ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ εὐφροσύνη τῶν δικαίων. Μετὰ ἀπὸ τὰ ἀναγνώσματα
ψάλλεται ὁ βαπτιστικὸς ὕμνος «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε Χριστὸν
ἐνεδύσασθε˙ Ἀλληλούια» καὶ ἀναγινώσκεται τὸ ἀποστολικὸ ἀναγνωσμα,
τὰ ὁποῖα συνδέονται. Εἶναι δηλαδὴ ὁ ὕμνος τῶν βαπτισμένων – φωτισμένων
πλέον, οἱ ὁποῖοι καθὼς ἔμπαιναν γιὰ πρώτη φορὰ στὸν κυρίως ναὸ ἔψαλλαν,
κρατώντας ἀναμμένες λαμπάδες καὶ φορώντας λευκοὺς βαπτιστικοὺς χιτῶνες.
Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα[8]
ἔχει ὡς περιεχόμενο τὴν ἄρνηση τῆς παλιᾶς ζωῆς τους καὶ τὴν ἀνάδυση
τοῦ νέου – ἀνακαινισμένου ἐαυτοῦ τοὺς μέσα ἀπὸ τὴν σωστικὴ ἀποστολὴ
τῆς Ἐκκλησίας καὶ κατ’ ἐπέκταση τοῦ Χριστοῦ, μέσω τῶν Μυστηρίων. Μὲ
τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ στὸν Σταυρό, σταυρωνόμαστε καὶ ἐμεῖς ὥστε νὰ
γίνουμε κοινωνοὶ καὶ τῆς Ἀναστάσεώς Του.
Μὲ τὴν κατακλείδα
τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος ὁ ἱερέας ἀπεκδύεται τὴν πένθιμη
στολὴ καὶ ἐνδύεται τὴν λαμπρὰ – τὴν λευκὴ – καὶ ψάλλοντας μεγαλοφώνως
τὸν ὕμνο «Ἀνάστα ὁ Θεὸς κρῖνον τὴν γῆν˙ ὅτι σὺ κατακληρονομήσεις ἐν
πάσι τοῖς ἔθνεσι», σκορπώντας φύλλα δάφνης σὲ ὅλο το ναό. Πλέον ἀλλάζει
ἡ λειτουργικὴ ἀτμόσφαιρα καὶ προετοιμαζόμαστε γιὰ τὴν χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως,
περιμένοντας τὸν Χριστὸ νὰ θυσιαστεῖ ὥστε νὰ τὸν κοινωνήσουμε καὶ
νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς κατὰ χάριν θεοί. Καὶ μάλιστα, πρῶτα τὸν κοινωνᾶμε
ὡς Λόγο Θεοῦ μὲ τὸν λόγο Του, μὲ τὸ Ἀναστάσιμο Εὐαγγέλιο[9],
τὸ ὁποῖο ἀκολουθεῖ εὐθὺς ἀμέσως.
Ἀκολούθως,
ψάλλεται ἀντὶ τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου, ὁ ἀρχαῖος ὕμνος «Σιγησάτω πάσα
σάρξ…». Εἶναι ὁ ὕμνος ὁ ὁποῖος καλύπτει τὸν χρόνο κατὰ τὸν ὁποῖο ὁ ἱερέας
ἀφοῦ διαβάσει μιὰ προσωπικὴ προπαρασκευαστικὴ εὐχὴ γιὰ τὴν Θεία
Λειτουργία ποὺ πρόκειται νὰ τελέσει, θυμιάζει τὸ ναὸ καὶ μεταφέρει
τὰ Τίμια Δῶρα ἀπὸ τὴν Προσκομιδὴ στὴν Ἁγία Τράπεζα. Ὁ ὕμνος αὐτὸς ἔχει
ἔντονα καὶ βαθειὰ λόγια. Θὰ κάνουμε μιὰ ἀπόπειρα νὰ τὸν μεταφράσουμε:
«Ἃς σιγήσει κάθε θνητὸ καὶ σάρκινο καὶ ἃς σταθεῖ μὲ φόβο καὶ τρόμο καὶ
ἃς μὴ λογίζεται (σκέφτεται) τίποτα γήινο διότι ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων
καὶ Κύριος των ἐξουσιαστῶν προσέρχεται νὰ σφαγιαστεῖ καὶ νὰ δοθεῖ ὡς
τροφὴ στοὺς πιστους˙ πορεύονται μπροστὰ οἱ χοροὶ τῶν Ἀγγέλων μὲ τὴν
σειρὰ κατὰ τὴν τάξη τους˙ τὰ Χερουφεὶμ ποὺ εἶναι πολυόμματα (ἔχουν
πολλὰ μάτια) καὶ τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφεὶμ (ἔχουν ἕξι φτερὰ) καλύπτοντας
ἀπὸ εὐλάβεια τὰ πρόσωπά τους μὲ τὰ φτερά τους καὶ ψάλλοντας μεγαλόφωνα
τὸν ὕμνο Ἀλληλούια (δοξάστε τὸν Κύριο)».
