Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2025

Η ΣΥΝΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 

Ἡ συν­δι­α­κο­νί­α τοῦ Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ

 

Ὅ­ποιος ἔ­χει ἐ­πι­σκε­φθεῖ κά­ποιο  μο­να­στή­ρι θὰ ἔ­χει δι­α­πι­στώ­σει ὅ­τι ὑ­πάρ­χει ἕ­νας με­γά­λος ἀ­ριθ­μὸς ἀ­δελ­φῶν οἱ ὁ­ποῖ­οι δι­α­κο­νοῦν στὴν ἐκ­κλη­σί­α. Ὅ­λοι τους εἶ­ναι ἀ­θό­ρυ­βοι ἀλ­λὰ ἀ­ει­κί­νη­τοι, σβέλ­τοι ἀλ­λὰ τὸ μό­νο ποὺ ἀ­κού­γε­ται εἶ­ναι τὸ θρό­ι­σμα τοῦ ρά­σου κα­θὼς γλι­στρά­ει ἁ­πα­λὰ στὸ δά­πε­δο.

Αὐ­τὲς οἱ ὄ­μορ­φες κι­νή­σεις τῶν ἀ­δελ­φῶν δη­μι­ουρ­γοῦν μιὰ ὄ­μορ­φη εἰ­κό­να τῆς συν­δι­α­κο­νί­ας τοῦ Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Ὅ­λοι δι­α­κο­νοῦν τὴν λα­τρεί­α τοῦ Ἑ­νὸς ἀλ­λὰ ταυ­τό­χρο­να δι­α­κο­νοῦν τοὺς πάν­τες, τὸν Ἡ­γού­με­νο, τοὺς ἀ­δελ­φούς, τοὺς ἐ­πι­σκέ­πτες, τοὺς ἀ­δελ­φοὺς ἐ­κτὸς μο­να­στη­ριοῦ ποὺ ζη­τοῦν κά­ποια βο­ή­θει­α, προ­σευ­χὲς καὶ δε­ή­σεις κλπ. Κα­νέ­νας δὲν ξε­χω­ρί­ζει καὶ κα­νέ­νας δὲν κα­τα­φρο­νεῖ­ται. Αὐ­τὴ ἡ εὐ­λο­γη­μέ­νη ἐρ­γα­τι­κὴ κυ­ψέ­λη, μὲ τὴν ἱ­ε­ραρ­χί­α καὶ τὴν τά­ξη της, θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ ποῦ­με ὅ­τι ὁ­μοι­ά­ζει μὲ τὴν δι­α­κο­νί­α τῶν λει­τουρ­γι­κῶν πνευ­μά­των, τῶν ἀγ­γε­λι­κῶν ταγ­μά­των δη­λα­δή, τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­ε­νά­ως ὑ­μνοῦν, δο­ξο­λο­γοῦν καὶ δι­α­κο­νοῦν στὴν θρι­αμ­βεύ­ου­σα Ἐκ­κλη­σί­α τὸ Οὐ­ρά­νι­ο Θυ­σι­α­στή­ρι­ο.

