Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2025

ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΠΑΥΣΕΩΣ ΩΣ ΣΑΒΒΑΤΙΣΜΟΣ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ (Η ΘΕΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ)

 

Τὸ Σάβ­βα­το τῆς κα­τα­παύ­σε­ως ὡς σαβ­βα­τι­σμὸς πρὶν τὴν Ἀ­νά­στα­ση (Ἡ θε­ο­λο­γί­α τοῦ Με­γά­λου Σαβ­βά­του)

Τὸ Με­γά­λο Σάβ­βα­το εἶ­ναι μί­α πο­λὺ ση­μαν­τι­κὴ ἡ­μέ­ρα τῆς Με­γά­λης Ἑ­βδο­μά­δος,  μὲ πυ­κνὰ θε­ο­λο­γι­κὰ νο­ή­μα­τα. Εἶ­ναι ἡ μέ­ρα ὅ­που μνη­μο­νεύ­ε­ται ἡ κά­θο­δος τοῦ Χρι­στοῦ στὸν ἅ­δη. Ταυ­τό­χρο­να ὅ­μως, λαμ­βά­νουν χώ­ρα καὶ ἄλ­λα πολ­λὰ γε­γο­νό­τα τὰ ὁ­ποῖ­α λει­τουρ­γοῦν ἐν σι­ω­πή. Ὁ Θε­ὸς ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται καὶ λει­τουρ­γεῖ πάν­το­τε ἐν σι­ω­πὴ καὶ εἰ­ρή­νη, χω­ρὶς βί­α, χω­ρὶς ἐν­τυ­πω­σι­α­σμὸ ὥ­στε νὰ μὴν προ­κα­λεῖ ἀλ­λὰ νὰ σώ­ζει καὶ νὰ ἁ­γι­ά­ζει.

Κα­νο­νι­κά, τὸ Με­γά­λο Σάβ­βα­το τε­λεῖ­ται ἑ­σπε­ρι­νὴ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α τοῦ Με­γά­λου Βα­σι­λεί­ου, ἡ ὁ­ποί­α ὅ­μως στὶς ἐ­νο­ρί­ες – χά­ριν οἰ­κο­νο­μί­ας – τε­λεῖ­ται τὶς πρω­ι­νὲς ὧ­ρες. Κα­τὰ τὴν ἀρ­χαί­α τά­ξη, συ­χνὰ τε­λοῦν­ταν ἑ­σπε­ρι­νὲς Θεῖ­ες Λει­τουρ­γί­ες σὲ ἡ­μέ­ρες νη­στεί­ας. Μά­λι­στα, κα­τὰ τὸ ἀρ­χαῖ­ο μο­να­στη­ρι­α­κὸ Τυ­πι­κό της Μο­νῆς τοῦ Ἁ­γί­ου Σάβ­βα, ἡ συγ­κε­κρι­μέ­νη ἑ­σπε­ρι­νὴ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α ξε­κι­νοῦ­σε καὶ τέ­λει­ω­νε πι­ὸ ἀρ­γὰ ἀ­πὸ τὶς ἄλ­λες φο­ρές. Στὴν δύ­ση τοῦ ἡ­λί­ου λοι­πόν, ψάλ­λον­ται γαλήνια τὸ «Κύ­ρι­ε ἐ­κέ­κρα­ξα…», τέσ­σε­ρα ἀ­να­στά­σι­μα στι­χη­ρὰ[1] τρο­πά­ρι­α τοῦ ἀ­να­στά­σι­μου ἑ­σπε­ρι­νοῦ του Σαβ­βά­του τοῦ α΄ ἤ­χου καὶ τρί­α στι­χη­ρὰ τρο­πά­ρι­α ποὺ ἀ­να­φέ­ρον­ται σὲ ἕ­ναν θλι­βε­ρὸ μο­νό­λο­γο τοῦ ἅ­δη γιὰ τὴν ἐ­ξα­πά­τη­σή του ἀ­πὸ τὸν Χρι­στό, μὲ τὴν ἔν­νοι­α ὅ­τι ὁ ἅ­δης πε­ρί­με­νε νὰ πα­ρα­λά­βει τὴν ψυ­χὴ ἑ­νὸς κοι­νοῦ θνη­τοῦ ἀλ­λὰ πα­ρέ­λα­βε τὸν ἀρ­χη­γὸ τῆς ζω­ῆς, τὸν Σω­τή­ρα Χρι­στό, στὸν ὁ­ποῖ­ο δὲν ἔ­χει κα­μι­ὰ ἐ­ξου­σί­α. Στὸ τέ­λος ὅ­λων αὐ­τῶν τῶν τρο­πα­ρί­ων, κα­τα­λή­γει ὁ ποι­η­τής τους σὲ ξέ­σπα­σμα καρ­δι­α­κῆς δο­ξο­λο­γί­ας γιὰ τὴν Ἁ­γί­α Σταύ­ρω­ση καὶ τὴν Ἁ­γί­α Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ.