Τὰ λόγια
αὐτοῦ του ὕμνου – ποὺ στὰ παλιὰ χρόνια διατυπώνεται μὲ τὴν φράση «τὸ
μυστικὸν» – θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀποτελεῖ τὴν συμπερίληψη τῆς
Θείας οἰκονομίας ἀλλὰ καὶ κάθε Θείας Λειτουργίας. Ἐκφράζουν τἡν ἀπόλυτη,
ἑκούσια πτωχεία (κένωση ὅπως λέγεται στὴν γλώσσα τῆς Θεολογίας)
τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος προσέρχεται ὥστε νὰ χύσει τὸ Αἷμα Του ὡς
λύτρο γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Θυσιάζεται ὁ μόνος ἀθῶος καὶ σηκώνει
τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν ὅλου του κόσμου ὥστε νὰ ξαναγίνει ὁ ἄνθρωπος
κληρονόμος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα,
καταδέχεται νὰ θανατωθεῖ ἀπὸ τὰ δημιουργήματά Του γιὰ νὰ δείξει τὸν
ἀληθινὸ δρόμο τῆς ταπείνωσης ποὺ ὁδηγεῖ μέχρι τὴν θυσία πάνω στὸ
Σταυρό. Αὐτὴ ἡ θυσία εἶναι ἡ ἀνώτατη ἀγάπη[10].
Εἶναι μιὰ ἀγάπη ποὺ φτάνει μέχρι τὸ σημεῖο νὰ συγχωρεθοῦν οἱ σταυρωτές
Του. Αὐτὸς λοιπόν, ὁ Χριστός, προσέρχεται ξανὰ καὶ ξανά, σὲ κάθε Θεία
Λειτουργία νὰ σφαγιαστεῖ ὥστε νὰ δοθεῖ πρὸς βρῶσιν σὲ ὅλους μας, ὥστε
νὰ γίνουμε κοινωνοὶ τῆς Θεότητός Του καὶ νὰ γίνουμε κατὰ χάριν χριστοί,
δηλαδὴ θεάνθρωποι.
Μπροστά
σε αὐτὸ τὸ γεγονὸς λοιπὸν περιττεύει κάθε τί γήινο καὶ ἀνθρώπινο.
Μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο της Θεότητας δὲν χωρᾶνε τὰ πρόσκαιρα. Μᾶς καλεῖ
λοιπὸν ὁ ὑμνωδὸς στὸ νὰ σωπάσουμε καὶ νὰ σταθοῦμε μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἁρμόζει
στὸν Βασιλιὰ τῶν βασιλευόντων καὶ μόνο Κύριο. Καλύπτοντας τὴν δική
μας κοντόφθαλμη ματιά καὶ παριστάμενοι μπροστὰ στὸν Θεὸ μὲ μάτια ποὺ κοιτάζουν
πρὸς τὰ ἐπάνω, πρὸς τὰ ὑψηλά, στὴν αἰωνιότητα.
Καθὼς διαπιστώνουμε
τὴν δική μας ἀναξιότητα καὶ τὴν ἀπόστασή μας ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ Θεοῦ,
ταπεινωνόμαστε[11],
«λογχιζόμαστε[12]»
ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ κραυγάζουμε μὲ πίστη καὶ ἐλπίδα
«Ἀλληλούια». Μόνο δόξα καὶ ὕμνος ἁρμόζει στὸν Θεὸ ποὺ θέλει νὰ χαρίσει
θεότητα στὰ δημιουργήματά Του. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἀκόμη καὶ οἱ
ἄγγελοι δὲν ἀντέχουν αὐτὴ τὴν δόξα τῆς ταπείνωσης τοῦ Θεοῦ καὶ ὑποκλίνονται
δοξολογώντας Τον.