Ἡ πεί­ρα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας λέ­ει ὅ­τι ἡ εὐ­λο­γη­μέ­νη αὐ­τὴ δι­α­κο­νί­α ἀ­πο­τε­λεῖ καρ­πὸ ὑ­πα­κο­ῆς, εὐ­λα­βοῦς προ­σευ­χη­τι­κῆς στά­σε­ως, συ­στη­μα­τι­κῆς ἐκ­μά­θη­σης καὶ στα­δι­α­κῆς κα­τη­χη­τι­κῆς προ­ό­δου, δι­ευ­κο­λύ­νει τὸ ἔρ­γο τῶν λει­τουρ­γῶν, προ­σφέ­ρει νό­η­μα, εὐ­λο­γί­α, τι­μὴ καὶ οὐ­ρά­νι­ο μι­σθὸ στὸν δι­α­κο­νη­τή. Μὲ ἄλ­λα λό­για ἀ­να­δει­κνύ­ει τὸ ἀ­πα­ραί­τη­τόν του κά­θε ἐ­νερ­γοῦ μέ­λους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὥ­στε νὰ συν­τε­λεῖ­ται ἁρ­μο­νι­κά το ἰ­δι­αί­τε­ρα ση­μαν­τι­κὸ ἔρ­γο τῆς συ­νι­ε­ρουρ­γί­ας λα­οῦ, κλή­ρου, οὐ­ρα­νί­ων δυ­νά­με­ων, τοῦ χο­ροῦ τῶν ἁ­γί­ων καὶ τοῦ Θε­οῦ. Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος τὸ ἀ­να­λύ­ει πο­λὺ ὄ­μορ­φα  στὴν Ἃ΄ πρὸς Κο­ριν­θί­ους ἐ­πι­στο­λὴ (15, 39-41) «οὐ πά­σα σὰρξ ἡ αὐ­τὴ σάρξ, ἀλ­λὰ ἄλ­λη μὲν ἀν­θρώ­πων, ἄλ­λη δὲ σὰρξ κτη­νῶν, ἄλ­λη δὲ ἰ­χθύ­ων, ἄλ­λη δὲ πε­τει­νῶν  καὶ σώ­μα­τα ἐ­που­ρά­νι­α, καὶ σώ­μα­τα ἐ­πί­γει­α· ἂλλ  ἑ­τέ­ρα μὲν ἥ των ἐ­που­ρα­νί­ων δό­ξα, ἑ­τέ­ρα δὲ ἥ των ἐ­πι­γεί­ων,  ἄλ­λη δό­ξα ἡ­λί­ου, καὶ ἄλ­λη δό­ξα σε­λή­νης, καὶ ἄλ­λη δό­ξα ἀ­στέ­ρων· ἀ­στὴρ γὰρ ἀ­στέ­ρος δι­α­φέ­ρει ἐν δό­ξη. Ἔ­τσι καὶ ἡ δι­α­κο­νί­α κά­θε πι­στοῦ εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κὴ ἀλ­λὰ κα­τὰ πάν­τα ὡ­ραί­α καὶ μο­να­δι­κή. Δὲν ὑ­πάρ­χει στὴν Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­τα­ξί­α καὶ ἐ­γω­ι­στι­κὸς ἀν­τα­γω­νι­σμὸς ἀλ­λὰ ὁ Θε­ὸς εὐ­λο­γεῖ καὶ τὸ ἐ­λά­χι­στο, καὶ τὸ κά­νει νὰ φαί­νε­ται ση­μαν­τι­κό, ἀ­πα­ραί­τη­το, ὄ­μορ­φο καὶ μο­να­δι­κό. Τό­ση Χά­ρη δί­νει ὁ Θε­ὸς στοὺς δι­α­κό­νους Του ὥ­στε χαρίζει τὴν δυ­να­τό­τη­τα καὶ στὸν ἄν­θρω­πο νὰ συμ­με­τέ­χει ἐ­νερ­γὰ στὰ τε­λού­με­να τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ νὰ μὴν εἶ­ναι ἕ­νας πα­θη­τι­κὸς ἀ­πο­δέ­κτης τῶν Μυ­στη­ρί­ων καὶ τῶν Δω­ρε­ῶν.

Λαμ­βά­νον­τας λοι­πὸν ὅ­λα τα πα­ρα­πά­νω ὑ­πό­ψη μας, θὰ πρέ­πει νὰ προ­σπα­θοῦ­με νὰ εἶ­ναι ἀ­νά­λο­γη καὶ ἡ δι­κή μας δι­α­κο­νί­α στοὺς ἐ­νο­ρι­α­κοὺς να­ούς. Πό­σο ὄ­μορ­φη εἶ­ναι ἡ εἰ­κό­να μιᾶς ἐ­νο­ρί­ας ὅ­που συμ­με­τέ­χουν πολ­λοὶ ἄν­θρω­ποι μὲ χα­ρά, μὲ χα­μό­γε­λο, μὲ τά­ξη, μὲ χα­μαι­κοι­τί­α, μὲ εὐ­γέ­νει­α, μὲ σι­ω­πὴ καὶ ἡ­συ­χί­α. Ὅ­ταν ὑ­πάρ­χει ἐρ­γα­τι­κό­τη­τα, κα­τα­νό­η­ση, ἀλ­λη­λο­ϋ­πο­στή­ρι­ξη, ἀλ­λη­λο­πε­ρι­χώ­ρη­ση, σε­βα­σμὸς καὶ εὐ­λά­βει­α. Τό­τε ζοῦ­με πραγ­μα­τι­κὰ μὲ ἐν­θου­σι­α­σμὸ (γι­νό­μα­στε ἔν­θε­ε­οι), σκε­πά­ζον­ται τὰ λά­θη καὶ οἱ πα­ρα­λεί­ψεις, ζοῦ­με «ἐν με­τα­νοί­α καὶ χά­ρι­τι, ἐν ἐ­λέ­ει καὶ οἰ­κτιρ­μοῖς».