Ἀ­κο­λού­θως, ψάλ­λε­ται ἕ­να δο­ξα­στι­κὸ[2] ὅ­που το θέ­μα τοῦ ἔ­χει νὰ κά­νει μὲ τὴν ἀ­να­γω­γὴ τῆς ἐν­το­λῆς τοῦ Σαβ­βά­του τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης στὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη ὅ­που πλέ­ον ἡ κα­τά­παυ­ση παίρ­νει ἕ­να νέ­ο πε­ρι­ε­χό­με­νο. Στὴν Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη, ἡ ἀ­νά­παυ­ση τῆς ἕ­κτης ἡ­μέ­ρας κα­τὰ τὴν δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ κό­σμου, γί­νε­ται ἐν­το­λὴ γιὰ ἀ­νά­παυ­ση τῶν ἀν­θρώ­πων ἀ­πὸ τὶς ἐρ­γα­σί­ες τους ὥ­στε νὰ ἀ­φι­ε­ρω­θοῦν ἀ­πο­κλει­στι­κὰ στὸν Θε­ὸ μέ­σω προ­σευ­χῆς, με­λέ­της καὶ ἐ­λε­η­μο­σύ­νης. Στὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη, ὁ σαβ­βα­τι­σμὸς τοῦ Χρι­στοῦ γί­νε­ται ἀ­φορ­μὴ ὥ­στε μὲ τὴν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου τὴν Κυ­ρι­α­κή, νὰ ἐ­λευ­θε­ρω­θεῖ ὁ κό­σμος ἀ­πὸ τὴν φθο­ρά, τὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ τὸν θά­να­το καὶ ἀ­να­και­νι­σμέ­νος πλέ­ον ὁ κό­σμος, νὰ χαί­ρε­ται τὴν Κυ­ρι­α­κὴ ἡ­μέ­ρα, τὴν ἡ­μέ­ρα τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ τῆς Ἀ­να­στά­σε­ώς Του.

Ἔ­πει­τα, ἐ­πι­συ­νά­πτε­ται καὶ ἕ­να θε­ο­το­κί­ο[3], ὅ­που ὁ ποι­η­τὴς τοῦ μνη­μο­νεύ­ει τὴν Θε­ο­τό­κο καὶ τὴν ἄ­σπο­ρη κύ­η­σή της, χά­ρη στὴν ὁ­ποί­α ὁ κό­σμος ὀ­φεί­λει εὐ­γνω­μο­σύ­νη για­τί γέν­νη­σε τὸν ἀ­λη­θι­νὸ Σω­τή­ρα, ὁ ὁ­ποῖ­ος πο­λέ­μη­σε τοὺς ἐ­χθροὺς καὶ χά­ρι­σε στὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα τὴν Αἰ­ώ­νι­ο Ζω­ή.

Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας εἰ­σο­δεύ­ει μὲ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λι­ο τὸ ὁ­ποῖ­ο τὸ προ­σκυ­νοῦ­νε ὅ­λοι ὡς τὸν Λό­γο τοῦ Θε­οῦ καὶ τὴν ἀ­λη­θι­νὴ σο­φί­α Του καὶ ψάλ­λε­ται ὁ ἐ­πι­λύ­χνι­ος ὕ­μνος «Φῶς ἱ­λα­ρόν…» στὸ τέ­λος τοῦ ὁ­ποί­ου στὴν παλιὰ τάξη, ἔ­παιρ­νε ὁ νε­ω­κό­ρος ἀ­ναμ­μέ­νη λαμ­πά­δα ἀ­πὸ τὸν ἱ­ε­ρέ­α καὶ ἄ­να­βε τὰ καν­τή­λια καὶ τὰ κε­ριὰ κα­τὰ τὴν τά­ξη τῆς ἀ­κο­λου­θί­ας. Ἀ­κο­λού­θως δι­α­βά­ζον­ται κά­ποια ἀ­να­γνώ­σμα­τα. Στὴν τά­ξη τοῦ Τριωδίου, τὰ ἀ­να­γνώ­σμα­τα ἦ­ταν δε­κα­πέν­τε στὸν ἀ­ριθ­μὸ ὥ­στε νὰ προ­λά­βουν νὰ βα­πτι­στοῦν οἱ κα­τη­χού­με­νοι, οἱ ἄν­θρω­ποι ἐ­κεῖ­νοι οἱ ὁ­ποῖ­οι ἤ­θε­λαν νὰ ἀ­φή­σουν τὴν πα­λιά τους ζω­ὴ καὶ νὰ γί­νουν χρι­στια­νοί. Στὶς ἐ­νο­ρί­ες ἐ­πι­κρά­τη­σε νὰ δι­α­βά­ζον­ται μό­νο τρί­α ἀ­να­γνώ­σμα­τα, τὰ πι­ὸ ση­μαν­τι­κά.

Τὸ πρῶ­το ἀ­να­γνω­σμα[4] ἀ­φο­ρᾶ τὴν δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ κό­σμου καὶ τὴν δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ φω­τός. Ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ὁ κυ­ρί­αρ­χός της ζω­ῆς καὶ ὁ ποι­η­τὴς τοῦ κό­σμου, κά­τω ἀ­πὸ τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ ὁ­ποί­ου ὑ­πα­κού­ει κά­θε τί. Ὁ Θε­ὸς λοι­πόν, ὁ δη­μι­ουρ­γός του κό­σμου, τῆς ζω­ῆς καὶ τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­να­δη­μι­ουρ­γεῖ τὸν κό­σμο καὶ τὸν ἄν­θρω­πο, δί­δον­τάς του ξα­νὰ τὴν προ­ο­πτι­κή της αἰ­ω­νί­ου Βα­σι­λεί­ας.