Σὲ αὐτὴ
τὴν διαδρομὴ τῆς Μεγάλης Εἰσόδου, σὲ ἕναν ναὸ ποὺ εἶναι στρωμένος μὲ
δαφνόφυλλα, ὡς παρέλαση βασιλικῆς δόξας, ὅπου προπορεύονται τὰ
σύμβολα τῆς Νίκης (ὁ Σταυρός, οἱ ἧλοι καὶ ἡ λόγχη) καὶ τὰ λειτουργικὰ
πνεύματα (τὰ ἀγγελικὰ τάγματα), ἐμφανίζεται ὁ Βασιλιὰς τοῦ κόσμου,
κουβαλώντας στὸ Σῶμα Τοῦ τὰ ἑκούσια σημάδια τῆς Θυσίας καὶ Εὐαγγελίζοντας
τοὺς πιστοὺς γιὰ τὴν Ἀνάσταση. Αὐτὰ τὰ τελούμενα, δὲν εἶναι πλέον σκιὲς
καὶ προτυπώσεις ἀλλὰ ἀληθινὰ γεγονότα. Ταυτόχρονα δέ, μᾶς ἑτοιμάζουν
γιὰ τὴν ἐπαγγελμένη ἡμέρα τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου ἐν τῇ ἐσχάτη ἡμέρα[13]
μετὰ δόξης. «Ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν[14]».
Τότε ποὺ θα ἀνατεῖλει ἡ Ὁγδόη ἡμέρα, ἡ ἡμέρα τοῦ ἀνεσπέρου Φωτὸς τῆς Βασιλείας
του Θεοῦ.
Τέλος, θὰ
σταθοῦμε καὶ στὸν κοινωνικὸ ὕμνο τῆς ἡμέρας αὐτῆς: «Ἐξηγέρθη ὡς ὁ ὑπνῶν
Κύριος, καὶ ἀνέστη σώζων ἠμᾶς˙ Ἀλληλούια». Ἔχει σημασία ὅτι τὴν ὥρα
ποὺ γίνεται ἡ ἕνωσή μας μὲ τὸν Θεὸ ψάλλεται αὐτὸς ὁ στίχος. Λέει ὅτι
ἤδη συντελέστηκε ἡ ἐξέγερση τοῦ Κυρίου σὰν νὰ ἦταν ὑπνῶν, σὰν νὰ
κοιμόταν, καὶ ἀνιστάμενος, μᾶς σώζει. Ὁ παρελθοντικὸς χρόνος ποὺ
χρησιμοποιεῖται, δείχνει τὴν πεποίθηση τῆς Ἀναστάσεως ὡς γεγονὸς
ἀληθινό. Ὄχι μόνο της Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ τοῦ κάθε πιστοῦ. Ὁ
Χριστὸς δὲν πεθαίνει ἀπὸ ἐμᾶς, ἑκούσια πέθανε[15],
διατάζοντας ὁ ἴδιος τὸν θάνατο νὰ ἔρθει, ὄντας ὁ ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς. Καὶ ξύπνησε, ὥστε μὲ τὴν Ἀνάστασή Του νὰ
σώσει τὸ γένος τοῦ Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν θάνατο. Ἀκόμη καὶ κατὰ τὸν χρόνο τῆς καθόδου
στὸν Ἅδη, ὁ Χριστὸς ἐργάζεται τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, κηρύττοντας
στοὺς νεκροὺς καὶ ἀνιστάμενος σώζει ὅλους ὅσοι πίστεψαν στὸ κήρυγμά
Του. Τώρα πλέον οἱ ψυχὲς δὲν καταδικάζονται στὸν ζοφερὸ ᾍδη, ἀλλὰ παραμένουν σὲ
ἐνδιάμεση κατάσταση προγευόμενοι τὴν τελικὴ κρίση ἀνάλογα μὲ τὴ ζωή τους.
Αὐτὸς εἶναι
ὁ λόγος ποὺ στὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως ἀποτυπώνεται ἡ νίκη ἐπὶ τοῦ
θανάτου μὲ τὸ σπάσιμο τῶν ἁλυσίδων καὶ τῶν θυρῶν τοῦ ἅδη καὶ τὸ κράτημα
τοῦ χεριοῦ τοῦ Χριστοῦ στὸ ἀνθρώπινο γένος (κρατάει ὁ Χριστὸς στὸ ἕνα
χέρι τὸν Ἀδὰμ καὶ στὸ ἄλλο τὴν Εὕα) ὥστε νὰ τοὺς βοηθήσει νὰ ἀναστηθοῦν.
Καὶ ὁ κόσμος ποὺ μέχρι τότε βρίσκονταν στὸ σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας καὶ τῆς
ἀπόγνωσης, τώρα λούζεται στὸ Φως[16]
τῆς Ἀναστάσεως καὶ ἑτοιμαζόμαστε νὰ ψάλλουμε τὸ βράδυ τῆς Ἁναστάσεως:
«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανὸς τὲ καὶ γῆ, καὶ τὰ καταχθόνια· ἐορταζέτω
γοῦν πάσα κτίσις, τὴν Ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ἢ ἐστερέωται».
[1] Στιχηρὰ
λέγονται τὰ τροπάρια ποὺ ξεκινοῦν μὲ κάποιον ψαλμικὸ στίχο.
[2] Δοξαστικὰ
λέγονται τὰ τροπάρια ποὺ ξεκινοῦν μὲ τὸ «Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῶ καὶ Ἁγίω
Πνεύματι…».
[3] Θεοτοκία
λέγονται οἱ ὕμνοι ποὺ ἀναφέρονται στὴν Θεοτόκο καὶ στὸν ρόλο ποὺ ἔπαιξε
στὴν Θεία Οἰκονομία.
[4] Ἀνάγνωσμα
α’.
[5] Ἀνάγνωσμα
δ’.
[6] Ἀνάγνωσμα
ιε΄.
[7]
σ.σ. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι δὲν ὑπάρχει μέρα τοῦ χρόνου ποὺ νὰ μὴν ἀναφέρονται
τὰ λειτουργικὰ βιβλία στοὺς τρεῖς παῖδες. Ἰδιαίτερα στὸν ὄρθρο ἀλλὰ
καὶ σὲ κάθε κανόνα.
[8] Πρὸς Ρωμαίους
κεφ. στ΄, στίχ.3-11.
[9] Κατὰ
Ματθαῖον κεφ. κη΄, στίχ. 1-20.
[10] Μείζονα
ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἴνα τὶς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῆ ὑπὲρ τῶν φίλων
αὐτοῦ. Ἰωαν. ιε’, στίχ. 13.
[11] «Κατὰ
τοῦτο τιτρώσκομαι τὴ ἀγάπη ἐκείνου», Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου
ιστ΄ ὕμνος τῶν θείων ἐρώτων.
[12] «Σὲ γὰρ
ὁρῶν τιτρώσκομαι τὰ ἐντός της καρδίας καὶ βλεπειν οὐκ ἰσχύω σε καὶ μὴ
βλεπειν οὐ φέρω˙ ἀπρόσιτόν το κάλλος σου, ἀμίμητόν το εἶδος, ἀσύγκριτος
ἡ δόξα σου, καὶ τὶς πότε σὲ εἶδεν ἡ τὶς ἰδειν σὲ δυνηθῆ ὅλον, σέ, τὸν Θεόν
μου;», Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου μβ΄ ὕμνος τῶν θείων ἐρώτων.
[13] Ίωαν. κεφ.ιβ΄, στίχ.
48.
[14] Ίωαν. κεφ. ιθ΄, στίχ.
37.
[15] Συμεὼν
Μεταφραστού, Εἰς θρῆνον τῆς Θεοτόκου, PG 114, 217 Α.
[16] Τροπάριο
γ΄ ὠδῆς Ἀναστάσιμου κανόνος τοῦ Πάσχα, ποίημα Ἄγ. Ἰωάν. Δαμασκηνοῦ.