Ἀν­τι­θέ­τως, πό­σο ἄ­σχη­μο καὶ ἀ­πω­θη­τι­κὸ εἶ­ναι τὸ βλέ­που­με βλο­συ­ρὰ βλέμ­μα­τα, ἐ­κνευ­ρι­σμό, ἀν­τα­γω­νι­σμό, ἐ­πί­δει­ξη, πα­θη­τι­κό­τη­τα, μι­ζέ­ρια, βα­ρε­μά­ρα, τεμ­πε­λιά, ἀ­νευ­λα­βι­κό­τη­τα, ἀ­δι­α­κρι­σί­α, ὑ­περ­βο­λι­κὲς ἐκ­φρά­σεις θρη­σκευ­τι­κό­τη­τας οἱ ὁ­ποῖ­ες γί­νον­ται γιὰ τὸ θε­α­θῆ­ναι. Ἀ­πὸ τὴν στιγ­μὴ ποὺ ὁ πι­στὸς δὲν προ­σέ­χει τὸν ἑ­αυ­τό του καὶ ἀ­φή­νε­ται ἀ­χα­λί­νω­τος στὴ γνώ­μη του, στὸν ἐ­γω­ι­σμό του, στὴν τρυ­φυ­λό­τη­τα καὶ ἀ­να­ζη­τά­ει προ­σω­πι­κὴ ἀ­να­γνώ­ρι­ση τό­τε παύ­ει ἡ ἑ­νό­τη­τα καὶ γι­νό­μα­στε αὐ­το­α­να­φε­ρό­με­νοι δη­λα­δὴ λα­τρεύ­ου­με τὸ αὐ­το­εί­δω­λό μας.

Λέ­ει ὁ Μέ­γας Ἀν­τώ­νι­ος στοὺς ἀ­σκη­τι­κοὺς κα­νό­νες του ὅ­τι ὅ­ταν προ­σεύ­χε­σαι καὶ μνη­μο­νεύ­εις τὸν Θε­ό, τα­κτο­ποί­η­σε τὸ ἔν­δυ­μά σου μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­σαι ἐν­δε­δυ­μέ­νος σὰν νὰ εἶ­ναι φτε­ρὰ μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α θὰ πτε­ρυ­γί­σεις πά­νω ἀ­πὸ τὴν θά­λασ­σα τοῦ πυ­ρός. Δη­λα­δὴ ὁ Ἅ­γι­ος δί­νει ση­μα­σί­α ὅ­ταν προ­σευ­χό­μα­στε εἴ­τε στὴν ἐκ­κλη­σί­α εἴ­τε στὸ δω­μά­τι­ό μας νὰ προ­σέ­χου­με τὶς ἐκ­φρά­σεις μας καὶ τὴν στά­ση μας ὥ­στε νὰ ἀ­πο­τε­λοῦν μέ­ρος τῆς προ­σευ­χῆς μας. Τὰ χα­σμου­ρη­τά, ὁ συ­νω­στι­σμός,  οἱ ἄ­σκο­πες ὁ­μι­λί­ες, τὰ ἐμ­πα­θῆ βλέμ­μα­τα,  ἡ μὴ ἁρ­μό­ζου­σα στά­ση καὶ γλώσ­σα τοῦ σώ­μα­τός μας, ἀ­κό­μη καὶ τὰ ἀ­πρό­σε­χτα ροῦ­χα μας καὶ ἡ εἰ­κό­να μᾶς δη­λώ­νουν το ὅ­τι βρι­σκό­μα­στε μα­κράν του Θε­οῦ.

Πο­λὺ πε­τυ­χη­μέ­να λέ­ει ὁ μα­κα­ρι­στὸς Προ­η­γού­με­νος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Σί­μω­νος Πέ­τρας ἀρ­χιμ. Αἰ­μι­λι­α­νὸς ὅ­τι πρέ­πει ὁ πι­στὸς νὰ εἶ­ναι ἄ­ξι­ος τι­μῆς καὶ ἐ­παί­νου χω­ρὶς πο­τὲ ὁ ἴ­διος νὰ ἐ­πι­ζη­τεῖ ἔ­παι­νο ἢ τι­μή.  Τό­σο πο­λὺ πρέ­πει νὰ προ­σέ­χου­με τὸν ἑ­αυ­τό μας καὶ νὰ τὸν καλ­λι­ερ­γοῦ­με πνευματικά. Εἰ­δάλ­λως, ἂν σκαν­δα­λί­σου­με κά­ποιο ἀ­δελ­φὸ παίρ­νου­με κρί­μα καὶ ἡ δι­α­κο­νί­α μᾶς δυ­σα­ρε­στεῖ τὸν Θε­ό.