Στὸ δεύ­τε­ρο ἀ­να­γνω­σμα[5], τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­φο­ρᾶ τὴν δύ­να­μη τῆς με­τά­νοι­ας, ἀ­κού­γε­ται τὸ ἀ­πό­σπα­σμα ἐ­κεῖ­νο ποὺ ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸν Ἰ­ω­νὰ καὶ τὴν πό­λη τῆς Νι­νευ­ῆ. Ὁ προ­φή­της Ἰ­ω­νὰς λαμ­βά­νει τὴν ἐν­το­λὴ ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ νὰ πά­ει στὴν Νι­νευ­ὴ καὶ νὰ ἀ­να­κοι­νώ­σει ὅ­τι θὰ κα­τα­στρέ­ψει τὴν πό­λη λό­γω τῆς ἁ­μαρ­τί­ας τῶν κα­τοί­κων. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως δὲν πη­γαί­νει στὴν Νι­νευ­ὴ ἀλ­λὰ σὲ μί­α ἄλ­λη πό­λη, τὴν Θαρ­σὶς ὥ­στε νὰ ἀ­πο­φευ­χθεῖ ἡ ὀρ­γὴ τοῦ Θε­οῦ. Στὸ πλοῖ­ο ὅ­που ἐ­πι­βι­βά­στη­κε, προ­κα­λεῖ­ται τα­ρα­χὴ λό­γω τρι­κυ­μί­ας τῆς θά­λασ­σας καὶ τὸ πλή­ρω­μα κα­τα­λα­βαί­νει ὅ­τι κά­ποιος ἁ­μάρ­τη­σε στὸν Θε­ὸ γι’ αὐ­τὸ καὶ ξέ­σπα­σε αὐ­τὸς ὁ κλυ­δω­νι­σμὸς τῆς θά­λασ­σας. Τρα­βοῦν λοι­πὸν κλῆ­ρο με­τα­ξύ τους ὥ­στε νὰ πέ­σει ὁ ἔ­νο­χος στὴν θά­λασ­σα καὶ νὰ σω­θοῦν οἱ ὑ­πό­λοι­ποι καὶ ὁ κλῆ­ρος τυ­χαί­νει στὸν Ἰ­ω­νὰ λό­γω τῆς πα­ρα­κο­ῆς του. Ρί­πτε­ται λοι­πὸν ὁ Ἰ­ω­νὰς  στὴν θά­λασ­σα καὶ δὲν πνί­γε­ται ἀλ­λὰ κα­τὰ θεί­α ἐν­το­λὴ τὸν κα­τα­πί­νει ἕ­να κῆ­τος στὴν κοι­λιὰ τοῦ ὁ­ποί­ου πα­ρα­μέ­νει με­τα­νο­ῶν γιὰ τρεῖς μέ­ρες καὶ ἐν τέ­λει τὸ κῆ­τος ξε­βρά­ζει τὸν Ἰ­ω­νὰ κον­τὰ σὲ μί­α ἀ­κτή, ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α ἀ­πεῖ­χε ἡ Νι­νευ­ὴ τρεῖς ἡ­μέ­ρες. Ἐ­κεῖ, ὁ Ἰ­ω­νὰς ἀ­ναγ­κά­ζε­ται πλέ­ον νὰ μη­νύ­σει στοὺς Νι­νευ­ί­τες τὴν ἐ­περ­χό­με­νη κα­τα­στρο­φὴ τῆς πό­λε­ώς τους λό­γω τῆς ἁ­μαρ­τί­ας σὲ τρεῖς μέ­ρες. Ὁ βα­σι­λιὰς καὶ ὁ λα­ὸς τῆς Νι­νευ­ῆ πέ­φτουν σὲ με­τά­νοι­α, νη­στεύ­ουν καὶ κοι­μοῦν­ται σὲ σά­κους θρη­νών­τας. Ὁ δὲ Ἰ­ω­νὰς βγαί­νει ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν πό­λη ὥ­στε νὰ δεῖ τὴν κα­τα­στρο­φὴ ἀ­πὸ μα­κρι­ά. Καὶ τὴν ἑ­πό­με­νη μέ­ρα φυ­τρώ­νει μιὰ πο­λὺ με­γά­λη κο­λο­κυ­θιὰ ἡ ὁ­ποί­α μὲ τὴ σκι­ὰ τῆς ἀ­να­κου­φί­ζει τὸν Ἰ­ω­νὰ ἀ­πὸ τὸν καύ­σω­να τοῦ ἥ­λι­ου. Τὸ βρά­δυ ὅ­μως δι­έ­τα­ξε ὁ Θε­ὸς ἕ­να σκου­λή­κι νὰ φά­ει τὴν κο­λο­κυ­θιὰ καὶ νὰ σα­πί­σει. Ἀ­πο­γο­η­τεύ­θη­κε ὁ Ἰ­ω­νὰς καὶ ἄρ­χι­σε νὰ κλαί­ει καὶ νὰ θλί­βε­ται γιὰ τὴν κο­λο­κυ­θιά. Τό­τε λοι­πὸν ὁ Θε­ὸς λέ­ει στὸν Ἰ­ω­νά: ἂν ἐ­σὺ λυ­πή­θη­κες γιὰ τὴν κο­λο­κυ­θιὰ γιὰ τὴν ὁ­ποί­α οὔ­τε κου­ρά­στη­κες νὰ τὴν σπεί­ρεις οὔ­τε  νὰ τὴν με­γα­λώ­σεις, ἐ­γὼ δὲν θὰ καμ­πτό­μουν ἀ­πὸ τὴν βα­θι­ὰ με­τά­νοι­α τῶν Νι­νευ­ι­τῶν καὶ θὰ τοὺς χά­ρι­ζα τὴν ζω­ή;

Στὸ τε­λευ­ταῖ­ο ἀ­να­γνω­σμα[6] μνη­μο­νεύ­ον­ται οἱ τρεῖς παῖ­δες, ὁ Ἀ­να­νί­ας, ὁ Ἀ­ζα­ρί­ας καὶ ὁ Μι­σα­ὴλ οἱ ὁ­ποῖ­οι δὲν προ­σκύ­νη­σαν τὸ ἄ­γαλ­μα τοῦ ἀ­σε­βῆ βα­σι­λιὰ τῶν Βα­βυ­λω­νί­ων Να­βου­χο­δο­νό­σο­ρα. Γιὰ τὴν ἄρ­νη­σή τους αὐ­τὴ ρί­χτη­καν σὲ κλί­βα­νο ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε τε­ρά­στι­ες φλό­γες. Καὶ ἐ­κεῖ, οἱ τρεῖς παῖ­δες ξε­κί­νη­σαν νὰ προ­σεύ­χον­ται, νὰ θυ­μοῦν­ται τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῆς ἀ­πο­στα­σί­ας τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ καὶ τε­λι­κὰ γρή­γο­ρα ἡ προ­σευ­χὴ με­τα­τρά­πη­κε σὲ ὕ­μνο δο­ξο­λο­γί­ας, κα­θό­τι ἀ­πο­κα­λύ­φθη­καν τὰ θαυ­μά­σι­α του Θε­οῦ ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πο­κα­λύ­φθη­κε μπρο­στὰ στὰ ἀ­πο­ρη­μέ­να μά­τια ὅ­λων, ὅ­τι ἄγ­γε­λος τοῦ Θε­οῦ δρό­σι­ζε τὴν κά­μι­νο καὶ οἱ τρεῖς παῖ­δες δὲν βλά­πτον­ταν ἀ­πὸ τὴν φω­τιά. Στὸ τέ­λος τοῦ ἀ­να­γνώ­σμα­τος, ψάλ­λε­ται πα­νη­γυ­ρι­κὰ καὶ με­γα­λό­πρε­πα ὁ ὕ­μνος τῶν τρι­ῶν παί­δων[7] ὅ­που ὅ­λη ἡ δη­μι­ουρ­γί­α καὶ τὰ πλά­σμα­τα τοῦ Θε­οῦ ὑ­μνοῦν καὶ δο­ξο­λο­γοῦν τὸν Θε­ό.

Στὰ τρί­α αὐ­τὰ ἀ­να­γνώ­σμα­τα φαί­νε­ται ἡ πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ, ἡ προ­στα­σί­α ποὺ πα­ρέ­χει σὲ αὐ­τοὺς ποὺ ἀρ­νοῦν­ται τὰ κά­θε εἴ­δους εἴ­δω­λα ἀλ­λὰ προ­τυ­πώ­νον­ται καὶ ἡ Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ἡ εὐ­φρο­σύ­νη τῶν δι­καί­ων. Με­τὰ ἀ­πὸ τὰ ἀ­να­γνώ­σμα­τα ψάλ­λε­ται ὁ βα­πτι­στι­κὸς ὕ­μνος «Ὅ­σοι εἰς Χρι­στὸν ἐ­βα­πτί­σθη­τε Χρι­στὸν ἐ­νε­δύ­σα­σθε˙ Ἀλ­λη­λού­ι­α» καὶ ἀ­να­γι­νώ­σκε­ται τὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­να­γνω­σμα, τὰ ὁ­ποῖ­α συν­δέ­ον­ται. Εἶ­ναι δη­λα­δὴ ὁ ὕ­μνος τῶν βα­πτι­σμέ­νων – φω­τι­σμέ­νων πλέ­ον, οἱ ὁ­ποῖ­οι κα­θὼς ἔμ­παι­ναν γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ στὸν κυ­ρί­ως να­ὸ ἔ­ψαλ­λαν, κρα­τών­τας ἀ­ναμ­μέ­νες λαμ­πά­δες καὶ φο­ρών­τας λευ­κοὺς βα­πτι­στι­κοὺς χι­τῶ­νες. Τὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα[8] ἔ­χει ὡς πε­ρι­ε­χό­με­νο τὴν ἄρ­νη­ση τῆς πα­λιᾶς ζω­ῆς τους καὶ τὴν ἀ­νά­δυ­ση τοῦ νέ­ου – ἀ­να­και­νι­σμέ­νου ἐ­αυ­τοῦ τοὺς μέ­σα ἀ­πὸ τὴν σω­στι­κὴ ἀ­πο­στο­λὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ κατ’ ἐ­πέ­κτα­ση τοῦ Χρι­στοῦ, μέ­σω τῶν Μυ­στη­ρί­ων. Μὲ τὸν θά­να­το τοῦ Χρι­στοῦ στὸν Σταυ­ρό, σταυ­ρω­νό­μα­στε καὶ ἐ­μεῖς ὥ­στε νὰ γί­νου­με κοι­νω­νοὶ καὶ τῆς Ἀ­να­στά­σε­ώς Του.

Μὲ τὴν κα­τα­κλεί­δα τοῦ ἀ­πο­στο­λι­κοῦ ἀ­να­γνώ­σμα­τος ὁ ἱ­ε­ρέ­ας ἀ­πεκ­δύ­ε­ται τὴν πέν­θι­μη στο­λὴ καὶ ἐν­δύ­ε­ται τὴν λαμ­πρὰ – τὴν λευ­κὴ – καὶ ψάλ­λον­τας με­γα­λο­φώ­νως τὸν ὕ­μνο «Ἀ­νά­στα ὁ Θε­ὸς κρῖ­νον τὴν γῆν˙ ὅ­τι σὺ κα­τα­κλη­ρο­νο­μή­σεις ἐν πά­σι τοῖς ἔ­θνε­σι», σκορ­πών­τας φύλ­λα δάφ­νης σὲ ὅ­λο το να­ό. Πλέ­ον ἀλ­λά­ζει ἡ λει­τουρ­γι­κὴ ἀ­τμό­σφαι­ρα καὶ προ­ε­τοι­μα­ζό­μα­στε γιὰ τὴν χα­ρὰ τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως, πε­ρι­μέ­νον­τας τὸν Χρι­στὸ νὰ θυ­σι­α­στεῖ ὥ­στε νὰ τὸν κοι­νω­νή­σου­με καὶ νὰ γί­νου­με κι ἐ­μεῖς κα­τὰ χά­ριν θε­οί. Καὶ μά­λι­στα, πρῶ­τα τὸν κοι­νω­νᾶ­με ὡς Λό­γο Θε­οῦ μὲ τὸν λό­γο Του, μὲ τὸ Ἀ­να­στά­σι­μο Εὐ­αγ­γέ­λι­ο[9], τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­κο­λου­θεῖ εὐ­θὺς ἀ­μέ­σως.

Ἀ­κο­λού­θως, ψάλ­λε­ται ἀν­τὶ τοῦ Χε­ρου­βι­κοῦ ὕ­μνου, ὁ ἀρ­χαῖ­ος ὕ­μνος «Σι­γη­σά­τω πά­σα σάρξ…». Εἶ­ναι ὁ ὕ­μνος ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­λύ­πτει τὸν χρό­νο κα­τὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο ὁ ἱ­ε­ρέ­ας ἀ­φοῦ δια­βά­σει μιὰ προ­σω­πι­κὴ προ­πα­ρα­σκευ­α­στι­κὴ εὐ­χὴ γιὰ τὴν Θεί­α Λει­τουρ­γί­α ποὺ πρό­κει­ται νὰ τε­λέ­σει, θυ­μιά­ζει τὸ να­ὸ καὶ με­τα­φέ­ρει τὰ Τί­μι­α Δῶ­ρα ἀ­πὸ τὴν Προ­σκο­μι­δὴ στὴν Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα. Ὁ ὕ­μνος αὐ­τὸς ἔ­χει ἔν­το­να καὶ βα­θει­ὰ λό­για. Θὰ κά­νου­με μιὰ ἀ­πό­πει­ρα νὰ τὸν με­τα­φρά­σου­με: «Ἃς σι­γή­σει κά­θε θνη­τὸ καὶ σάρ­κι­νο καὶ ἃς στα­θεῖ μὲ φό­βο καὶ τρό­μο καὶ ἃς μὴ λο­γί­ζε­ται (σκέ­φτε­ται) τί­πο­τα γή­ι­νο δι­ό­τι ὁ Βα­σι­λεὺς τῶν βα­σι­λευ­όν­των καὶ Κύ­ρι­ος των ἐ­ξου­σι­α­στῶν προ­σέρ­χε­ται νὰ σφα­για­στεῖ καὶ νὰ δο­θεῖ ὡς τρο­φὴ στοὺς πι­στους˙ πο­ρεύ­ον­ται μπρο­στὰ οἱ χο­ροὶ τῶν Ἀγ­γέ­λων μὲ τὴν σει­ρὰ κα­τὰ τὴν τά­ξη τους˙ τὰ Χε­ρου­φεὶμ ποὺ εἶ­ναι πο­λυ­όμ­μα­τα (ἔ­χουν πολ­λὰ μά­τια) καὶ τὰ ἑ­ξα­πτέ­ρυ­γα Σε­ρα­φεὶμ (ἔ­χουν ἕ­ξι φτε­ρὰ) κα­λύ­πτον­τας ἀ­πὸ εὐ­λά­βει­α τὰ πρό­σω­πά τους μὲ τὰ φτε­ρά τους καὶ ψάλ­λον­τας με­γα­λό­φω­να τὸν ὕ­μνο Ἀλ­λη­λού­ι­α (δο­ξά­στε τὸν Κύ­ρι­ο)».

Τὰ λό­για αὐ­τοῦ του ὕ­μνου – ποὺ στὰ πα­λιὰ χρό­νι­α δι­α­τυ­πώ­νε­ται μὲ τὴν φρά­ση «τὸ μυ­στι­κὸν» – θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ ποῦ­με ὅ­τι ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν συμ­πε­ρί­λη­ψη τῆς Θεί­ας οἰ­κο­νο­μί­ας ἀλ­λὰ καὶ κά­θε Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας. Ἐκφράζουν τἡν ἀ­πό­λυ­τη, ἑ­κού­σι­α πτω­χεί­α (κέ­νω­ση ὅ­πως λέ­γε­ται στὴν γλώσ­σα τῆς Θε­ο­λο­γί­ας) τοῦ Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος προ­σέρ­χε­ται ὥ­στε νὰ χύ­σει τὸ Αἷ­μα Του ὡς λύ­τρο γιὰ τὴν σω­τη­ρί­α τοῦ κό­σμου. Θυ­σι­ά­ζε­ται ὁ μό­νος ἀ­θῶ­ος καὶ ση­κώ­νει τὸ βά­ρος τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν ὅ­λου του κό­σμου ὥ­στε νὰ ξα­να­γί­νει ὁ ἄν­θρω­πος κλη­ρο­νό­μος τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τὸς ποὺ δη­μι­ούρ­γη­σε τὰ πάν­τα, κα­τα­δέ­χε­ται νὰ θα­να­τω­θεῖ ἀ­πὸ τὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τά Του γιὰ νὰ δεί­ξει τὸν ἀ­λη­θι­νὸ δρό­μο τῆς τα­πεί­νω­σης ποὺ ὁδηγεῖ μέ­χρι τὴν θυ­σί­α πά­νω στὸ Σταυ­ρό. Αὐ­τὴ ἡ θυ­σί­α εἶ­ναι ἡ ἀ­νώ­τα­τη ἀ­γά­πη[10]. Εἶ­ναι μιὰ ἀ­γά­πη ποὺ φτά­νει μέ­χρι τὸ ση­μεῖ­ο νὰ συγ­χω­ρε­θοῦν οἱ σταυ­ρω­τές Του. Αὐ­τὸς λοι­πόν, ὁ Χρι­στός, προ­σέρ­χε­ται ξα­νὰ καὶ ξα­νά, σὲ κά­θε Θεί­α Λει­τουρ­γί­α νὰ σφα­για­στεῖ ὥ­στε νὰ δο­θεῖ πρὸς βρῶ­σιν σὲ ὅ­λους μας, ὥ­στε νὰ γί­νου­με κοι­νω­νοὶ τῆς Θε­ό­τη­τός Του καὶ νὰ γί­νου­με κα­τὰ χά­ριν χρι­στοί, δη­λα­δὴ θε­άν­θρω­ποι.

Μπρο­στά σε αὐ­τὸ τὸ γε­γο­νὸς λοι­πὸν πε­ριτ­τεύ­ει κά­θε τί γή­ι­νο καὶ ἀν­θρώ­πι­νο. Μπρο­στὰ στὸ με­γα­λεῖ­ο της Θε­ό­τη­τας δὲν χω­ρᾶ­νε τὰ πρό­σκαι­ρα. Μᾶς κα­λεῖ λοιπὸν ὁ ὑ­μνω­δὸς στὸ νὰ σω­πά­σου­με καὶ νὰ στα­θοῦ­με μὲ τὸν τρό­πο ποὺ ἁρ­μό­ζει στὸν Βα­σι­λιὰ τῶν βα­σι­λευ­όν­των καὶ μό­νο Κύ­ρι­ο. Κα­λύ­πτον­τας τὴν δι­κή μας κον­τό­φθαλ­μη μα­τιά καὶ παριστάμενοι μπρο­στὰ στὸν Θε­ὸ μὲ μά­τια ποὺ κοι­τά­ζουν πρὸς τὰ ἐ­πά­νω, πρὸς τὰ ὑ­ψη­λά, στὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα.

Κα­θὼς δι­α­πι­στώ­νου­με τὴν δι­κή μας ἀ­να­ξι­ό­τη­τα καὶ τὴν ἀ­πό­στα­σή μας ἀ­πὸ τὸ ὕ­ψος τοῦ Θε­οῦ, τα­πει­νω­νό­μα­στε[11], «λογ­χι­ζό­μα­στε[12]» ἀ­πὸ τὴν ἀ­γά­πη καὶ τὸ ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ καὶ κραυ­γά­ζου­με μὲ πί­στη καὶ ἐλ­πί­δα «Ἀλ­λη­λού­ι­α». Μό­νο δό­ξα καὶ ὕ­μνος ἁρ­μό­ζει στὸν Θε­ὸ ποὺ θέ­λει νὰ χα­ρί­σει θε­ό­τη­τα στὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τά Του. Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ λό­γος ποὺ ἀ­κό­μη καὶ οἱ ἄγ­γε­λοι δὲν ἀν­τέ­χουν αὐ­τὴ τὴν δό­ξα τῆς τα­πεί­νω­σης τοῦ Θε­οῦ καὶ ὑ­πο­κλί­νον­ται δο­ξο­λο­γών­τας Τον.

Σὲ αὐ­τὴ τὴν δι­α­δρο­μὴ τῆς Με­γά­λης Εἰ­σό­δου, σὲ ἕ­ναν να­ὸ ποὺ εἶ­ναι στρω­μέ­νος μὲ δαφ­νό­φυλ­λα, ὡς πα­ρέ­λα­ση βα­σι­λι­κῆς δό­ξας, ὅ­που προ­πο­ρεύ­ον­ται τὰ σύμ­βο­λα τῆς Νί­κης (ὁ Σταυ­ρός, οἱ ἧ­λοι καὶ ἡ λόγ­χη) καὶ τὰ λει­τουρ­γι­κὰ πνεύ­μα­τα (τὰ ἀγ­γε­λι­κὰ τάγ­μα­τα), ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὁ Βα­σι­λιὰς τοῦ κό­σμου, κου­βα­λών­τας στὸ Σῶ­μα Τοῦ τὰ ἑ­κού­σι­α ση­μά­δια τῆς Θυ­σί­ας καὶ Εὐ­αγ­γε­λί­ζον­τας τοὺς πι­στοὺς γιὰ τὴν Ἀ­νά­στα­ση. Αὐ­τὰ τὰ τε­λού­με­να, δὲν εἶ­ναι πλέ­ον σκι­ὲς καὶ προ­τυ­πώ­σεις ἀλ­λὰ ἀ­λη­θι­νὰ γε­γο­νό­τα. Ταυ­τό­χρο­να δέ, μᾶς ἑ­τοι­μά­ζουν γιὰ τὴν ἐ­παγ­γελ­μέ­νη ἡ­μέ­ρα τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Κυ­ρί­ου ἐν τῇ ἐ­σχά­τη ἡ­μέ­ρα[13] με­τὰ δό­ξης. «Ὄ­ψον­ται εἰς ὃν ἐ­ξε­κέν­τη­σα­ν[14]». Τότε ποὺ θα ἀνατεῖλει ἡ Ὁγδόη ἡμέρα, ἡ ἡμέρα τοῦ ἀνεσπέρου Φωτὸς τῆς Βασιλείας του Θεοῦ.

Τέ­λος, θὰ στα­θοῦ­με καὶ στὸν κοι­νω­νι­κὸ ὕ­μνο τῆς ἡ­μέ­ρας αὐ­τῆς: «Ἐ­ξη­γέρ­θη ὡς ὁ ὑ­πνῶν Κύ­ρι­ος, καὶ ἀ­νέ­στη σώ­ζων ἠ­μᾶς˙ Ἀλ­λη­λού­ι­α». Ἔ­χει ση­μα­σί­α ὅ­τι τὴν ὥ­ρα ποὺ γί­νε­ται ἡ ἕ­νω­σή μας μὲ τὸν Θε­ὸ ψάλ­λε­ται αὐ­τὸς ὁ στί­χος. Λέ­ει ὅ­τι ἤ­δη συν­τε­λέ­στη­κε ἡ ἐ­ξέ­γερ­ση τοῦ Κυ­ρί­ου σὰν νὰ ἦ­ταν ὑ­πνῶν, σὰν νὰ κοι­μό­ταν, καὶ ἀ­νι­στά­με­νος, μᾶς σώ­ζει. Ὁ πα­ρελ­θον­τι­κὸς χρό­νος ποὺ χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται, δεί­χνει τὴν πε­ποί­θη­ση τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως ὡς γε­γο­νὸς ἀ­λη­θι­νό. Ὄ­χι μό­νο της Ἀ­νά­στα­σης τοῦ Χρι­στοῦ ἀλ­λὰ τοῦ κά­θε πι­στοῦ. Ὁ Χρι­στὸς δὲν πε­θαί­νει ἀ­πὸ ἐ­μᾶς, ἑ­κού­σι­α πέ­θα­νε[15], δι­α­τά­ζον­τας ὁ ἴ­διος τὸν θά­να­το νὰ ἔρ­θει, ὄν­τας ὁ ἀρ­χη­γὸς τῆς ζω­ῆς.  Καὶ ξύ­πνη­σε, ὥ­στε μὲ τὴν Ἀ­νά­στα­σή Του νὰ σώ­σει τὸ γέ­νος τοῦ Ἀ­δὰμ ἀ­πὸ τὸν θά­να­το. Ἀ­κό­μη καὶ κατὰ τὸν χρόνο τῆς κα­θό­δου στὸν Ἅ­δη, ὁ Χρι­στὸς ἐρ­γά­ζε­ται τὴν σω­τη­ρί­α τῶν ἀν­θρώ­πων, κη­ρύτ­τον­τας στοὺς νε­κροὺς καὶ ἀ­νι­στά­με­νος σώ­ζει ὅ­λους ὅ­σοι πί­στε­ψαν στὸ κή­ρυγ­μά Του. Τώρα πλέον οἱ ψυχὲς δὲν καταδικάζονται στὸν ζοφερὸ ᾍδη, ἀλλὰ παραμένουν σὲ ἐνδιάμεση κατάσταση προγευόμενοι τὴν τελικὴ κρίση ἀνάλογα μὲ τὴ ζωή τους.

Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ λό­γος ποὺ στὴν εἰ­κό­να τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως ἀ­πο­τυ­πώ­νε­ται ἡ νί­κη ἐ­πὶ τοῦ θα­νά­του μὲ τὸ σπά­σι­μο τῶν ἁ­λυ­σί­δων καὶ τῶν θυ­ρῶν τοῦ ἅ­δη καὶ τὸ κρά­τη­μα τοῦ χε­ριοῦ τοῦ Χρι­στοῦ στὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος (κρα­τά­ει ὁ Χρι­στὸς στὸ ἕ­να χέ­ρι τὸν Ἀ­δὰμ καὶ στὸ ἄλ­λο τὴν Εὕ­α) ὥ­στε νὰ τοὺς βο­η­θή­σει νὰ ἀ­να­στη­θοῦν. Καὶ ὁ κό­σμος ποὺ μέ­χρι τό­τε βρί­σκον­ταν στὸ σκο­τά­δι τῆς ἀ­γνω­σί­ας καὶ τῆς ἀ­πό­γνω­σης, τώ­ρα λού­ζε­ται στὸ Φω­ς[16] τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως καὶ ἑ­τοι­μα­ζό­μα­στε νὰ ψάλ­λου­με τὸ βρά­δυ τῆς Ἁναστάσεως: «Νῦν πάν­τα πε­πλή­ρω­ται φω­τός, οὐ­ρα­νὸς τὲ καὶ γῆ, καὶ τὰ κα­τα­χθό­νι­α· ἐ­ορ­τα­ζέ­τω γοῦν πά­σα κτί­σις, τὴν Ἔ­γερ­σιν Χρι­στοῦ, ἐν ἢ ἐ­στε­ρέ­ω­ται».

 

 



[1] Στι­χη­ρὰ λέ­γον­ται τὰ τρο­πά­ρι­α ποὺ ξε­κι­νοῦν μὲ κά­ποιον ψαλ­μι­κὸ στί­χο.

[2] Δο­ξα­στι­κὰ λέ­γον­ται τὰ τρο­πά­ρι­α ποὺ ξε­κι­νοῦν μὲ τὸ «Δό­ξα Πα­τρὶ καὶ Υἱ­ῶ καὶ Ἁ­γί­ω Πνεύ­μα­τι…».

[3] Θε­ο­το­κί­α λέ­γον­ται οἱ ὕ­μνοι ποὺ ἀ­να­φέ­ρον­ται στὴν Θε­ο­τό­κο καὶ στὸν ρό­λο ποὺ ἔ­παι­ξε στὴν Θεί­α Οἰ­κο­νο­μί­α.

[4] Ἀ­νά­γνω­σμα α’.

[5] Ἀ­νά­γνω­σμα δ’.

 

[6] Ἀ­νά­γνω­σμα ιε΄.

[7] σ.σ. Δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χει μέ­ρα τοῦ χρό­νου ποὺ νὰ μὴν ἀ­να­φέ­ρον­ται τὰ λει­τουρ­γι­κὰ βι­βλί­α στοὺς τρεῖς παῖ­δες. Ἰ­δι­αί­τε­ρα στὸν ὄρ­θρο ἀλ­λὰ καὶ σὲ κά­θε κα­νό­να. 

[8] Πρὸς Ρωμαίους κεφ. στ΄, στίχ.3-11.

[9] Κα­τὰ Ματ­θαῖ­ον  κεφ. κη΄, στίχ. 1-20.

[10] Μεί­ζο­να ταύ­της ἀ­γά­πην οὐ­δεὶς ἔ­χει, ἴ­να τὶς τὴν ψυ­χὴν αὐ­τοῦ θῆ ὑ­πὲρ τῶν φί­λων αὐ­τοῦ. Ἰωαν. ιε’, στίχ. 13.

[11] «Κα­τὰ τοῦ­το τι­τρώ­σκο­μαι τὴ ἀ­γά­πη ἐ­κεί­νου», Ἁ­γί­ου Συ­με­ὼν τοῦ Νέ­ου Θε­ο­λό­γου ιστ΄ ὕμνος τῶν θεί­ων ἐ­ρώ­των.

[12] «Σὲ γὰρ ὁ­ρῶν τι­τρώσκο­μαι τὰ ἐν­τός της καρ­δί­ας καὶ βλε­πειν οὐκ ἰ­σχύ­ω σε καὶ μὴ βλε­πειν οὐ φέ­ρω˙ ἀ­πρό­σι­τόν το κάλ­λος σου, ἀ­μί­μη­τόν το εἶ­δος, ἀ­σύγ­κρι­τος ἡ δό­ξα σου, καὶ τὶς πό­τε σὲ εἶ­δεν ἡ τὶς ἰ­δειν σὲ δυ­νη­θῆ ὅ­λον, σέ, τὸν Θε­όν μου;», Ἁ­γί­ου Συ­με­ὼν τοῦ Νέ­ου Θε­ο­λό­γου μβ΄ ὕμνος τῶν θεί­ων ἐ­ρώ­των.

[13] Ίωαν. κεφ.ιβ΄, στίχ. 48.

[14] Ίωαν. κεφ. ιθ΄, στίχ. 37.

[15] Συ­με­ὼν Με­τα­φρα­στού, Εἰς θρῆ­νον τῆς Θε­ο­τό­κου, PG 114, 217 Α.

[16] Τρο­πά­ρι­ο γ΄ ὠ­δῆς Ἀ­να­στά­σι­μου κα­νό­νος τοῦ Πά­σχα, ποί­η­μα Ἄγ. Ἰ­ω­άν. Δα­μα­σκη­νοῦ.