Ἀς θυ­μό­μα­στε λοι­πὸν τὶς πα­ραι­νέ­σεις τὸν ἁ­γί­ων πα­τέ­ρων καὶ ἃς προ­σπα­θοῦ­με νὰ τὰ ἐ­φαρ­μό­ζου­με ὅ­σο εἶ­ναι δυ­να­τό. Ἀς δοῦ­με ἐ­πί­σης καὶ κά­ποιες προ­τά­σεις. Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας θὰ πρέ­πει νὰ δί­νει εὐ­και­ρί­ες στοὺς πι­στοὺς καὶ νὰ τοὺς προ­ε­τοι­μά­ζει ὥ­στε νὰ δι­α­κο­νοῦν ὅ­πως ἁρ­μό­ζει στὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἐν­νο­εῖ­ται πὼς δὲν γί­νε­ται αὐ­τὸ ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη μέ­ρα ἀλ­λὰ μὲ τὸν χρό­νο, τὴν συ­νερ­γα­σί­α, τὸν δι­ά­λο­γο καὶ τὴν κα­λο­προ­αί­ρε­τη  δι­ά­θε­ση μπο­ρεῖ νὰ ἀ­πο­δώ­σει. Οἱ ψάλ­τες κα­τό­πιν συ­νεν­νό­η­σης μὲ τὸν ἱ­ε­ρέ­α θὰ πρέ­πει νὰ τη­ροῦν τὸ τυ­πι­κὸ καὶ νὰ προ­ε­τοι­μά­ζον­ται κα­τάλ­λη­λα στὶς μέ­ρες ποὺ ἐ­φαρ­μό­ζον­ται ἰ­δι­ά­ζου­ζες πε­ρι­πτώ­σεις τυ­πι­κοῦ. Ὅ­ταν ἔρ­χε­ται κά­ποιος ἄ­γνω­στος ἢ ἐ­πι­σκέ­πτης στὸ να­ὸ δὲν θὰ πρέ­πει νὰ τὸν κοι­τά­ζου­με μὲ ἀ­δι­α­κρι­σί­α καὶ ἐ­ξε­τα­στι­κό­τη­τα ἀλ­λὰ στὸ τέ­λος τῆς ἀ­κο­λου­θί­ας νὰ τὸν κα­λω­σο­ρί­ζου­με καὶ νὰ τὸν δε­χό­μα­στε μὲ ἀ­γά­πη, προ­σφέ­ρον­τάς του ἕ­να κέ­ρα­σμα. Στὶς πα­νη­γύ­ρεις θὰ πρέ­πει νὰ συμ­με­τέ­χουν μὲ χα­ρὰ οἱ πι­στοὶ στὸν ἐ­ξω­ρα­ϊ­σμὸ  καὶ τὴν κα­θα­ρι­ό­τη­τα τοῦ να­οῦ καὶ νὰ συ­νερ­γά­ζον­ται ὅ­λοι θέ­τον­τας ὡς στό­χο τὸ συμ­φέ­ρον τοῦ να­οῦ.

Ὅ­λα αὐ­τὰ δὲν εἶ­ναι οὐ­το­πί­ες καὶ συ­ναι­σθη­μα­τι­σμοὶ ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἡ πρα­κτι­κὴ ἐ­φαρ­μο­γὴ τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Ἂν ὅ­λοι εἶ­ναι εὐ­γε­νι­κοί, κα­λό­πι­στοι, ἔ­χουν σε­βα­σμὸ καὶ δι­α­κο­νοῦν μὲ προ­σευ­χὴ καὶ προ­σο­χὴ τό­τε οἱ ἐ­νο­ρί­ες ἀ­πο­κτοῦν μιὰ δυ­να­μι­κὴ καὶ γί­νον­ται τό­ποι ἀ­να­ψυ­χῆς καὶ πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­νά­τα­σης. Καὶ τὸ ση­μαν­τι­κό­τε­ρο εἶ­ναι ὅ­τι θὰ ἀ­ξί­ζουν ἐ­παί­νου καὶ τι­μῆς καὶ θὰ ἀ­πο­τε­λοῦν ζων­τα­νὲς εἰ­κό­νες τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ.